Στο Κολωνάκι, στον ήσυχο δρόμο της Λυκαβηττού, είναι σαν να χωρά ολόκληρη η ελληνική οικονομία (ή μάλλον η αθέατη πλευρά των deals), εκεί όπου φτάνουν τα συμβόλαια πριν υπογραφούν, τα επιχειρηματικά σχέδια πριν δημοσιοποιηθούν, οι αγοραπωλησίες πριν ανακοινωθούν.

Κι όλα αυτά χάρη σε έναν άνθρωπο που γνώρισε την Ελλάδα πριν και μετά τη μεγάλη κρίση, που πέρασε από τα πρώτα κύματα ιδιωτικοποιήσεων και πλέον μπορεί να υπερηφανεύεται ότι η εταιρεία του, αλλά και ο ίδιος προσωπικά με το ιδιαίτερο στυλ και τη βαθιά νομική επάρκεια σε θεωρητικό αλλά και πρακτικό επίπεδο, είναι σύμβολο μιας εποχής επιχειρηματικών μεταβάσεων, επενδύσεων, υποδομών και μεγάλων αποφάσεων.

1

Ο Παναγιώτης Μπερνίτσας δεν χρειάζεται εισαγωγές. Το 2025 η δικηγορική εταιρεία του, η Bernitsas Law, βρέθηκε πίσω από συναλλαγές συνολικής αξίας 1,7 δισ. ευρώ. Deals που άλλαξαν χέρια εταιρειών, δομές ομίλων, ισορροπίες στην αγορά. Δεν πρόκειται για απλές συμβουλευτικές υπηρεσίες, αλλά για πολύπλοκα εγχειρήματα όπου εμπλέκονται διεθνείς επενδυτές, ρυθμιστικές αρχές, διαφορετικά νομικά πλαίσια και κυρίως τεράστια οικονομικά ρίσκα.

Ποιος είναι ο άνθρωπος πίσω από όλα αυτά; Πώς φτάνει ένας Έλληνας δικηγόρος να αγγίζει σχεδόν κάθε κομβική συναλλαγή των τελευταίων δεκαετιών; Και κυρίως, πώς διατηρείται σε αυτή τη θέση επί 42 χρόνια, έχοντας διαμορφώσει ιστορικά κομμάτια της ελληνικής αγοράς και των υποδομών;

Ο δικηγόρος ως στρατηγικός συνεργάτης στις κρίσιμες συναλλαγές

Η εικόνα του Μπερνίτσα στον διάδρομο της Λυκαβηττού είναι χαρακτηριστική. Πίσω από το σήμα – κατατεθέν του, τα κόκκινα γυαλιά του, βρίσκεται ένα βλέμμα που «σκανάρει» τη μεγάλη εικόνα.

Και αυτό επειδή δεν τον ενδιαφέρει μόνο το νομικό κομμάτι μιας συναλλαγής. Τον ενδιαφέρει τι σημαίνει αυτό το deal για την αγορά, για τους εργαζομένους, για τον κλάδο, για το επενδυτικό κλίμα της χώρας.

Γι’ αυτό και οι άνθρωποι γύρω του τον περιγράφουν ως εκείνον που βλέπει το πρόβλημα πριν καν υπάρξει και γίνεται ο αρχιτέκτονας της λύσης πριν καν αυτή χρειαστεί. Ένας γνήσιος, δηλαδή, corporate δικηγόρος.

Αυτή η προσέγγιση δεν προέκυψε τυχαία. Με εμπειρία που ξεπερνά τα 40 χρόνια, ο Παναγιώτης Μπερνίτσας έχει βρεθεί σε κάθε πλευρά του τραπεζιού: σε κρίσιμες συναλλαγές, σε συμβουλευτικές αποστολές, αλλά και σε απαιτητικές δικαστικές μάχες. Θεωρείται από τους πλέον έγκριτους νομικούς στο ευρωπαϊκό δίκαιο, τον ανταγωνισμό και την αντιμονοπωλιακή νομοθεσία, ενώ έχει εκπροσωπήσει πελάτες σε περίπλοκες αστικές και διοικητικές υποθέσεις ενώπιον τακτικών και διαιτητικών δικαστηρίων.

