Με το βιβλίο Ελλάδα, 1953-2024, Χρόνος και Πολιτική Οικονομία ο Τάσος Γιαννίτσης ολοκληρώνει ακόμη μία «κλασική» μελέτη. H χώρα αυτή τη στιγμή αντιμετωπίζει το εξής παράδοξο: Βρίσκεται μπροστά σε ένα φάσμα προοπτικών που απαιτούν σημαντικές αλλαγές και από την άλλη σε μια συνθήκη όπου οι βασικές σχέσεις παραμένουν επισφαλείς. Δεν διακρίνονται από στέρεα δεδομένα, ανθεκτικό χαρακτήρα.

Θα μπορούσε κανείς να φανταστεί ότι οι ημέτεροι οικονομικοί κύκλοι υπήρξαν δριμείς και συνεχείς, μια σχεδόν μόνιμη θαλασσοταραχή σε γενικές γραμμές. Ακριβώς επειδή η Ελλάδα δεν πέτυχε ποτέ γραμμική ανάπτυξη, ο Τάσος Γιαννίτσης οδηγεί τον ενσυνείδητο -πολιτικά- αναγνώστη σε μία (αληθινή, άρα επίπονη) δοκιμασία αυτογνωσίας. Χωρίς αυτήν ο καθηγητής, οικονομολόγος και πρώην υπουργός θεωρεί ίσως ότι η χώρα θα απομακρύνεται από το ζητούμενο: Απρόσκοπτη, αδιατάρακτη ανάπτυξη.

1

Ο δρόμος της αυτογνωσίας

«Αφήσαμε τη φλόγα και προτιμήσαμε τις στάχτες», σημειώνει ο Τάσος Γιαννίτσης παραφράζοντας τον γάλλο πολιτικό και ιδρυτή της L’Humanité Ζαν Ζορέ (Jean Jaurès, 1859-1914).

Η σύγκριση της αρχής και του τέλους αυτής της πορείας των τριάντα πέντε ετών απογοητεύει, αν αναλογιστεί κανείς τη βαθιά χαράδρα που σχηματίστηκε το 2009.

Άρα παραμένει θεμελιώδες ερώτημα να καταλάβει κανείς τι συνέβη, τις ορθολογικές αλλά και παράλογες επιλογές αυτών των χρόνων και το γιατί ακολουθήθηκε ο τάδε δρόμος και όχι ο δείνα.

Και στη συνέχεια σε ό,τι δεν τακτοποιήθηκε στο παρελθόν: Αξιοσημείωτα θεσμικά κενά, αδύναμη παραγωγικότητα και μεγέθυνση, χαμηλό επίπεδο γνώσεων, τεχνολογική υστέρηση, αμφιλεγόμενες κρατικές πολιτικές και μεταπολιτευτική κουλτούρα, υπερχρέωση, εκποίηση γης και ακινήτων για να υπερκεράσει ο πληθυσμός εισοδηματικά κενά και κατανάλωση.

Κοινός παρονομαστής

Η περίοδος που επιλέγει παραμένει πλατιά, αλλά ο Τάσος Γιαννίτσης δεν πλατιάζει. Από αυτόν τον ωκεανό, αναδεικνύει λίγη στεριά. Με απαράμιλλη οξυδέρκεια ανατέμνει τις κορυφογραμμές αυτής της περιόδου με τις υποπεριόδους της. Αναγνωρίζει, δε, ότι υπάρχει ισχυρή συμπληρωματικότητα όμως όχι και επικάλυψη ανάμεσα στα τμήματα αυτά. Ξύνει το λούστρο, κοιτάζει την πραγματική οικονομία, το παραγωγικό σύστημα και τις σχέσεις μεταξύ τμημάτων του (απασχόληση, μισθοί, επενδύσεις, ανταγωνισμός κ.ο.κ). Εξετάζει παράλληλα τα μακροοικονομικά δεδομένα με τη μικροοικονομική διαχείρηση.

Η απαρχή της εκβιομηχάνισης (1953-1974), ο κύκλος της αποβιομηχάνισης (1974-1994), μακροοικονομική σταθεροποίηση, στροφή προς τις υπηρεσίες, παγκοσμιοποίηση/ΟΝΕ (1995-2007), η περίοδος της κρίσης (2009) μέχρι σήμερα.

