• Συνεντεύξεις

    Νίκος Μπακουνάκης: Το ανεξίτηλο μελάνι της δημοσιογραφίας σαν μυθιστόρημα

    Νίκος Μπακουνάκης. Το ανεξίτηλο μελάνι της δημοσιογραφίας σαν μυθιστόρημα

    Ο δημοσιογράφος, συγγραφέας και πανεπιστημιακός Νίκος Μπακουνάκης


    Μάιος του 1978. Δέκα χρόνια ακριβώς μετά την εξέγερση του «Γαλλικού Μάη», που προκάλεσε αναταραχή σ΄ όλη την Ευρώπη, αλλά για την Ελλάδα, λόγω της δικτατορίας ήταν ένα «ανύπαρκτο» γεγονός, στην εφημερίδα Ελευθεροτυπία αρχίζει ένα μεγάλο αφιέρωμα σε συνέχειες, που διαφημίζεται με πηχυαίους τίτλους: «Για πρώτη φορά το Χρονικό που είχε διαστρεβλώσει η λογοκρισία της χούντας. Γαλλία δέκα χρόνια πριν. Μάης του ΄68» _ Γράφει ο Νίκος Μπακουνάκης.

    Φοιτητής της Νομικής ακόμη ο νεαρός δημοσιογράφος, που αντλεί το υλικό του κατ΄ευθείαν από την εφημερίδα Le Monde και τα επίσημα αρχεία του γαλλικού κράτους, πολιτικοποιημένος ασφαλώς, όπως όλη η νεολαία της εποχής βλέπει για πρώτη φορά το όνομά του τυπωμένο με τεράστια γράμματα στην πρώτη σελίδα. Μια καθοριστική στιγμή για την ζωή που ανοίγεται μπροστά του, πάντα στη δημοσιογραφία αλλά αργότερα και σε άλλους δρόμους μέσα από τα καθηγητικά έδρανα, περνώντας από την πράξη στη θεωρία και παραμένοντας πιστός υπηρέτης του «καθήκοντος της γραφής» όπως ορίζεται από τον Φουκώ.

    Σπάνια οι δημοσιογράφοι μπορούν να αλλάξουν την πορεία των πραγμάτων, κυρίως γιατί ο εφήμερος δημοσιογραφικός λόγος εξυπηρετεί άλλες ανάγκες και απαιτήσεις, όταν συμβαίνει όμως αυτό, όπως στην περίπτωση του Νίκου Μπακουνάκη, που το ένθετο «Βιβλία», το οποίο δημιούργησε για την εφημερίδα «Το Βήμα» υπήρξε μία τομή στον Τύπο, τα αποτελέσματα έχουν ιδιαίτερη σημασία και ο αντίκτυπός τους εκτείνεται σε βάθος χρόνου.

    Σ΄αυτό το πλαίσιο το βιβλίο του «Όταν έπεσα στο μελανοδοχείο» (εκδ. Πόλις) δεν είναι απλώς μία αυτοβιογραφία, γραμμένη μάλιστα με τρόπο μυθιστορηματικό, είναι παράλληλα μια ματιά εκ των έσω στην ιστορία του ελληνικού Τύπου των τελευταίων σαράντα χρόνων _ εποχή μετάβασης από έναν αναλογικό κόσμο σε έναν κόσμο ψηφιακό_, αλλά και στην εμπλοκή των ανθρώπων, μη εξαιρουμένου του συγγραφέα σ΄αυτή την «ενηλικίωση», ένα χρονικό προσωπικό και δημόσιο, πολυσυλλεκτικό και πολυαναφορικό. Ένα πανόραμα στο οποίο διάσημα ονόματα της ελληνικής και ξένης δημοσιογραφίας συναντούν μεγάλες μορφές της λογοτεχνίας, αφού, όπως δηλώνει ο συγγραφέας «Με ενδιαφέρει περισσότερο να μιλήσω γι΄αυτό το τόσο σημαντικό για την δημοκρατία και τη ζωή των ανθρώπων σύστημα, που είναι οι εφημερίδες και γενικά ο Τύπος και ειδικότερα να αποκαλύψω την σχέση του με την λογοτεχνία και τα βιβλία και τι δημιουργείται μέσα από αυτήν». Πρόκειται για ένα πεδίο με δράσεις και αλληλεπιδράσεις μεταξύ τους, που επιφέρουν αλλαγές και στα δύο, και σίγουρα ανοίγουν νέους δρόμους.

