• Κοινωνία

    Συνεχίζεται η δίκη για το Μάτι: Πώς βρήκε το απανθρακωμένο σώμα της συντρόφου του

    Καμένα αυτοκίνητα στο Μάτι


    Πέντε μέρες μετά τη φονική πυρκαγιά στο Μάτι κατάφερε να εντοπίσει το απανθρακωμένο σώμα της συντρόφου του. Η Στέλλα βρέθηκε στο οικόπεδο Φράγκου, με άλλους που ξεψύχησαν αβοήθητοι.

    Τις ώρες της φωτιάς και την επομένη, ο Άρης Γρεκιώτης έψαχνε μόνος να βρει τη σύντροφό του. Στη διαδρομή πέρασε πάνω από άλλους απανθρακωμένους ανθρώπους, διέσωσε με βάρκα εγκαυματία που «δεν ήξερε από πού να τον πιάσει» γιατί ήταν παντού καμένος και αντίκρισε πάνω στα βράχια το άψυχο κορμάκι της μικρούλα Εβίτας Φύτρου.

    Η κατάθεση και αυτού του διασωθέντα στη δίκη των 21 κατηγορουμένων για την ανείπωτη τραγωδία έφερε δάκρυα στα μάτια όσων την παρακολούθησαν. Η προσπάθεια διάσωσης του ζευγαριού άρχισε από το σπίτι τους:

    «Πήραμε 2-3 πράγματα και βγήκαμε έξω. Η μηχανή μου ήταν προς Ραφήνα, το αμάξι της Στέλλας ήταν παρκαρισμένο προς τη Νέα Μάκρη. Δεν βλέπαμε στο 1,5 μέτρο. Πήρα τη μηχανή και πήγα προς το Κόκκινο Λιμανάκι που είχαμε δώσει ραντεβού. Την παίρνω τηλέφωνο εφτά παρά δυο λεπτά το απόγευμα. Μου απάντησε ότι άφησε το αμάξι. Ότι έχει φοβερή φωτιά. Μετά, την έπαιρνα, καλούσε αλλά δε μου απάντησε. Σκέφτηκα ότι θα έτρεχε και δεν μπορούσε να απαντήσει. Καθώς ήμουν στο Κόκκινο Λιμανάκι είδα 2-3 δέντρα να φουντώνουν. Τα αυτοκίνητα είχαν μπλοκάρει.

    Άφησα τη μηχανή μου και σκέφτηκα να την ψάξω μέσα από τα βράχια και τη θάλασσα. Φτάνοντας στη Δημοκρατίας και Παύλου Μελά τρελάθηκα γιατί έστω κι ένας αστυνομικός να υπήρχε εκείνη την ώρα να μην αφήνει τα αμάξια να μπαίνουν προς το Μάτι, θα είχαν φύγει όλα τα αυτοκίνητα και δεν θα καιγόταν κόσμος Ανεβαίνοντας στα βράχια με αέρα, λάβα και φωτιά έφτασα. Κρυβόμουν στις σπηλιές να μην με κάψει η φωτιά. Στο Μπλε Λιμανάκι. ακούω μια κόρνα και ήταν ένα φουσκωτό. Ανέβηκα στο φουσκωτό και συνεχίσαμε προς Κυανή Ακτή.

    Πηγαίνοντας σε κάποια βράχια μας φώναξαν κάποιοι άνθρωποι και πήγαμε προς τα εκεί. Ο ένας ήταν καμένος δεν ήξερα πού να τον πιάσω να μην πονάει. Ο λιμενικός που βρισκόταν στο φουσκωτό δέχτηκε κλήση να πάμε σε μια παραλία γιατί υπήρχε άνθρωπος που είχε πεθάνει. Ήταν το κοριτσάκι που είχε πέσει από τα βράχια. Πήγαμε εκεί, εγώ δεν άντεξα να βγω. Παραλάβαμε το κοριτσάκι. Το βάλαμε στο φουσκωτό. Πήγαμε στη Ραφήνα. Εγώ ρωτούσα αν είχε δει κανείς τη Στέλλα. Είχαν περάσει 2 με 2,5 ώρες».