Διευθύνων εταίρος μιας εταιρείας που σταθερά βρίσκεται στην κορυφή των διεθνών οδηγών – και ο ίδιος μέλος του Hall of Fame του Legal 500 – συνδυάζει τη μακρά πρακτική εμπειρία με ακαδημαϊκή γνώση, ένας σπάνιος συνδυασμός για τα ελληνικά δεδομένα. Δίδαξε ως Αναπληρωτής Καθηγητής στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, ενώ έχει διατελέσει διαιτητής στο Διεθνές Εμπορικό Επιμελητήριο (ICC), σε διαδικασίες όπου η λεπτομέρεια συχνά καθορίζει εκατομμύρια.

Ως ειδικός στα έργα παραχώρησης, στις ιδιωτικοποιήσεις και στις επενδύσεις, έχει παίξει ρόλο-κλειδί σε συμφωνίες ενέργειας, υποδομών, real estate και φορολογικών θεμάτων, πεδία όπου οι νομικές ρήτρες δεν είναι απλώς τεχνικές, αλλά καθορίζουν ολόκληρες αγορές. Χαρακτηριστικό είναι, άλλωστε, ότι έχει κληθεί πολλές φορές να συμβουλεύσει και την ελληνική κυβέρνηση σε ζητήματα Ευρωπαϊκής Ένωσης, κρατικών ενισχύσεων και ιδιωτικοποιήσεων.

Από τις πρώτες παραχωρήσεις έως τα M&A των μεγάλων ομίλων

Πριν φτάσουμε στα σύγχρονα deals του 1,7 δις, υπάρχει μια ιστορία που εξηγεί το παρόν.
Ο Μπερνίτσας βρίσκεται πίσω από έργα και συναλλαγές που καθόρισαν όχι μόνο επιχειρηματικούς τομείς, αλλά και το ίδιο το αναπτυξιακό μοντέλο της χώρας.

Ήταν εκεί όταν η Ελλάδα εισερχόταν στις εποχές των μεγάλων παραχωρήσεων:
Η Γέφυρα Ρίου–Αντιρρίου το 2004 δεν ήταν απλώς ένα έργο υποδομής. Ήταν ένα πολυεπίπεδο συμβόλαιο που συνέδεε το ελληνικό δημόσιο, διεθνείς κατασκευαστές, χρηματοδοτικούς οργανισμούς και διάφορες έννομες τάξεις. Στη συμβουλευτική του έργου συμμετείχαν οι μεγαλύτερες τότε δικηγορικές της Αθήνας αλλά και του Λονδίνου, με τη Bernitsas Law να αποτελεί μία από αυτές.

Κομβικό ρόλο διαδραμάτισε και το 2009, στην ιδιωτικοποίηση της Ολυμπιακής, μία από τις πιο φορτισμένες και σύνθετες υποθέσεις του ελληνικού Δημοσίου που απαιτούσε λεπτούς χειρισμούς, αλληλεπίδραση με ευρωπαϊκούς κανόνες κρατικών ενισχύσεων και εξαιρετικά υψηλό βαθμό τεχνικής ακρίβειας.

Το 2013, όταν οι ελληνικές τράπεζες δοκιμάζονταν και καλούνταν να διαβούν το απρόβλεπτο τούνελ της ανακεφαλαιοποίησης μέσω του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, το νομικό κομμάτι της διαδικασίας ήταν πρωτόγνωρο. Κανονιστικά πλαίσια που άλλαζαν, εποπτικές απαιτήσεις που έρχονταν από διαφορετικές κατευθύνσεις, επενδυτές που έπρεπε να πειστούν ότι υπάρχει μέλλον. Η Bernitsas Law συμμετείχε σε αυτή τη δύσκολη εξίσωση, συμβουλεύοντας το Ταμείο σε ένα περιβάλλον όπου κάθε μέρα άλλαζε το σενάριο και κάθε βήμα απαιτούσε σταθερότητα και αυτοπεποίθηση.