    Χωρίς να λείπουν ωστόσο και οι προσωπικές καταθέσεις, που αφορούν στις αναζητήσεις και την αφύπνιση ενός παιδιού, που γεννήθηκε στην δεκαετία του ΄50 στην Πάτρα, μεγάλωσε σε ένα σπίτι που δεν ήταν γεμάτο με βιβλία, σε μια οικογένεια στο όριο πόλης και υπαίθρου _αν και με πολλές αστικές αναφορές, δηλαδή όπερα, θέατρο, σινεμά _ αλλά στη συνέχεια βρέθηκε να σπουδάζει στην Αθήνα και στο Παρίσι, να μπαίνει εντελώς τυχαία στη δημοσιογραφία και εν τέλει να δημιουργεί το επιτυχημένο ένθετο των «Βιβλίων», όπως ονομάσθηκε. Αυτό ακριβώς, που αποτελεί κατά κάποιο τρόπο την αφορμή συγγραφής του βιβλίου του σε μία εποχή, που τα πράγματα άλλαζαν δραματικά και στον Τύπο. «Πώς λοιπόν αυτό το παιδί …πέφτει στο μελανοδοχείο, πώς δηλαδή γίνεται κατά κάποιο τρόπο ένας διανοούμενος», όπως λέει ο ίδιος.

    Το καλειδοσκόπιο των «Βιβλίων»

    Η έννοια του καλειδοσκόπιου, που σε κάθε κίνηση _κάθε σελίδα_ αποκαλύπτει μία νέα εικόνα κι έναν καινούργιο κόσμο, άγνωστο στους πολλούς είναι το συγγραφικό μυστικό αυτού του βιβλίου, που δημιουργεί διαρκώς ερεθίσματα, μυθιστορηματικής υφής και εντυπωσιακής ποικιλότητας. Βασικός πυρήνας του ωστόσο, παρ΄ όλες τις επιλεγμένες και ηθελημένες λοξοδρομήσεις είναι ακριβώς η εικοσαετία 1997 -2017, από τη δημιουργία των «Βιβλίων» ως την αποχώρηση του ίδιου από τη διεύθυνσή τους. Όταν δημιουργείται αυτό το «δημοσιογραφικό λογοτεχνικό ένθετο παρουσίασης και σχολιασμού της εκδοτικής παραγωγής, που ήταν παράλληλα ένθετο αναγνωσμάτων και επιπλέον ελέγχου της πολιτιστικής πολιτικής και ειδικότερα της πολιτικής του βιβλίου», όπως το τοποθετεί ο ίδιος. Όσο για το πρότυπό τους είχε αναζητηθεί στα ξένα έντυπα, αφού κάτι αντίστοιχο δεν υπήρχε στην Ελλάδα.

    «Όταν ο Ψυχάρης μου πρότεινε το ένθετο, το 1997, το είχα σχεδόν έτοιμο στο μυαλό μου, γι΄ αυτό και βγήκε πάρα πολύ γρήγορα. Διάβαζα από μικρός το Figaro littéraire, μετά το Monde des livres αλλά τελικά το πρότυπο για τα Βιβλία του Βήματος ήταν το ένθετο των New York Times. Και η προσαρμογή ήταν σχετικά εύκολη, γιατί το Βήμα είχε σχεδόν το ίδιο σχήμα. Όσο για το περιεχόμενο ήταν 70 -30, δηλαδή το 70% των βιβλίων που παρουσιάζονταν ανήκαν στην Ιστορία, τις βιογραφίες, μαρτυρίες, επιστήμες, τέχνες κ.λ.π. ενώ το 30% ήταν αφιερωμένο στη λογοτεχνία.

