Ο Ζόραν Μαμντάνι είναι το πρόσωπο που συγκεντρώνει τα βλέμματα στη Νέα Υόρκη, καθώς οι κάτοικοι θα προσέλθουν στις κάλπες για να επιλέξουν δήμαρχο. Μιλά για τα ακριβά ενοίκια, την πείνα, τις διακρίσεις και την καθημερινότητα όσων μοιάζουν «ξένοι». Είναι ένας πολιτικός που, έχοντας ζήσει σε υποβαθμισμένες γειτονιές, γνωρίζει τη φτώχεια. Ταυτόχρονα διαθέτει την παιδεία για να την αναλύσει, να την κρίνει και να την πολεμήσει. Παρά τη νεαρή του ηλικία, θεωρείται φαβορί στην εκλογική αναμέτρηση της επόμενης εβδομάδας..
Μεγαλωμένος ανάμεσα στην Ινδία και την Ουγκάντα, ο Μαμντάνι διαμόρφωσε την κοσμοπολίτικη του συνείδηση σε ένα περιβάλλον όπου η πολιτική και η τέχνη ήταν τρόπος ζωής. Η μητέρα του, Μίρα Νάιρ, σκηνοθέτησε ταινίες όπως το Salaam Bombay! και το Monsoon Wedding, που εστιάζουν στις κοινωνικές ανισότητες. Ο πατέρας του, Μαχμούντ Μαμντάνι, καθηγητής στο Columbia University, είναι από τους κορυφαίους μελετητές της μετα-αποικιοκρατίας. Όταν ο Ζόραν εγκαταστάθηκε στις ΗΠΑ, έφερε μαζί του την ευαισθησία ενός προβληματισμένου πολίτη του κόσμου.
Σπούδασε στο Bowdoin College της Νέας Αγγλίας, όπου ήρθε σε επαφή με τον σοσιαλισμό, την εποχή που η ρητορική του Μπέρνι Σάντερς άρχιζε να τραβά ξανά το ενδιαφέρον των νέων. Δούλεψε ως οδηγός ταξί, οργανώθηκε στα σωματεία και το 2020 εξελέγη στη Βουλή της Πολιτείας της Νέας Υόρκης, νικώντας έναν ισχυρό Δημοκρατικό αντίπαλο. Από τότε έχει καταθέσει 20 νομοσχέδια, εκ των οποίων τρία έχουν ήδη γίνει νόμοι.
Ο λόγος του συνδυάζει την ακρίβεια του οικονομολόγου με τη συναισθηματική δύναμη του ακτιβιστή. Μιλά για τη στέγαση ως ανθρώπινο δικαίωμα, για τις μεταφορές ως δημόσιο αγαθό και για την υγεία ως συλλογική ευθύνη. Η εκστρατεία του δεν στηρίζεται σε μεγάλους χρηματοδότες ή κομματικούς μηχανισμούς. Αντίθετα, βασίζεται σε εκατοντάδες εθελοντές: φοιτητές, μετανάστες, ενοικιαστές, που χτυπούν πόρτες στο Κουίνς και στο Μπρονξ. Ο ίδιος βρίσκεται καθημερινά στους δρόμους, συμμετέχει σε συνελεύσεις, συζητά για το μετρό, τα ενοίκια και τις τιμές των τροφίμων. Είναι μια πολιτική που μοιάζει ξεχασμένη στην εποχή των social media. Κι όμως, αποδεικνύεται αποτελεσματική. Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν σταθερή άνοδο, με ιδιαίτερη απήχηση στους νέους και στις μειονότητες.
Η παραδοσιακή κομματική μηχανή των Δημοκρατικών τον αντιμετωπίζει με αμηχανία. Τον χρειάζονται για να κινητοποιήσει ένα κοινό που συνήθως απέχει, αλλά τον φοβούνται γιατί δεν ελέγχεται. Ο Μαμντάνι δεν συνοδεύεται από φρουρά, δεν φωτογραφίζεται με δισεκατομμυριούχους. Προτιμά να συνομιλεί με νοσηλεύτριες και μικροεπαγγελματίες μετανάστες. Αν επιβεβαιώσει την επιτυχία του στις κάλπες, θα πρόκειται για μια πολιτισμική τομή. Για πρώτη φορά, ένας μουσουλμάνος, γιος μεταναστών, με ανοιχτά σοσιαλιστική ταυτότητα, θα αναλάβει ηγετικό ρόλο στη μεγαλύτερη πόλη των ΗΠΑ.
Ο Μαμντάνι αποφεύγει τις προσωπικές επιθέσεις. Όταν ρωτήθηκε για τους επικριτές του, απάντησε: «Αν θέλουν να με πολεμήσουν, θα πρέπει πρώτα να περπατήσουν στους δρόμους που περπατάω κάθε μέρα». Η φράση έγινε σύνθημα στα κοινωνικά δίκτυα, για την αυθεντικότητά της. Εκτός από την παραδοσιακή μέθοδο με το πόρτα-πόρτα, έχει και μια καταπληκτική καμπάνια στα σόσιαλ μίντια, με όλα τα τρεντς και την αισθητική που απαιτούν οι καιροί.