Μέσα σε αυτά τα εβδομήντα χρόνια υπήρξε ένας κοινός παρονομαστής. Οι κινητήριες δυνάμεις της οικονομίας το 1974, το 1980, το 1989, το 1993 και το 2009 κορυφώνονταν και ύστερα έφθιναν καταλήγοντας σε έντονη καθίζηση. Διότι κάθε φορά δεν επιδιωκόταν πολιτική catch-up, προσέγγιση των «επάνω κοινωνιών», δεν αποτολμιόταν σύγκρουση με την τυφλή αντίσταση inter alia.

Από το 1953 ως το 2023, πέρασαν δύο κύματα διαρθωτικών αλλαγών, το 1960 ως το 1974 (προς την εκβιομηχάνιση) και το 1980 (μεταστροφή στις υπηρεσίες).

Η καινοτομία

Υπάρχει πληθώρα αναλύσεων γύρω από αυτήν την περίοδο. Η συγκεκριμένη θεώρηση όμως δικαιώνει την ύπαρξή της. Η καινοφανής και φίνα ποιότητά της προκύπτει από τη σύλληψη και δομή του υλικού, όπως την προλογίζει ο ίδιος ο συγγραφέας:

«Το εύρος της περιόδου και των αναλύσεων {…} με οδήγησε σε μια εκλεκτική διαδρομή δίνοντας έμφαση σε θέματα που θεώρησα ότι μπορούσα να προσθέσω και όχι να επαναλάβω». Σε κάθε στιγμή της ανάλυσής του, ο Τάσος Γιαννίτσης αναφέρεται επίμονα και ονομαστικές στις πηγές του δημιουργώντας έτσι ζωντανό διάλογο με καίριους αναλυτές ή πρωταγωνιστές της Ιστορίας. Ο αναγνώστης αποκτά συνεπώς μια αίσθηση προοπτικής αλλά και ένα κίνητρο να αναρωτηθεί και ο ίδιος που στέκεται μπροστά σε κάθε γρίφο.

«Η ανάλυση των εξελίξεων» διευκρινίζει ο Τάσος Γιαννίτσης «{…} στηρίζεται στην αρχή ότι ο αναγνώστης έχει κρίση, που θα του επιτρέψει να συναγάγει πολιτικά συμπεράσματα για ό,τι έγινε. Άλλωστε, τα συμπεράσματα δεν είναι ίδια για τον καθένα μας», επισημαίνει ο Τάσος Γιαννίτσης.

Η εμβάθυνση

Παρά την απλωσιά του χρόνου, η εμβάθυνση της ανάλυσης σε κάθε καίριο οικονομικό γεγονός παραμένει εντυπωσιακή. Το κυριότερο, επιτρέπει να δημιουργηθούν συνάψεις και με άλλους τομείς και ιστορικές στιγμές. Όπως για παράδειγμα όταν αναφέρεται στην τεχνολογική και καινοτομική αλλαγή στα μέσα της δεκαετίας του 1980. Η ώθηση -παρατηρεί- δεν συντελείται από κρατικούς φορείς αλλά από το επιχειρηματικό δυναμικό. Προϋποθέτει συσσώρευση ευρύτερων γνώσεων, δημιουργία υποδομών E&A, δομές και δίκτυα πολύ εξειδικευμένων υπαλλήλων, μεταξύ πολλών άλλων. Στην Ελλάδα εκείνης της εποχής, όπως προκύπτει από τις αναφορές του, δεν υπήρχαν αυτές οι συνθήκες. Το τοπίο παρέμενε ισχνό τεχνολογικά και θεσμικά. Ο αναγνώστης δημιουργεί λοιπόν άμεσες αντιστοιχίες με το σήμερα.

Και καταλήγει ο Τάσος Γιαννίτσης, ότι εντούτοις «ορισμένα τμήματα της πολιτικής εκείνης βοήθησαν στην ανάπτυξη μεμονωμένων φορέων ή αποσπασματικών δραστηριοτήτων σε ορισμένα πανεπιστήμια ή φορείς, που στα χρόνια που μεσολάβησαν σημείωσαν επιτυχή εξέλιξη».

Νέα εποχή, νέοι κανόνες

Βέβαια, το αναπτυξιακό πρόβλημα της χώρας πρέπει να το δει κανείς με βάση σημερινούς όρους και μακριά από ξεπερασμένες ιδέες πεθαμένων οικονομολόγων όπως είχε παρατηρήσει ο Κέυνς. Οι όροι του παιχνιδιού έχουν αλλάξει. Μπορεί ορθολογικά να θεωρήσει κανείς την ανάπτυξη σήμερα με τους όρους που τη διέκριναν στο παρελθόν; Ή να συζητάει για επαναβιομηχάνιση της Ελλάδας;

«Το ερώτημα εν μέρει είναι σωστό και εν μέρει λάθος.