    -Ποιο ήταν το μεγαλύτερο προσόν των «Βιβλίων» και σε τι οφειλόταν η επιτυχία τους;

    -Ήταν το πρώτο ένθετο για βιβλία στον ελληνικό Τύπο από καταβολής του κι αυτό προκάλεσε ένα σοκ. Γιατί δεν περίμεναν, ότι θα έχει επιτυχία κι ότι η αγορά θα μπορούσε να στηρίξει ένα τέτοιο είδος, τόσο σε επίπεδο παραγωγής τίτλων όσο και οικονομικά. Δεύτερον διεύρυνε την βεντάλια των βιβλιοπαρουσιάσεων, γιατί ως τότε έγραφαν μόνον για ποίηση, μυθιστόρημα, λογοτεχνία γενικά, ενώ εδώ είχαμε όλη τη γκάμα των βιβλίων σε όλα τα πεδία. Τρίτον δημιούργησε μία διαφημιστική αγορά από το μηδέν, με τους εκδοτικούς οίκους δηλαδή και έφθασε μάλιστα στα χρόνια της ακμής να κάνει τεράστια νούμερα. Επίσης διεύρυνε αυτό που ονομάζουμε «αγορά των διανοουμένων», των ανθρώπων που γράφουν για βιβλία. Γιατί όλοι οι συνεργάτες πληρώνονταν και μάλιστα πολύ καλά. Κάτι πολύ σημαντικό, γιατί όπως ξέρουμε αυτή τη στιγμή οι άνθρωποι του πνευματικού χώρου πληρώνονται ελάχιστα ή καθόλου. Επίσης υπήρχε μεγάλη ανεξιθρησκία, γιατί πέρα από τις δικές μου προτιμήσεις θεωρούσα, ότι έπρεπε να παρουσιαστεί οτιδήποτε ήταν σημαντικό και καινούργιο. Δεν είχα καμία προκατάληψη δηλαδή απέναντι σε οτιδήποτε.

    Ο Ψυχάρης και η πολυεφημερίδα

    -Τι έκανε τον Ψυχάρη να σας προτείνει τα «Βιβλία»; Οι λόγοι του ήταν εμπορικοί, οικονομικοί, γιατί δεν νομίζω ότι είχε κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το βιβλίο.

    – Ο Ψυχάρης, που από δημοσιογράφος έγινε εκδότης, και μάλιστα, όπως λέω στο βιβλίο μοιραίος εκδότης, αφού οδήγησε τον Οργανισμό σε χρεωκοπία και ως εξ αγχιστείας κληρονόμος της σχεδόν αιωνόβιας δημοσιογραφικής κουλτούρας που έφερε τη σφραγίδα του Λαμπράκη δεν κατόρθωσε να την διασώσει, παρ΄όλα αυτά εισήγαγε στον ελληνικό Τύπο την πολυεφημερίδα. Δεν έχει σημασία αν διάβαζε κι αν ενδιαφερόταν για το βιβλίο, σημασία έχει, ότι έβλεπε, τι κάνουν οι ξένες εφημερίδες. Μέσα σ΄αυτή τη λογική θέλησε να λειτουργήσει και ο ίδιος, το πρότυπο αυτό ακολούθησε, προκειμένου να επεκταθεί σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερο κοινό. Εκείνη την εποχή μάλιστα η εφημερίδα είχε επτά ένθετα και κάποια από αυτά ήταν πρωτοποριακές εκδόσεις.

    -Τα «Βιβλία» δημιουργήθηκαν σε μία εποχή οικονομικής άνθησης, έπαιξε ρόλο αυτό στην επιτυχία τους;

    -Ναι, αλλά δεν ήταν μόνον οικονομική η συγκυρία, ήταν και μία εποχή μεγάλων αλλαγών στον εκδοτικό χώρο. Γιατί μετά την Μεταπολίτευση οι εκδότες παύουν πλέον να λειτουργούν σε επίπεδο οικοτεχνίας, γίνονται επιχειρήσεις, εξελίσσονται, έχουν πολλούς τίτλους βιβλίων, 200 -300 ο καθένας, διοργανώνουν λογοτεχνικές εκδηλώσεις. Παράλληλα έρχονται στην Ελλάδα και μεγάλες φίρμες βιβλιοπωλείων, όπως το Fnac, ασχέτως αν αυτά μετά απέτυχαν. Δεν είναι τυχαίο, ότι το ΄94 δημιουργήθηκε και το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου, δηλαδή το βιβλίο άρχισε να γίνεται ορατό σαν πολιτιστικό προϊόν στην ελληνική κοινωνία, να αποκτά όγκο και να μην είναι αυτό το περιθωριακό, πολιτιστικό αντικείμενο, που ως τότε παραγόταν από κάποιους ανθρώπους παθιασμένους, που δούλευαν οικογενειακά…

    -Εσείς θα ξανακάνατε ποτέ κάτι παρόμοιο με τα «Βιβλία»;

    -΄Οχι. Εκλεισε οριστικά για μένα αυτό.