    Πέντε μέρες η σύντροφος του βρέθηκε στο οικόπεδο Φράγκου και λίγο παρακάτω το αυτοκίνητο της που είχε εγκαταλείψει ήταν άθικτο:

    « Κατεβήκαμε με τα πόδια τη διαδρομή που θα έκανε η Στέλλα. Εκεί σε ένα οικόπεδο εντοπίσαμε το αμάξι που δεν είχε πάθει τίποτα γιατί ήταν καθαρό το οικόπεδο, δεν υπήρχε τίποτα. Φτάσαμε στην Κυανή Ακτή και προτού να φτάσουμε στην πίσω πλευρά της ταβέρνας, παραλίγο να πατήσω απανθρακωμένο ένα πτώμα. Έψαχνα πολλές μέρες μαζί με τις κόρες και την αδελφή της Στέλλας. Δεν υπήρχε από πουθενά βοήθεια. Δεν ειδοποιήθηκε ο κόσμος. Υπήρχε χρόνος να ενημερώσουν. Ο καθένας έκανε ότι μπορούσε».

    «Φεύγω, δεν θέλω να καώ»

    Οι τελευταίες λέξεις που άκουσε από τη μητέρα της η κόρη της Στέλλας, Παναγιώτα Νικολάου, ήταν «θα φύγουμε από ‘δω, φοβάμαι τη φωτιά, δε θέλω να καώ». Δεν της ξαναμίλησα έκτοτε»

    Στη δική της κατάθεση περιέγραψε τις αγωνιώδεις προσπάθειες της αρχικά να επικοινωνήσει και στη συνέχεια να εντοπίσει τη μητέρα της:

    «Την έπαιρνα τηλέφωνο και δεν το σήκωνε. Προσπαθούσα να πάρω μια φιλική μας οικογένεια, κάηκαν όλοι, δεν το ήξερα. Βρήκα αργά το απόγευμα το σύντροφο της τον Άρη που είπε ότι την ψάχνει. Μιλούσα με την κόρη του και κατάλαβα ότι την ψάχνει στις παραλίες. Καταλήξαμε στο λιμεναρχείο περίμενε τος βάρκες μέχρι το πρωί. Δεν την βρήκαμε. Αρχίσαμε να τηλεφωνούμε σε νοσοκομεία. Την δηλώσαμε αγνοούμενη. Την Τετάρτη έδωσε dna η αδελφή μου. Το Σάββατο μας τηλεφώνησαν από το Γουδί και μας είπαν ότι ταυτοποιήθηκε το dna της αδελφής μου με ένα πτώμα που βρέθηκε στο κτήμα Φράγκου».

    «Πήγαινα στο Μάτι και φώναζα μαμά»

    Σπαρακτική ήταν η κατάθεση και της 2ης κόρης της Στέλλας:

    «Γύρω στις 18:00 μου τηλεφώνησε αλλά της είπα ότι θα την πάρω σε μισή ώρα. Δεν μου απάντησε ποτέ. Η αδελφή μου, μου είπε ότι η φωτιά είχε φτάσει στο Μάτι και δεν ξέρουν πού είναι η μαμά. Πηγαίναμε στα νοσοκομεία που υπάρχουν θύματα. Είδα πτώματα καμένα. Μήπως η μαμά μου ήταν εκεί. Δεν ήταν προφανώς. Είχα ακούσει ότι σε ένα οικόπεδο είχαν βρεθεί πολλά άτομα. Πήγα εκεί.Είδα πεταμένα πράγματα από ανθρώπους, έπιασα ένα κλειδί καμένο, το άφησα κάτω. Δεν είδα κάτι της μητέρας μου προφανώς. Έδωσα δείγμα DNΑ, πήγαινα κάθε ημέρα στο Μάτι, φώναζα μαμά παντού. Μας ενημέρωσαν ότι η μητέρα μου είχε ταυτοποιηθεί στο κτήμα Φράγκου».

    «Με καταδίκασαν σε τύψεις»

    Τη μητέρα έχασε και η επόμενη μάρτυρας, η οποία συγκινημένη μίλησε για τη δική της καταδίκη:

    «Με καταδίκασαν να έχω τύψεις ότι εγκατέλειψα τη μητέρα μου και να το έχω βάρος σε όλη μου τη ζωή. Χάσαμε φίλους, γείτονες και δυστυχώς δεν άκουσα από κανένα συγγνώμη. Όλα τα έκαναν πολύ καλά. Αν δεν ήταν καλά καμωμένα τι θα γινόταν! Τώρα έχουμε 104 νεκρούς και 54 σοβαρά τραυματίες», κατέθεσε η Αγγελική Κωνσταντάκη.

