Η Ρουμανία δεν θυμίζει πια την εκρηκτική αγορά των προηγούμενων ετών.

Το 2025 βρίσκει τη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία της Ανατολικής Ευρώπης να κινείται με χαμηλότερες στροφές, με την εκτίμηση για ανάπτυξη στο 0,7%, τα πακέτα δημοσιονομικής εξυγίανσης πιέζουν το διαθέσιμο εισόδημα και η καταναλωτική δαπάνη υποχωρεί σε ένα περιβάλλον παρατεταμένης αβεβαιότητας. Παρά ταύτα η χώρα εξακολουθεί να λειτουργεί ως προνομιακό πεδίο για ορισμένους από τους ισχυρότερους Έλληνες επιχειρηματίες, οι οποίοι όχι μόνο διατηρούν τη θέση τους αλλά την ενισχύουν.

1

Και αυτό δεν είναι τυχαίο. Παρά την επιβράδυνση της ρουμανικής οικονομίας, η χώρα εξακολουθεί να διαθέτει χαρακτηριστικά που την καθιστούν ιδιαίτερα ελκυστική για το ελληνικό επιχειρείν. Μεγάλη και δυναμική αγορά, γεωγραφική εγγύτητα, σταθερή ζήτηση για τρόφιμα, καλλυντικά και βιομηχανικά προϊόντα, καθώς και σημαντική ροή ευρωπαϊκών κονδυλίων που συνεχίζουν να στηρίζουν έργα ενέργειας, υποδομών και ψηφιακού μετασχηματισμού. Σε αυτό το περιβάλλον, όσοι Έλληνες όμιλοι έχουν επενδύσει έγκαιρα και μεθοδικά αποκομίζουν σημαντικά οφέλη, αξιοποιώντας ένα επιχειρηματικό οικοσύστημα που ευνοεί την παρουσία και τη δικτύωση ελληνικών εταιρειών.

Τα επίσημα στοιχεία επιβεβαιώνουν αυτή τη σταθερή ελληνική παρουσία. Με βάση τα τελευταία δεδομένα της Εθνικής Τράπεζας της Ρουμανίας, όπως αποτυπώνονται σε πρόσφατο ενημερωτικό δελτίο του Γραφείου Οικονομικών Εμπορικών Υποθέσεων της Ελληνικής Πρεσβείας στο Βουκουρέστι, η Ελλάδα είναι η 9η μεγαλύτερη επενδύτρια χώρα με συνολικό stock επενδύσεων 3,8 δισ. ευρώ ή ποσοστό 3,04% στο τέλος του 2024.

Στην 6η θέση ως προς επενδεδυμένο κεφάλαιο

Την ίδια ώρα σύμφωνα με το ρουμανικό εμπορικό μητρώο (ONRC), τον Οκτώβριο του 2025 η Ελλάδα ανεβαίνει στην 6η θέση ως προς το επενδεδυμένο κεφάλαιο, με 8.942 εταιρείες,  εκ των οποίων περίπου οι 2.000 ενεργές, με ελληνική συμμετοχή στο κεφάλαιό τους, με συνολικό καταβεβλημένο κεφάλαιο 2,54 δις ευρώ ποσό που μεταφράζεται σε 5,03% του συνόλου.

 Οι ελληνικές επενδύσεις εκτείνονται σε έναν από τους ευρύτερους τομείς δραστηριότητας όπως ενέργεια, ΑΠΕ, λιανική, κατασκευές, τρόφιμα, καλλυντικά, δομικά υλικά, fintech, τραπεζικά και ιατρικές υπηρεσίες.

Η ελληνική δραστηριότητα στην τοπική αγορά έχει αποκτήσει σημαντικό εύρος, καλύπτοντας κλάδους που αποτελούν βασικούς πυλώνες της ρουμανικής οικονομίας. Από την ενέργεια και τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας όπου ελληνικοί όμιλοι συμμετέχουν σε μεγάλα έργα παραγωγής και δικτύων, μέχρι τον κλάδο των κατασκευών, της λιανικής, των τροφίμων, των καλλυντικών  και των δομικών υλικών, η ελληνική παρουσία είναι βαθιά και πολυεπίπεδη. Σε αυτή την εικόνα προστίθενται επίσης ο κλάδος fintech, οι τραπεζικές υπηρεσίες, τα call centers και οι ιατρικές υποδομές, τομείς που συνεχίζουν να προσελκύουν ελληνικό ενδιαφέρον λόγω της ταχείας ανάπτυξης της τοπικής αγοράς και της σταθερής ζήτησης. Το αποτέλεσμα είναι ένα ισχυρό, διακλαδικό αποτύπωμα, που εξηγεί γιατί η Ρουμανία παραμένει στρατηγικός προορισμός για το ελληνικό επιχειρείν, ακόμη και σε μια περίοδο χαμηλότερων ρυθμών οικονομικής μεγέθυνσης.