    Η κριτική

    -Στην Ελλάδα σπανίως διαβάζουμε αυστηρές κριτικές, καταδικαστικές. Στα «Βιβλία» υπήρξαν θέματα που προκάλεσαν αναταραχή;

    -Πολλά. Μεγάλη αναταραχή είχε προκαλέσει η επίθεση, που είχε κάνει ο Μαρωνίτης στον Ρόντρικ Μπίτον. Επίσης μία κριτική, ότι πίσω από τους έλληνες υπερρεαλιστές, τον Εμπειρίκο και τον Εγγονόπουλο υπήρχε μία ιδεολογία που ταυτιζόταν με την φασιστική. Μία άλλη ήταν για τα περίφημα Αρχεία Καραμανλή, για τα οποία θυμάμαι, ότι είχε γίνει πολλή συζήτηση, επειδή κάποιοι αμφισβητούσαν, αν ήταν πράγματι αρχεία. Υπήρξαν πολλές διαμάχες γύρω από βιβλία του ένθετου

    -Έχει αλλάξει σήμερα η κριτική;

    -Απλώς δεν έχει πια την επιρροή, που είχε κάποτε. Επίσης στην κριτική έχουν μπει σήμερα και άλλα στοιχεία, που δεν έχουν σχέση με την λογοτεχνικότητα. Προωθούνται έτσι βιβλία, που μπορεί να είναι γραμμένα από transgender (διαφυλικά ή διεμφυλικά) άτομα, να έχουν ως ήρωες μετανάστες, να σχετίζονται με το κίνημα Me Too ή να επικεντρώνονται σε συγκεκριμένους στόχους, όπως είχε συμβεί, για παράδειγμα στην Αμερική του 2000, όταν η ποίηση της Έμιλι Ντίκινσον διαβαζόταν μέσα από την οπτική του κλειτοριδικού αυνανισμού…

    -Κάποια εποχή μιλούσαμε για στρατευμένη λογοτεχνία, στρατευμένη τέχνη κ.λ.π. έναν όρο, που είχε σχέση με την πολιτική. Σήμερα μιλάμε για ένα άλλο είδος στράτευσης;

    -Ναι, είναι μια άλλη στράτευση αυτή, που όμως είναι επίσης κατακερματισμένη σε διάφορες κατηγορίες. Ιδιαίτερα σε χώρες όπως η Αμερική η επιλογή των συγγραφέων, που θα μπουν στα αναγνωστικά βιβλία δεν γίνεται με κριτήρια λογοτεχνικότητας αλλά με κριτήρια αντιπροσωπευτικότητας, δηλαδή το ποσοστό με το οποίο θα συμμετέχουν οι ισπανόφωνοι, οι λευκοί, οι ομοφυλόφιλοι και άλλοι. Όπως λέω στο βιβλίο, σε μια τέτοια συνθήκη ο Χέμινγουεϊ μπορεί να μην υπάρχει στα σχολικά βιβλία, επειδή τη θέση του καταλαμβάνει ένας ελάσσων συγγραφέας, μόνο και μόνο, γιατί είναι, για παράδειγμα Μεξικανός.

    Ο Χρήστος Λαμπράκης

    «Βάθρο της αφήγησής μου είναι τα ημερολόγια μου. Χωρίς αυτά δεν θα υπήρχε βιβλίο», λέει ο Νίκος Μπακουνάκης. Ημερολόγια που καλύπτουν τουλάχιστον μία 35ετία, με την καταγραφή γεγονότων, σκέψεων, ιδεών και βέβαια με την αναφορά σημαντικών προσώπων και από το χώρο του Τύπου με προεξάρχοντα ασφαλώς τον Χρήστο Λαμπράκη. «Ο Οργανισμός Λαμπράκη ήταν μια ολόκληρη δημοσιογραφική κουλτούρα και ατμόσφαιρα και αυτό το κλίμα ήθελα να μεταφέρω, ταυτόχρονα όμως να μιλήσω και για τον ίδιο τον Λαμπράκη, που τον είχα γνωρίσει κάπως καλύτερα απ΄ό,τι οι άλλοι δημοσιογράφοι του Οργανισμού, καθώς ήμουν ένας από τους πρώτους συνεργάτες του Μεγάρου Μουσικής», προσθέτει.

