
Τρία είναι τα κρίσιμα ερωτηματικά που απασχολούν τον πολιτικό κόσμο στις ημέρες μας. Οι πολίτες δεν νομίζω ότι ενδιαφέρονται και πολύ – μόνο έτσι και το φέρει η συζήτηση. Γι’ αυτούς η προσοχή είναι επικεντρωμένη στις αποφάσεις και — ακόμη περισσότερο—στις πράξεις της κυβέρνησης. Η οποία, με την ευκαιρία, πρέπει να υπερβεί την αυξημένη δυσπιστία των πολιτών όχι ως προς τη νομοθέτηση αλλά ως προς την αποτελεσματική εφαρμογή της. Διαχρονικό το πρόβλημα, δεν λέω, αλλά είπαμε: από αυτήν την κυβέρνηση ο πολίτης περιμένει πολλά. Γι’ αυτήν την κυβέρνηση ο πήχης είναι πολύ ψηλά. Ευχή και κατάρα μαζί.
Το πρώτο, και λιγότερο σημαντικό για τώρα, ερώτημα είναι αν θα ανακάμψει το ΠΑΣΟΚ με την παρούσα ηγεσία του. Στα συν υπολογίζεται η σκληρή δουλειά που κάνουν πολλά στελέχη στο σχεδιασμό και κατάθεση προτάσεων πολιτικής. Η παρουσία της Άννας Διαμαντοπούλου δεν περνά απαρατήρητη στον τομέα αυτόν. Στα πλην συνυπολογίζονται η προσωπικότητα του προέδρου, η ιδεολογική σύγχυση, οι ενδοκομματικές τριβές, οι προσωπικές αντιθέσεις. Η «εξάρτηση» του ΠΑΣΟΚ από την πορεία της Πλεύσης Ελευθερίας όσο κι αν φαντάζει περιστασιακή λόγω των ειδικών καταστάσεων (μονοθεματικό κόμμα, έλλειψη προγράμματος, εισαγγελικό προφίλ) που διέπουν την Πλεύση, δεν λογίζεται στα συν. Αν, δηλαδή, το ΠΑΣΟΚ του Νίκου Ανδρουλάκη είναι τόσο δημοσκοπικά ευάλωτο απέναντι στην Πλεύση Ελευθερίας της Ζωής Κωνσταντοπούλου, τότε τι εχέγγυα διακυβέρνησης μπορεί πραγματικά να προσφέρει; Έτσι, στην παρούσα φάση του, το ΠΑΣΟΚ πολύ απέχει από το να θεωρηθεί κόμμα κυβέρνησης.
Το δεύτερο και κάπως πιο σημαντικό ερώτημα είναι αν ο Αλέξης Τσίπρας θα επανέλθει( κι αν ναι με ποιο όχημα) στην πολιτική σκηνή; Εξ ορισμού είναι δύσκολο να θεωρήσει ο πολίτης πως τελείωσε η πολιτική καριέρα ενός νέου ανθρώπου που πήρε ένα κόμμα από περίπου το 5% και το έκανε κυβέρνηση, υπερπηδώντας διασπάσεις, μνημόνια, δημοψηφίσματα. Παράλληλα, όμως, φέρει τα βαρίδια του αχρείαστου μνημονίου, της αδυναμίας να αντιμετωπίσει τις χρόνιες αδυναμίες του ελληνικού κράτους και της αποτυχίας σε τρεις εκλογικές αναμετρήσεις. Το rebranding που επιχειρείται αφορά τον ίδιο και την κληρονομιά του—σε κανένα βαθμό δεν (συγ)καλύπτει πρώτα τις αποτυχίες και, το κυριότερο, την ευρύτερη αδυναμία της σοσιαλδημοκρατίας να αρθρώσει φρέσκια, εφικτή, σύγχρονη πρόταση εξουσίας.
Γράφεται, μάλλον πολύ σωστά, ότι δεν θα κάνει καμία κίνηση πριν τις εκλογές του 2027. Πρόκειται για κάπως βεβιασμένη προσέγγιση. Αν ο Μητσοτάκης κερδίσει 3η τριετία με αυτοδυναμία, το μόνο ρόλο που θα έχει να παίξει ένα νέο σχήμα υπό τον Αλέξη Τσίπρα θα είναι να εμφανιστεί ως η αναπόφευκτη πλέον διάδοχος κατάσταση μετά τη Ν.Δ. Αυτό προϋποθέτει πως θα είναι στην Βουλή, θα έχει επιτελείο και θα έχει ετοιμάσει σχέδιο. Το 2030/31 είναι πολιτικά πολύ μακριά από το 2023, οπότε τότε ίσως να υπάρξει ρόλος για τον Αλέξη Τσίπρα. Τότε, όμως.