Ακολούθησαν έργα που πρωταγωνίστησαν στην επόμενη σελίδα της χώρας. Ο αυτοκινητόδρομος Κορίνθου–Πατρών το 2016, ένα έργο που έπρεπε να ξαναστηθεί ύστερα από χρόνια καθυστερήσεων, και η διασύνδεση φυσικού αερίου Ελλάδας–Βουλγαρίας το 2017, που έφερε νέα δυναμική στην ενεργειακή αγορά της περιοχής. Και στα δύο, η εταιρεία βρέθηκε στην όχι τόσο προβεβλημένη, αλλά καθοριστική πλευρά της διαδικασίας: στα συμβόλαια, στις παραχωρήσεις, στις ρυθμίσεις που κάνουν τα μεγάλα έργα να κινούνται χωρίς θόρυβο προς τα μπρος.

Από τότε μέχρι σήμερα, το τοπίο αλλάζει μέρα με τη μέρα. Οι συναλλαγές αποκτούν ολοένα περισσότερο διεθνή χαρακτήρα, οι απαιτήσεις των έργων γίνονται πολυπλοκότερες, οι επενδυτές πιο σχολαστικοί. Και κάπως έτσι, φτάσαμε στο 2025, μία από τις καλύτερες χρονιές για τις εξαγορές και τις συγχωνεύσεις στην Ελλάδα, όπου η Bernitsas Law βρέθηκε πίσω από συναλλαγές σχεδόν 2 δις.

Οι συναλλαγές που κυριάρχησαν το 2025

Το 2025 η Bernitsas Law βρέθηκε στην καρδιά μιας σειράς εξαγορών και συγχωνεύσεων που δεν ήταν απλώς μεγάλες, αλλά καθόρισαν το momentum της ελληνικής οικονομίας και ως εκ τούτου κυριάρχησαν στη δημόσια συζήτηση.

Η μεταβίβαση της Εθνικής Ασφαλιστικής στην Πειραιώς ήταν από εκείνες τις συναλλαγές που, όσο κι αν μοιάζουν ως μια απλή μεταβίβαση, στην πραγματικότητα απαιτούν πολύ προσεκτικό σχεδιασμό κινήσεων, με ένας από τους παλαιότερους ασφαλιστικούς θεσμούς της χώρας να περνάει κάτω από την ομπρέλα ενός από τους μεγαλύτερους τραπεζικούς ομίλους. Η αποτίμηση έφτασε περίπου τα 600 εκατομμύρια ευρώ, όμως το κυριότερο ήταν ότι η συναλλαγή χρειάστηκε να περάσει από το μικροσκόπιο της Τράπεζας της Ελλάδος και της Επιτροπής Ανταγωνισμού, με την τελευταία, τον Αύγουστο, να δίνει το πράσινο φως κρίνοντας ότι η είσοδος της τράπεζας στον ασφαλιστικό χώρο δεν θα δημιουργήσει στρεβλώσεις.