    Αν κάνατε μία αποτίμηση παρουσίας του στον Τύπο θα την συνδυάζατε με την προσφορά του στον πολιτισμό;

    – Δεν κάνω την αποτίμησή του. Εμένα με ενδιαφέρει ο Λαμπράκης που γνώρισα εγώ. Με ενδιαφέρει περισσότερο σαν ένας διανοούμενος, ο οποίος έτυχε, επειδή ήταν ο γιος του Δημητρίου Λαμπράκη να αναλάβει την διαδοχή του και να κρατήσει επιτυχημένα για 52 ολόκληρα χρόνια, ως το θάνατό του, ένα μεγάλο συγκρότημα τύπου, να θεωρηθεί ότι ανεβάζει και κατεβάζει κυβερνήσεις και όλα αυτά.

    – Ο ίδιος όμως δήλωνε δημοσιογράφος.

    – Ναι, αλλά εγώ στέκομαι στην άλλη πλευρά του, αυτήν του δημοσιογράφου –διανοούμενου, ο οποίος μεταφράζει και εκδίδει Βολταίρο, οργανώνει άλλους διανοούμενους , δημιουργεί ομάδες μελέτης της ελληνικής κοινωνίας σε πολλά επίπεδα, ιδρύει το περιοδικό «Εποχές» και συγκεντρώνει γύρω του, παρ΄ ότι είναι ακόμη πάρα πολύ νέος, την αφρόκρεμα της εποχής, γίγαντες της τέχνης και της λογοτεχνίας: Τον Τερζάκη, τον Σεφέρη, τον Θεοτοκά, τον Δημαρά και άλλους. Επίσης αυτό που με ενδιαφέρει πάρα πολύ ως έρευνα είναι, πώς ο Λαμπράκης ουσιαστικά δημιούργησε αυτό που λέμε στα αγγλικά intellectuals in corporate, δηλαδή διανοούμενους που συνδέονται με ένα συγκρότημα τύπου, εκφράζονται μέσα από αυτό στα αντικείμενά τους και γίνονται δημόσιοι διανοούμενοι. Αυτό στην Ελλάδα συμβαίνει για πρώτη φορά στην δεκαετία του ΄60, μία εποχή πολύ σημαντική και πολύ ζωντανή.

    Η βιογραφία που δεν έγινε

    Την γνώμη του για τα Βιβλία ο Λαμπράκης δεν την είχε πει ποτέ, ούτε παρενέβαινε με όποιο τρόπο, αν και όπως ήταν γνωστό, η σιωπή του σήμαινε αποδοχή. Συχνά όμως, όπως καταθέτει ο Νίκος Μπακουνάκης έδινε κατευθύνσεις με σημειώματά του, που αφορούσαν σε θέματα πολιτισμού. Κι όπως θυμάται ο ίδιος «Τα σημειώματά του Λαμπράκη, πάντοτε γραμμένα σε χειροκίνητη γραφομηχανή _μια Adler στη οποία έγραφε με μεγάλη ταχύτητα αλλά με δύο μόνο δάκτυλα_, ήταν γεμάτα υποδείξεις και ιδέες, που έδειχναν ότι παρακολουθούσε στενά την επικαιρότητα. Γιατί ο Λαμπράκης είχε μία ολική αντίληψη του πολιτισμού, στην οποία περιελάμβανε και την πολιτική και ήταν από τους λίγους στον ελληνικό Τύπο, που διέκρινε τον πολιτισμό από την ψυχαγωγία. Ο ίδιος έκανε πολιτική πολιτισμού και διέθετε τεράστια δύναμη αλλά και ικανότητα παρέμβασης και πειθούς. Μπορούσε να κινητοποιήσει προσωπικά πολιτικούς, όπως ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ο Ανδρέας Παπανδρέου , ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης _που δήλωσε κάποτε ότι «ο Χρήστος αναδείχθηκε ανώτερος και από τον πατέρα του»_ ή ο Κώστας Σημίτης, όπως επίσης και τους πιο δυσπρόσιτους επιχειρηματίες».