Μεγάλοι όμιλοι και εταιρείες όπως η ΔΕΗ, η Metlen, η Motor Oil, η HelleniQ Energy, η Βιοχάλκο, η Intrakat/ΑΚΤΩΡ, η Intracom, η Alumil, τα Πλαστικά Κρήτης και το Ιατρικό Κέντρο Αθηνών, αλλά και εταιρείες όπως η Eurofit, η ISOMAT, η Druckfarben Hellas, η Austrian Card–Inform Lykos, η Stoiximan/Kaizen, η Viva Credit και η Vista Bank, έχουν πρωταγωνιστική παρουσία στη ρουμανική αγορά, συμμετέχοντας σε έργα ενέργειας, υποδομών, ψηφιακών υπηρεσιών, βιομηχανίας και χρηματοοικονομικής τεχνολογίας.

Υψηλές επιδόσεις για τη Jumbo του Απόστολου Βακάκη

Την επεκτατική στρατηγική στη Ρουμανία ως πυλώνα μεγέθυνσης του αποτυπώματός τους ακολουθούν και μεγάλοι παίκτες του λιανεμπορίου, με πρώτο τον όμιλο Jumbo με επικεφαλής τον Απόστολο Βακάκη, ενώ ισχυρή παρουσία καταγράφουν επίσης ελληνικές εταιρείες στα τρόφιμα, τα καλλυντικά και τα καταναλωτικά αγαθά.

Η Ρουμανία αποτελεί μια από τις σημαντικότερες αγορές για την εισηγμένη, με τη χώρα να καταγράφει συνεχή άνοδο στη συμβολή της στα συνολικά μεγέθη του Ομίλου. Σήμερα λειτουργούν 20 καταστήματα, καθώς και το ηλεκτρονικό κατάστημα, με τη Ρουμανία να αντιπροσωπεύει στο εννεάμηνο του 2025 το 19,38% του κύκλου εργασιών και το 16,99% των καθαρών κερδών. Στο επενδυτικό πλάνο περιλαμβάνεται η περαιτέρω ενίσχυση της παρουσίας της εταιρείας, με νέο κατάστημα στο Baia Mare, το οποίο αναμένεται να συμβάλει ουσιαστικά στη μελλοντική ανάπτυξη του δικτύου. Η αγορά της Ρουμανίας, πάντως, δεν έμεινε ανεπηρέαστη από το πρόσφατο κύμα πολιτικής αστάθειας και τις δημοσιονομικές παρεμβάσεις της κυβέρνησης, με σημαντικότερη την αύξηση του ΦΠΑ κατά 2% από τον Αύγουστο. Η μεταβολή αυτή άσκησε πίεση στα περιθώρια κέρδους και στο διαθέσιμο εισόδημα των καταναλωτών, γεγονός που απαιτεί προσεκτικότερη διαχείριση και προσαρμογή της εμπορικής πολιτικής. Παρά τις προκλήσεις, η Jumbo διατήρησε την ανταγωνιστικότητά της, προχωρώντας σε αναπροσαρμογή του προϊοντικού μείγματος ώστε να απορροφήσει τις επιβαρύνσεις και να προστατεύσει τη σχέση τιμής–ποιότητας που τη χαρακτηρίζει στη ρουμανική αγορά. Παρά τις βραχυπρόθεσμες πιέσεις, η πορεία της Jumbo στη Ρουμανία παραμένει θετική. Οι πωλήσεις στο εννεάμηνο του 2025 καταγράφουν άνοδο περίπου 6% σε σχέση με το αντίστοιχο περσινό διάστημα, ένδειξη ότι η εταιρεία εξακολουθεί να ενισχύει τη θέση της σε μια αγορά που, παρά τις αναταράξεις, παραμένει δυναμική.