Αν επικρατήσει, θα σηματοδοτήσει μια στροφή της Νέας Υόρκης προς μια πολιτική που υπερασπίζεται τα κοινά αγαθά αντί για «επενδυτικά projects». Θα είναι μια υπενθύμιση ότι η πόλη που γέννησε τη Γουόλ Στριτ δεν πρέπει να ξεχνά εκείνους που καθαρίζουν τα γραφεία της. Όπως λένε οι υποστηρικτές του: «Δεν θέλουμε να καταργήσουμε τον καπιταλισμό. Θέλουμε να σταματήσει να μας καταργεί εκείνος».
Ο μοναδικός του αντίπαλος καλείται να αντιμετωπίσει μια ολόκληρη κοινωνική κουλτούρα. Το δίκτυο των δημοκρατικών σοσιαλιστών στη Νέα Υόρκη είναι ενεργό και πολυεθνικό. Από το Queens ως το Brooklyn, νέοι υποστηρικτές δίνουν φωνή σε μια νέα κανονικότητα που χτίζεται μήνα με τον μήνα. Η περίπτωση του Μαμντάνι θυμίζει, σε τοπική κλίμακα, την επίδραση του Σάντερς σε εθνικό επίπεδο: μια μετατόπιση του πολιτικού φάσματος προς τα αριστερά, όχι από ιδεολογική νοσταλγία, αλλά από κοινωνική ανάγκη.
Στην Αμερική των χρεωμένων φοιτητών, των χαμένων ενοικιαστών και των εργαζομένων χωρίς ασφάλεια, έννοιες όπως «δημόσιο», «δικαίωμα» και «αξιοπρέπεια» αποκτούν ξανά πολιτική σημασία. Ο Μαμντάνι είναι το πρόσωπο αυτής της μετατόπισης. Και για πρώτη φορά μετά από δεκαετίες, οι δημοτικές εκλογές της Νέας Υόρκης δεν είναι βαρετές.
Η δυναμική του είναι τέτοια που πολλοί αναλυτές προβλέπουν ιστορική ανατροπή. Ένας μουσουλμάνος, πρώτης γενιάς μετανάστης, με σαφή σοσιαλιστική ταυτότητα, βρίσκεται πιο κοντά από ποτέ στο να κυβερνήσει τη μεγαλύτερη πόλη των ΗΠΑ. Για τους υποστηρικτές του, αυτή η νίκη δεν είναι μόνο πολιτική, είναι απόδειξη ότι η Αμερική μπορεί ακόμη να αλλάζει εκ των έσω.
Πέρα από τα σύμβολα, η ουσία είναι πρακτική. Ο Μαμντάνι προτείνει δημόσια επένδυση στις κοινωνικές κατοικίες, ενίσχυση των συγκοινωνιών και ανακατανομή των δημοτικών πόρων υπέρ των φτωχότερων συνοικιών. Αρνείται τις φοροελαφρύνσεις στους εργολάβους και ζητά πλαφόν στις αυξήσεις ενοικίων. Μιλά για τον προϋπολογισμό όπως άλλοι μιλούν για την ηθική. Και κερδίζει, γιατί ο κόσμος καταλαβαίνει ότι η πολιτική του δεν είναι θεωρητική, είναι βιωματική.
Εάν εκλεγεί, η Νέα Υόρκη θα έχει για πρώτη φορά δήμαρχο που γνωρίζει τη μετανάστευση όχι από στατιστικές, αλλά από μέσα. Θα έχει έναν ηγέτη που δεν φοβάται να δηλώσει σοσιαλιστής, αλλά που κατανοεί τη σημασία των συμβιβασμών. Και θα έχει, ίσως, μια ευκαιρία να ξανασυνδεθεί με τις γειτονιές της, εκεί όπου κάποτε χτυπούσε η καρδιά της πόλης.
Να πούμε όμως ότι έχει κάνει δηλώσεις που δεν μπορούν να αγνοηθούν. Έχει κατηγορηθεί για αντισημιτισμό όπως και για μονομέρεια στο ζήτημα της Γάζας και τη Μέσης Ανατολής, Αυτά τα ζητήματα δημιουργούν προβλήματα στην εικόνα του ειδικά σε μια πόλη με πολυπληθή εβραϊκό πληθυσμό.
Σε μια εποχή πολιτικής κόπωσης, ο Ζόραν Μαμντάνι ενσαρκώνει κάτι σπάνιο: την επιστροφή του νοήματος στην πολιτική. Δεν προβάλλει τον εαυτό του ως μεσσία, αλλά ως έναν ακόμη πολίτη που αποφάσισε να μην αποδεχτεί την αδικία ως φυσικό νόμο. Αν τελικά κερδίσει, θα το κάνει όχι επειδή το σύστημα τον ανέχτηκε, αλλά επειδή η πόλη τον πίστεψε.