Σωστό, γιατί η εμπειρία μέχρι σήμερα έδειξε ότι οι χώρες που πέτυχαν συγκριτικά ικανοποιητικές αναπτυξιακές επιδόσεις, παρά το μικρότερο βάρος της βιομηχανίας τους σε σχέση με το παρελθόν, εξακολουθούν να έχουν μια συγκριτικά ισχυρότερη βιομηχανική βάση απ’ ό,τι η Ελλάδα.

Λάθος, γιατί, πρώτον, ο όρος επαναβιομηχάνιση δεν σημαίνει επιστροφή σε παραγωγικά χαρακτηριστικά προηγούμενων περιόδων εκβιομηχάνισης {…} και, δεύτερον, γιατί ο ρόλος που επιτελούσε η βιομηχανία στις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες έχει περάσει σε σημαντικό βαθμό στις υπηρεσίες», διαπιστώνει ο Τάσος Γιαννίτσης. Σε υπηρεσίες έντασης γνώσεων και τεχνολογίας.

Αποτέλεσμα πολύ αδύναμο

Κατά τον ίδιο, «η κινητήρια δύναμη της ανάπτυξης σήμερα είναι οι τεχνολογίες, οι καινοτομίες, οι γνώσεις, η δημιουργία επιχειρηματικών συνόλων που είναι σε θέση να αξιοποιήσουν τους μοχλούς αυτούς {…}» και η παρουσία ενός κράτους που δημιουργεί τις συνθήκες αυτής της ανάπτυξης και της ισχυροποίησης των δυνατοτήτων αυτών.

Δυστυχώς, «η τεχνολογία και το επίπεδο γνώσεων, σκέψης και αντίληψης αποτελούν το μεγάλο κενό της κοινωνίας μας. Παρ’ όλον ότι σημαντικό τμήμα της κοινωνίας δαπανά και στηρίζει τα παιδιά του στο να αποκτήσουν περισσότερες και καλύτερες γνώσεις για τη ζωή τους, το αποτέλεσμα είναι πολύ αδύναμο, και οπωσδήποτε πολύ πιο αδύναμο απ’ ό,τι σε άλλες συγκρίσιμες χώρες της Ε.Ε.».

Μια ατελής αποτίμηση;

Ο Τάσος Γιαννίτσης όμως στην εξαιρετική και ανιδιοτελή αποτίμησή του δεν ενδιαφέρεται για καταστροφολογία. Εντοπίζει αστοχίες, μόνο για να αναδείξει πιθανές διεξόδους.

Στο πνεύμα της αυτογνωσίας όπως τη διείδε ο Χίλων ο Λακεδαιμόνιος (600-520 π.Χ.), ο Τάσος Γιαννίτσης παραδέχεται ότι όπως και αν αναλύσει τις αβλεψίες αυτής της περιόδου, οι παρατηρήσεις του θα υπολείπονται ενσυναίσθησης. Μοιραία θα στηρίζονται μόνο σε τεχνοκρατικούς και εγκεφαλικούς στοχασμούς. Αυτό δεν σημαίνει ότι οδηγείται σε λανθασμένη εκτίμηση του παρελθόντος, αλλά απλώς σε μια ατελή αποτίμηση.

Το εκκρεμές θυμάμαι – ξεχνάω προχωράει εις το διηνεκές. Ακόμη και στη Βίβλο, όπως διαπιστώνει ο Τάσος Γιαννίτσης, ολόκληρες κοινωνίες ξέχασαν en masse τα αμαρτήματά τους. Υπάρχουν όμως στιγμές που η κοινωνία παγώνει, εξεγείρεται. Πριν από την επανάσταση, προτού μια ολόκληρη χώρα αρχίζει να στριγκλίζει, «πρέπει να ουρλιάξουμε για να ακουστούμε;», αναρωτιέται ο Τάσος Γιαννίτσης (μαζί με τον Γκέρχαρντ Φάλκνερ).

Ψίθυρος πιο ισχυρός από κραυγή το τελευταίο του βιβλίο.

Πληροφορίες

Τάσος Γιαννίτσης

Ελλάδα 1953 – 2024

Χρόνος και Πολιτική Οικονομία

Εκδόσεις Πατάκη

Μάιος 2025

σελίδες 398