Από το 1998 η παρουσία της Υφαντής στη ρουμανική αγορά

Η Υφαντής ΑΒΕΕ, αποτελεί μία από τις πιο εξωστρεφείς ελληνικές βιομηχανίες τροφίμων, με παρουσία που ξεπερνά κατά πολύ τα όρια της εγχώριας αγοράς. Το 1998, σε μια κίνηση που θεωρήθηκε τότε τολμηρή για τον κλάδο, ο όμιλος ίδρυσε τη θυγατρική του στη Ρουμανία, αποκτώντας παραγωγική δραστηριότητα στη χώρα και σηματοδοτώντας την πρώτη φάση της μετεξέλιξής του σε πολυεθνική εταιρεία. Η επιλογή αποδείχθηκε στρατηγική, καθώς η Ρουμανία λειτούργησε ως πύλη για τη Νοτιοανατολική και την Κεντρική Ευρώπη, δίνοντας στον Όμιλο τη δυνατότητα να επεκτείνει το χαρτοφυλάκιό του και να αναπτύξει ισχυρά κανάλια διανομής.

Σήμερα, η Υφαντής έχει εξελιχθεί σε έναν από τους μεγαλύτερους ομίλους τροφίμων της χώρας, με δραστηριότητα σε πέντε διαφορετικούς τομείς – από αλλαντικά και κατεψυγμένα τρόφιμα μέχρι σαλάτες, τυροκομικά και ελαιόλαδο – παράγοντας περισσότερους από 500 κωδικούς προϊόντων. Η διεθνής της ανάπτυξη επιβεβαιώνεται από την παρουσία της σε αγορές όπως η Βουλγαρία, η Κύπρος, η Γαλλία και οι ΗΠΑ, ενώ πρόσφατα ενίσχυσε ακόμη περισσότερο το αποτύπωμά της στο Ηνωμένο Βασίλειο με την ίδρυση της Esti Foods UK στο Λονδίνο.

Η δυναμική του Ομίλου αποτυπώθηκε εκ νέου με την πρόσφατη ολοκλήρωση της εξαγοράς της ιστορικής Π.Γ. Νίκας ΑΒΕΕ από τη Bespoke SGA Holdings, του Σπύρου Θεοδωρόπουλου, μέσω της οποίας δημιουργείται πλέον ένα ενιαίο επιχειρηματικό σχήμα με τζίρο άνω των 280 εκατ. ευρώ. Η συνένωση των brands Υφαντής, Θράκης Γεύσεις, Νίκας και Έδεσμα επανακαθορίζει τις ισορροπίες στην ελληνική αλλαντοβιομηχανία και διαμορφώνει έναν νέο ηγέτη στον κλάδο, με ισχυρές βάσεις τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Για τη Ρουμανία ειδικότερα, η νέα εταιρική δομή αναμένεται να λειτουργήσει ενισχυτικά, προσφέροντας μεγαλύτερο εύρος προϊόντων και πιο ανταγωνιστικές προοπτικές σε μια αγορά όπου η Υφαντής έχει ιστορική παρουσία και σταθερό μερίδιο.

Ισχυρή δύναμη στα Βαλκάνια η Ελληνικά Γαλακτοκομεία

Η Ελληνικά Γαλακτοκομεία (Όλυμπος) της οικογένειας Σαράντη βρέθηκε στο προσκήνιο λόγω της εξαγοράς της γαλακτοβιομηχανίας Δωδώνη από τη Vivartia του CVC, ένα από τα μεγαλύτερα deal των τελευταίων ετών στον κλάδο τροφίμων και ποτών. Η κίνηση αυτή δημιουργεί έναν όμιλο με τζίρο που αναμένεται που θα  ξεπεράσει τα 800 εκατ. ευρώ, εδραιώνοντας την Ελληνικά Γαλακτοκομεία ως τον μεγαλύτερο όμιλο τροφίμων ελληνικών συμφερόντων με έδρα την Ελλάδα. Μετά και την προσθήκη της Δωδώνη στο χαρτοφυλάκιο του, ο Όμιλος αποκτά τρία από τα πλέον αναγνωρίσιμα εξαγώγιμα προϊόντα της χώρας, ελληνικό γιαούρτι, φέτα και χαλούμι.