    Θα γράφατε μία βιογραφία του Λαμπράκη;

    – Ναι, το ήθελα πολύ, γιατί η ζωή και η προσωπικότητά του πληρούσαν όλες τις προϋποθέσεις για κάτι τέτοιο. Ο Χρήστος Λαμπράκης υπήρξε ένας κρυφός και ιδιωτικός άνθρωπος Ήταν γενναιόδωρος και ταυτόχρονα δίκαιος, λιτός και ταυτόχρονα ρέκτης. Η οικογένειά του, καθώς ήταν γόνος ενός ιστορικού εκδότη, αλλά και ο ίδιος εκδότης από νεαρή ηλικία, η πολιτική και κοινωνική του δύναμη, ακόμη και η άγνωστη προσωπική του ζωή, καθώς και οι μύθοι και οι ιστορίες που την συνόδευαν, όλα αυτά πιστεύω, ότι θα συνέθεταν μία ενδιαφέρουσα αφήγηση. Όσο ζούσε μάλιστα ο Λαμπράκης, ο εκδότης μου Νίκος Γκιώνης, του είχε στείλει μία επιστολή με την οποία του ζητούσε να γραφτεί η βιογραφία του, και προτείνοντάς του εμένα για να την κάνω. Εκείνος όμως απάντησε «σας ευχαριστώ πάρα πολύ, αλλά δεν ήρθε η ώρα να βιογραφηθώ». Και μετά τον θάνατό του ωστόσο είχα υποβάλλει πρόταση σε έναν αμερικανικό οργανισμό υποτροφιών για χρηματοδότηση, επειδή μια τέτοια δουλειά προϋποθέτει έρευνες σε αρχεία, που έχουν κόστος, όμως δεν έγινε δεκτή. Τώρα πλέον το θέμα, δεν με απασχολεί.

    Μεταβάσεις ενηλικίωσης

    Στα χρόνια που σήμερα χαρακτηρίζονται ως επικά για τον Τύπο είχε ξεκινήσει την καριέρα του στην Ελευθεροτυπία ο Νίκος Μπακουνάκης, καθώς μετά την Μεταπολίτευση είχε αρχίσει μία ραγδαία περίοδος αλλαγών, με το πέρασμα σε νέα εκδοτικά συστήματα, υποχρεώνοντας και τους εργαζόμενους να προσαρμοστούν και να συνταχθούν ή να αποχωρήσουν. «Η λινοτυπία έδινε τη θέση της στη φωτοσύνθεση και το γεγονός είχε προκαλέσει την κατάρρευση του σωματείου των τυπογράφων, που ως τότε είχε τεράστια δύναμη. Άλλωστε ήταν πολλαπλάσιοι των δημοσιογράφων και εξαιρετικά καλοπληρωμένοι», λέει. « Ακόμη θυμάμαι τις σακούλες γεμάτες χιλιάρικα, που πήγαιναν στα πιεστήρια των εφημερίδων για να γίνουν οι πληρωμές…».

    Ταυτόχρονα όμως ήταν και μία εποχή προσωπικής αναζήτησης με όλη την ατμόσφαιρα γύρω από τις εφημερίδες, τα γραφεία, τα δημοσιογραφικά στέκια και τη μυθολογία, που αναπτυσσόταν για τους νεότερους. Δικαιολογημένα. Γιατί «Όταν είσαι νέος 20 – 22 χρονών και ανακαλύπτεις τον κόσμο όλα αυτά φαίνονται μυθικά. Το μπαρ Galaxy, το εστιατόριο Ολύμπια στη Θεμιστοκλέους, το μπαρ 17, που ήταν στην Βουκουρεστίου, το Ντόλτσε, όλοι αυτοί είναι χώροι μιας μυθολογίας και ως τέτοιοι έχουν καταγραφεί στο βιβλίο. Από τα μέσα της δεκαετίας του η δημοσιογραφία είχε για μένα μια ανάμεικτη γεύση από ουίσκι, τόνο, μουστάρδα και ελιά. Γιατί μαζί με την δημοσιογραφία ανακάλυπτα και το ουίσκι. Δεν ήταν μεγάλη η απόσταση μεταξύ τους. Μερικά μέτρα χώριζαν την Ελευθεροτυπία και την οδό Κολοκοτρώνη _λίγο αργότερα την Πανεπιστημίου 57, όπου μεταφέρθηκαν τα γραφεία της εφημερίδας _ από το μπαρ «17». Σιγά σιγά όμως, όλη αυτή η ατμόσφαιρα άλλαξε. ΄Εφυγαν οι εφημερίδες από το κέντρο της πόλης και χάθηκε η εποχή, που κυκλοφορούσες από την Ομόνοια ως το Σύνταγμα και συναντούσες όλους τους τίτλους των εφημερίδων και περιοδικών».