    «Το σπίτι μου βρίσκεται 20 μέτρα από τον παραλιακό δρόμο. Ανέβηκε ο άντρας μου στην ταράτσα δεν έβλεπε κάτι ανησυχητικό. Κάποια στιγμή γύρω στις 6 ακούσαμε ότι υπάρχει φωτιά στην Καλλιτεχνούπολη. Έκανε δηλώσεις ο κ. Μπουρνούς ότι δεν κινδυνεύει το Μάτι. Η κάπνα γίνεται πολύ έντονη.

    Έβαλα τα παιδιά και τη μητέρα μου στο αμάξι να πάμε στη θάλασσα. Βλέπω στο λιμάνι ότι έχει πολλά αυτοκίνητα, διώχνω τα παιδιά από το αμάξι και κάνω επιτόπου να πάω προς Ραφήνα. Βλέπω κι εκεί ακινητοποιημένα αμάξια. Ξέροντας το Μάτι άφησα το αμάξι μου σε μια πολυκατοικία.

    Πήρα τη μητέρα μου και αρχίσαμε να κατεβαίνουμε. Οδήγησα τη μάνα μου προς τα σκαλιά και λίγο πριν σκόνταψε κι έπεσε. Ο άντρας μου κατάλαβε ότι υπάρχει θέμα. Γυρίζει να με βοηθήσει να πάρουμε τη μητέρα μου. Εκείνη την ώρα μας έπιασε μεγάλη φωτιά, άρπαξα κι εγώ φωτιά, καιγόμουν και δεν υπήρχε κανείς κοντά. Ο άντρας μου δεν μπορούσε να τη μετακινήσει. Όταν ο άντρας μου είδε ότι δεν μπορούσαμε να σώσουμε τη μητέρα μου με άρπαξε για να σώσει εμένα και με κατέβασε σε μια μικρή παραλία.

    Ήξερα ότι έχω τη μητέρα μου από πάνω κι εγώ δε μπορούσα να κάνω τίποτα. Άκουγα εκρήξεις, ανθρώπους να φωνάζουν ονόματα ψάχνοντας τους δικούς τους. Έμεινα εξι ώρες εκεί. Κατά τις 12.30 τη νύχτα ήρθαν κάποιοι με φακούς να μας πάρουν για να μας βγάλουν από εκεί. Άρχισαν κάποιες εκρήξεις.

    Επειδή δεν μπορούσα να ξαναμπώ στη θάλασσα με έβαλαν σε μια καρέκλα και με πέταξαν σε φουσκωτό και με πήγαν στη Ραφήνα. Οι γιοι μου έφτασαν περπατώντας και κολυμπώντας στη Νέα Μάκρη.

    Εγώ βρέθηκα μόνη, καμένη, πονεμένη και μην ξέροντας τι έχει γίνει. Συναντούσα φίλους γνωστούς, καμένους, πονεμένους, που έψαχναν να βρουν όλοι τι έγινε. Κανείς δεν είχε συνειδητοποιήσει τι έχει γίνει και γιατί έχει γίνει. Άρχισαν να φέρνουν σάκους για πτώματα. Δεν ήξερα αν ήταν η μαμά μου μέσα. Ο άντρας μου πήγε στο σημείο που ήταν η μητέρα μου. Τη βρήκε και οδήγησε εκεί κάποιους αστυνομικούς».

    «Τον ψάχναμε 5 μέρες»

    Πέντε ημέρες κατέθεσε ότι έψαχνε τον αδελφό του και ο Αντώνης Κάκαρης:

    «Τον ψάχναμε, κάναμε αναρτήσεις, μέσω φίλων, γνωστών. Ήταν αλεξιπτωτιστής, δυνατός, θεωρούσα αδύνατον να πάθει κάτι. Ψάχναμε πέντε ημέρες που ήταν αγνοούμενος μέχρι που έγινε ταυτοποίηση. Μάθαμε ότι κατευθύνθηκε προς θάλασσα με αποτέλεσμα να πέσει στο μποτιλιάρισμα. Δυστυχώς με όλα αυτά που έγιναν, έχασε τη ζωή του, στην Ποσειδώνος. Όπως και η σύντροφος του. Εγκλωβίστηκε, περπάτησε προς θάλασσα και δεν κατάφερε να γλιτώσει».

    Διαβάστε επίσης:

    Δίκη Μάτι: «Άφησα τη μητέρα μου να καεί για να σώσω την οικογένειά μου» – Συγκλονιστικές μαρτυρίες



    ΣΧΟΛΙΑ