Αντίστοιχα, η ιστορία της Hellenic Healthcare Group – με τα νοσοκομεία, τα διαγνωστικά κέντρα και το δίκτυο υπηρεσιών υγείας που αγγίζει χιλιάδες ασθενείς – πέρασε σε διεθνή τροχιά. Η PureHealth από τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα αποφάσισε να αποκτήσει τον έλεγχο του 60% της HHG, σε μια συμφωνία που άγγιξε τα 800 εκατομμύρια ευρώ. Το κρίσιμο στοιχείο εδώ, όπου η συμβολή του δικηγόρου είναι πάντα καθοριστική, είναι ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κλήθηκε να εξετάσει αν μια τέτοια είσοδος στην ελληνική αγορά υγείας θα άλλαζε τις ισορροπίες. Τελικά, έκρινε ότι ο κλάδος παραμένει ανοικτός και ότι η συναλλαγή μπορεί να προχωρήσει. Έτσι, ένα καθαρά ελληνικό σχήμα εντάχθηκε σε έναν διεθνή όμιλο, σε ένα περιβάλλον που γίνεται ολοένα πιο απαιτητικό για τις υπηρεσίες υγείας.

Κομβική, βεβαίως, ήταν και η εξαγορά της Dodoni που άλλαξε χέρια από τη Vivartia στη Hellenic Dairies, σε μια αγοραπωλησία που αποτιμάται κοντά στα 200 εκατομμύρια ευρώ. Εκεί, το ζήτημα δεν ήταν μόνο η επιχειρηματική συμφωνία, αλλά και το τι σημαίνει αυτή η μεταβίβαση για εκατοντάδες παραγωγούς, για εξαγωγικές αγορές, για ολόκληρη την αλυσίδα της ελληνικής γαλακτοβιομηχανίας, με την Αρχή Ανταγωνισμού και τη συναφή προετοιμασία που απαιτούνταν για το κρίσιμο αυτό βήμα να αποτελεί το κλειδί για την ολοκλήρωση του deal.

Πέρα όμως από τις μεγάλες συναλλαγές που έκλεψαν τα φώτα της δημοσιότητας, υπάρχει και ένας δεύτερος κύκλος deals – εξίσου σύνθετων – που δεν έγιναν πρωτοσέλιδα, αλλά δείχνουν καθαρά τη θέση της Bernitsas Law στο επιχειρηματικό οικοσύστημα της χώρας.

Ορισμένες από αυτές είχαν περισσότερο τον χαρακτήρα υποδομής εις βάθος. Όπως η διάθεση του 10% της Εθνικής Τράπεζας από το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητος, μια συναλλαγή που σηματοδότησε την οριστική μετάβαση του τραπεζικού συστήματος στην επόμενη ημέρα, σε περιβάλλον πλήρους ιδιωτικοποίησης. Ή η χρηματοδότηση του αυτοκινητοδρόμου Μαλλιακός–Κλειδί, όπου η νομική δουλειά ήταν κομμάτι της μηχανικής ενός έργου που συνδέει περιοχές και οδικά δίκτυα.

Άλλες κινήθηκαν στον κύκλο της τεχνολογίας και της ανάπτυξης. Η εξαγορά της Entersoft από την Olympia Group έφερε την εταιρεία στο επίκεντρο των μεγάλων κινήσεων του ελληνικού οικοσυστήματος software, σε ένα περιβάλλον όπου η νομική υποστήριξη πρέπει να συμβαδίζει με τις ταχύτητες της τεχνολογίας.

Κι αυτό είναι τελικά που περιγράφει τον άνθρωπο και την εταιρεία πίσω από συναλλαγές τέτοιου εύρους.

Η υπενθύμιση ότι η νομική γνώση, όταν αγγίζει την οικονομία, γίνεται εργαλείο αλλαγής. Ότι οι συναλλαγές δεν είναι αριθμοί αλλά ιστορίες ανθρώπων, εταιρειών, αγορών. Ότι η Ελλάδα μπορεί να σταθεί στο διεθνές επενδυτικό σκηνικό, αρκεί να υπάρχουν άνθρωποι που ξέρουν να τη συνοδεύουν θεσμικά και στρατηγικά.

Και ο άνθρωπος πίσω από τα deals των 1,7 δισ. είναι ακριβώς αυτός: ένας νομικός που, επί τέσσερις δεκαετίες, κινεί τα νήματα χωρίς να χρειάζεται ποτέ να φαίνεται στο προσκήνιο.