    Η δημοσιογραφία ήταν ο δεύτερος σταθμός στη ζωή του, αφού πρώτος ήταν η Νομική _μ’ ένα σύντομο πέρασμα και από τις φοιτητικές πολιτικές οργανώσεις_ και αμέσως μετά ακολουθούν μεταπτυχιακές σπουδές στην ιστορία των πολιτισμών στην École des hautes études en sciences sociales με την διατριβή του «Η Πάτρα και το εμπόριο της σταφίδας και του κρασιού τον 19ο αιώνα» υπό την επίβλεψη της βυζαντινολόγου και νεοελληνίστριας Ελένης Μπιμπίκου – Αντωνιάδη, που ο ίδιος θεωρεί μέντορά του στην Ιστορία.

    Λίγα χρόνια αργότερα δουλεύοντας στα Αρχεία του υπουργείου Εξωτερικών στο Qkai dOrsay και στα Αρχεία του υπουργείου Οικονομικών στο Φονταινεμπλώ ο Νίκος Μπακουνάκης θα γνωρίσει τον συναρπαστικό για έναν ερευνητή κόσμο, που ήταν αποθηκευμένος μέσα σε φακέλους. «Το Παρίσι ήταν ο χώρος της συναισθηματικής μου αγωγής», όπως λέει. «Εκεί κατάλαβα τι σημαίνει έρευνα και ερευνητικό εργασιακό ήθος. Οι μέρες μου ήταν μοιρασμένες ανάμεσα στην έρευνα από τη μια πλευρά και την αναζήτηση του φινιρίσματος από την άλλη: του δικού μου φινιρίσματος που είχε τελικά σχέση με την αναγνώριση και χρήση αντικειμένων, αγαθών και τέχνης».

    Τύπος και γραφή

    -Έχετε επισκεφθεί συγκροτήματα Τύπου στο εξωτερικό και όπως διάβασα στο βιβλίο εντυπωσιαστήκατε ιδιαίτερα από τους New York Times και τον Monde. Να ζητήσω μια σύγκριση με τα ελληνικά δεδομένα;

    -Είναι άλλα τα μεγέθη, όταν έχεις 1500 δημοσιογράφους όπως οι New York Times. Σημασία όμως έχει, ότι τέτοιες εφημερίδες είναι θεσμοί για τις κοινωνίες. Όπως και στην Ελλάδα ήταν θεσμοί το «Βήμα» και η «Καθημερινή». Πλέον όμως ο Τύπος έχει συρρικνωθεί φρικτά στη χώρα μας και η παράδοση της δημοσιογραφικής εκδοτικής κουλτούρας σιγά σιγά χάνεται.

    -Ελληνική σχολή δημοσιογραφίας υπάρχει;

    -Πώς δεν υπάρχει. Θα έλεγα, ότι είναι η σχολή που δημιούργησε ο Βλάσης Γαβριηλίδης με την Ακρόπολη. Απλώς η δημοσιογραφία στην Ελλάδα έχει χάσει επεισόδια, έχει εγκαταλείψει δηλαδή ορισμένα είδη, τα οποία θα την έκαναν αναγκαία για τις κοινωνίες. Τέτοια είναι η ερευνητική δημοσιογραφία, που μπορεί να αποκαλύπτει και να φέρνει στο φως καινούργια πράγματα, που οι πολίτες θα ήθελαν να ξέρουν. Ε, αυτό δεν υπάρχει.