Αν ο Μητσοτάκης είναι πρώτο κόμμα αλλά χωρίς αυτοδυναμία, τότε αντίθετα με ότι κατά καιρούς αναφέρεται, ο Αλέξης Τσίπρας δεν θα έχει εύκολο ρόλο να παίξει. Θα πρέπει να προσπαθήσει να σπρώξει στο περιθώριο όλους τους υπάρχοντες και εκκολαπτόμενους ηγέτες, να χρησιμοποιήσει παλιά, φθαρμένα υλικά, να συνθέσει ένα υβριδικό πρόγραμμα κυβέρνησης και να έρθει σε συνεννόηση με τον Κυριάκο Μητσοτάκη—τον μεγαλύτερο εχθρό του. Η εξίσωση δεν λύνεται.
Αν η Ν.Δ. δεν κερδίσει την πρώτη θέση, τότε η λογική λέγει ότι το ΠΑΣΟΚ θα είναι πρώτο. Συγκατοίκηση Ανδρουλάκη-Τσίπρα δεν είναι όμως εύκολο να επιτευχθεί – ιδιαίτερα σε επίπεδο αρχηγίας. Εξάλλου, η εκτίμηση που προηγήθηκε για το ΠΑΣΟΚ δεν θεωρεί πιθανή (αν δεν αποκλείει) μία τέτοια έκβαση. Εν κατακλείδι: η επαναφορά του Αλέξη Τσίπρα στην πολιτική σκηνή μπορεί να συμβεί, αλλά οι ενδείξεις δεν την φέρνουν πριν το 2030.
Το τρίτο ερώτημα αφορά τον Αντώνη Σαμαρά. Η φαντασίωση είναι πως υπό την ηγεσία του θα ενωθεί η παραδοσιακή δεξιά. Δεν είναι ακριβής ο παραλληλισμός που κάνω, αλλά αυτό απέτυχε με το πείραμα Αβέρωφ. Ούτε για μαγείας θα φύγουν όλοι οι οπαδοί από τον Βελόπουλο, την Λατινοπούλου και τα άλλα ουσιαστικά ανύπαρκτα μικρό-σχήματα. Ούτε ο Σαμαράς είναι άλλος καβαλάρης πάνω στ’ άλογο να ενώνει τους δεξιούς. Ο Αντώνης Σαμαράς μπορεί να προτάξει την αντί-woke ατζέντα, αλλά η όποια πολιτική ισχύς και απήχηση του του έχει έντονα σημάδια σωβινισμού, που μπορεί να προκαλούν ρίγη ενθουσιασμού σε μερικούς, αλλά δύσκολα θα ριψοκινδυνεύσει ο σημερινός Έλληνας πολίτης θερμή σύγκρουση με την Τουρκία.
Ο Ερντογάν, εξάλλου, αντίθετα με πολλά που γράφονται δεν διανύει την καλύτερη εποχή του. Εσωτερικά έχει χάσει την στήριξη του. Πολιτικά επιζεί επειδή ελέγχει ένα απόλυτα αυταρχικό σύστημα. Αμυντικά, η Ε.Ε. τον χρειάζεται ουσιαστικά μόνο για τα drones. Πολιτικά, η Τουρκία δεν θα μπει ποτέ στην Ε.Ε.—πολύ περισσότερο στο ευρώ. Στρατηγικά, άκριτα υιοθετώντας τα λάθη του Τραμπ, θα είναι αυτός που στα χέρια του θα σκάσει η τεράστια βόμβα της Συρίας. Το Ισραήλ δεν θα πάψει ποτέ να τον βλέπει ως εχθρό. Η δε εύνοια της Αμερικής του Τραμπ είναι έπεα πτερόεντα. Γιατί να εμπλακεί η Ελλάδα σε μία διαμάχη όπου ο αντίπαλος βαίνει προς την δυσμένεια και πτώση; Το ξεσήκωμα για την εξωτερική πολιτική δεν κερδίζει εκλογές – εκτός κι αν πρόκειται για εθνική καταστροφή.
Μπορεί να δοκιμάσει για μία ακόμη φορά να συγκρουστεί με τη Ν.Δ. του Κυριάκου Μητσοτάκη. Ποτέ δεν θα μπορέσει, όμως, να ξεφύγει ούτε από 1993 όταν πρόωρα έκοψε την πορεία εκσυγχρονισμού του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, ούτε από το 2012 που πρόωρα έριξε την κυβέρνηση Παπαδήμα, στράφηκε κατά των μνημονίων, επιτάχυνε την άνοδο Τσίπρα και έμμεσα χρεώνεται το αχρείαστο μνημόνιο.
ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΣΗΜΕΡΑ
- Γιάννης Βασιλάκος: Από την Κωτσόβολος στο «τιμόνι» της Fourlis – Το παρασκήνιο της ηχηρής μεταγραφής
- Δ. Γιαννακόπουλος (ΒΙΑΝΕΞ): Παγκόσμιος «παίκτης» στην παραγωγή ηπαρινών – Η συνεργασία με τη LEO
- Fenx: Ο καλλιτέχνης που ζωγραφίζει τη σιωπή του δρόμου με τα χρώματα του φωτός
- Η διεύρυνση εφαρμογής των έμμεσων τεχνικών ελέγχου από τις φορολογικές αρχές