Η στρατηγική εξωστρέφειας της εταιρείας, όμως, δεν είναι καινούργια. Η «απόβαση» στα Βαλκάνια ξεκίνησε ήδη από το 1999 με την εξαγορά της TYROM SA στη Ρουμανία και την απόφαση για κατασκευή εργοστασίου στη χώρα, λίγο μετά τη μετατροπή της εταιρείας από ΟΕ σε ΑΕ το 1992. Δώδεκα χρόνια αργότερα, ο όμιλος ενίσχυσε περαιτέρω την παρουσία του με τη δημιουργία δεύτερης μονάδας, της Fabrica de Lapte Brasov SA, επιβεβαιώνοντας την πρόθεσή του να κατακτήσει μια από τις μεγαλύτερες αγορές γαλακτοκομικών στην Ανατολική Ευρώπη. Παράλληλα, η δραστηριότητα επεκτάθηκε σταδιακά και σε άλλες χώρες- Βουλγαρία, Κύπρο, Γαλλία και Ηνωμένο Βασίλειο- μετατρέποντας την Ελληνικά Γαλακτοκομεία σε όμιλο με ολοκληρωμένη διεθνή παρουσία. Η πιο πρόσφατη μεγάλη επένδυση στη Ρουμανία αφορά την ολοκλήρωση ενός νέου logistics hub αξίας 40 εκατ. ευρώ, με ψυχόμενους χώρους συνολικής επιφάνειας 13.500 τ.μ., που εξυπηρετεί τόσο την εγχώρια αγορά όσο και εξαγωγές προς τη Γερμανία, την Ιταλία και τη Βρετανία. Με αυτή την κίνηση, το συνολικό επενδυτικό αποτύπωμα του ομίλου στο εργοστάσιο του Μπρασόβ φτάνει τα 180 εκατ. ευρώ, επιβεβαιώνοντας τη Ρουμανία ως κομβικό πυλώνα της στρατηγικής μεγέθυνσης στην ευρύτερη βαλκανική αγορά.

Τρεις δεκαετίες η παρουσία της Sarantis στη Ρουμανία

Η Sarantis Group έχει παρουσία στη ρουμανική αγορά από το 1996, δραστηριοποιούμενη στους τομείς των καλλυντικών και των προϊόντων οικιακής φροντίδας. Η εισηγμένη εταιρεία, με βασικούς μετόχους τα αδέλφια Γρηγόρη και Κυριάκο Σαράντη, έχει ως κεντρικό άξονα στρατηγικής την προσθήκη αξίας μέσω στοχευμένων εξαγορών, εξελισσόμενη σήμερα σε έναν πολυεθνικό όμιλο με θυγατρικές σε 12 χώρες και παρουσία μέσω εξαγωγών σε περισσότερες από 50 αγορές παγκοσμίως. Επτά στα δέκα ευρώ του τζίρου της προέρχονται από το εξωτερικό, με τη Ρουμανία να αποτελεί μία από τις σημαντικότερες διεθνείς αγορές του Ομίλου. Η Ρουμανία αποτελεί σταθερό πυλώνα της διεθνούς δραστηριότητας του Ομίλου, με τις πωλήσεις να διαμορφώνονται στα 46 εκατ. ευρώ στο πρώτο εξάμηνο του 2025, αντιπροσωπεύοντας το 15,1% των συνολικών εσόδων. Η κερδοφορία παραμένει επίσης ισχυρή, με περιθώριο EBIT στο 6,9%, επιβεβαιώνοντας τη δυναμική της αγοράς για τα προϊόντα καλλυντικής φροντίδας και οικιακής χρήσης του Ομίλου.

Διαβάστε επίσης

Άροσις: Διψήφια ανάπτυξη αλλά επιστροφή σε ζημιές για την επένδυση Ν. Καραμούζη στα όσπρια

Intrafashion: Η αγορά καλλυντικών στο ραντάρ του Δ. Ματεμτζή μετά την Pink Woman και τη BodyTalk

Γιατί άνοιξε σφοδρός πόλεμος των σούπερ μάρκετ με τους δήμους