    -Υπάρχει σήμερα κάτι άλλο ως διάδοχη κατάσταση στον Τύπο;

    -Τα πράγματα έχουν αλλάξει πάρα πολύ διεθνώς. Ιδιαίτερα όσον αφορά τα βιβλία, τόσο η προβολή όσο και η κριτική τους αποτίμηση είναι μία πολύ διασπασμένη διαδικασία ανάμεσα στα παραδοσιακά έντυπα και στο διαδίκτυο. Σημαντικό ρόλο παίζουν ακόμη και οι λεγόμενοι influencers, που επηρεάζουν το κοινό. Ένα τέτοιο παράδειγμα influencer για βιβλία είναι η κόρη του Μπους, που παρακολουθείται από πάρα πολλά άτομα και ό,τι παρουσιάζει, γίνεται αμέσως εκδοτική επιτυχία. Έχει δημιουργηθεί δηλαδή, ένα τελείως διαφορετικό τοπίο και για την προβολή ενός βιβλίου απαιτείται πλέον ένας συνδυασμός δημοσιότητας. Δεν αρκεί ένα καλό κείμενο σε μία εφημερίδα, πρέπει να γραφτούν πολλά και σε ποικίλα μέσα, γιατί καθένα από αυτά έχει το δικό του κοινό.

    -Τελικά είστε επιφυλακτικός όσον αφορά την εξέλιξη του Τύπου στην Ελλάδα;

    -Ναι, γιατί μέχρι στιγμής δεν έχω δει κάποιο δεδομένο, επιχειρηματικό πρώτα απ΄όλα και συγκεκριμένα από επιχειρηματία, που να έχει μια σαφή εκδοτική φιλοσοφία. Δεν έχω δει κάτι τέτοιο.

    -Για την δημοσιογραφία πάντως, αν κρίνω από τη τελευταία πρόταση του βιβλίου είστε πιο αισιόδοξος.

    – Για την ακρίβεια είμαι πιο αισιόδοξος όσον αφορά τη γραφή, γιατί η γραφή δεν παύει να υπάρχει. Ακόμη και στο face book να γράφει κανείς, παρ΄ότι εκεί η γραφή είναι εντελώς διαφορετική και το όλο πλαίσιο μοιάζει με τοπίο κινούμενης άμμου, τελικά πιστεύω ότι διασώζεται.

    Με ικανό αριθμό βιβλίων στο ενεργητικό του _ ένα από αυτά το «Δημοσιογράφος ή ρεπόρτερ. Η αφήγηση στις ελληνικές εφημερίδες, 19ος-2ός αιώνας» συνιστά την πρώτη έρευνα στην οποία ο ελληνικός Τύπος αντιμετωπίζεται ως αυτόνομο αφηγηματικό πεδίο _ καθηγητής Θεωρίας και Πρακτικής της Δημοσιογραφίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο (Τμήμα Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού της Σχολής Διεθνών Σπουδών, Επικοινωνίας και Πολιτισμού), ο Νίκος Μπακουνάκης δεν εγκατάλειψε ωστόσο ποτέ τη δημοσιογραφία. « Έλεγαν παλαιότερα _και εξακολουθούν να το λένε_ ότι η δημοσιογραφία οδηγεί παντού, αρκεί να την εγκαταλείψεις νωρίς. Εγώ δεν την εγκατέλειψα ποτέ και δεν κλονίστηκα ούτε μία στιγμή, ακόμα και όταν οι δημοσιογράφοι ήταν δακτυλοδεικτούμενοι σαν επικίνδυνος ιός…».

    -Κατόπιν αυτών ισχύει αυτό που λένε, ότι μια φορά δημοσιογράφος, για πάντα δημοσιογράφος; Η μουτζούρα από το μελάνι δεν βγαίνει;

    -Νομίζω ναι. Είσαι σφραγισμένος ανεξίτηλα.

    Ο δημοσιογράφος, συγγραφέας και πανεπιστημιακός Νίκος Μπακουνάκης

    Διαβάστε επίσης

    Νίκος Μπακουνάκης: Αναμνήσεις από το Συγκρότημα Λαμπράκη



    ΣΧΟΛΙΑ