• Πολιτισμός

    Μίκης Θεοδωράκης και «Άξιον εστί» στην Εθνική Λυρική Σκηνή – Έναρξη τριετούς αφιερώματος

    Μίκης Θεοδωράκης

    Μίκης Θεοδωράκης


    Με το εμβληματικό έργο «Άξιον εστί» τιμά η Εθνική Λυρική Σκηνή τον Μίκη Θεοδωράκη δίνοντας δύο συναυλίες στις 29 και 31 Οκτωβρίου στο Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος.

    Πρόκειται για μία νέα εκτέλεση του έργου στο πλαίσιο του εορτασμού των διακοσίων ετών από την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης, έχοντας έτσι συμβολικό χαρακτήρα. Είναι άλλωστε η πρώτη εκδήλωση του τριετούς κύκλου «Μίκης Θεοδωράκης» μετά τον θάνατο του σπουδαίου έλληνα συνθέτη και δεν μπορεί να αρχίζει φυσικά, παρά μόνον με το «Άξιον εστί».

    Ένα μεγαλειώδες έργο, που υπήρξε καρπός της γόνιμης και εν πολλοίς ευφορικής περιόδου των αρχών της δεκαετίας του ’60, κατά την οποία το τραύμα του Εμφυλίου υποχωρούσε σταδιακά στο παρελθόν και νέες συλλογικότητες αναζητούσαν ενθουσιωδώς την πολιτιστική τους έκφραση.

    Και εκείνη ακριβώς τη στιγμή, το έργο του Θεοδωράκη με τον πρωτοφανή προσδιορισμό «λαϊκό ορατόριο», βασισμένο στο ποιητικό έργο ζωής του Οδυσσέα Ελύτη αποτέλεσε, όχι μόνο ένα ορόσημο για τη νέα ελληνική μουσική και τη σταδιοδρομία του δημιουργού, αλλά ταυτόχρονα και μια επαναστατική χειρονομία ώσμωσης ανάμεσα στο αισθητικό και το πολιτικό, τη διανόηση και τον λαό, την τέχνη και τη ζωή.

    Σε αυτή τη νέα εκτέλεση του έργου με την Ορχήστρα και τη Χορωδία της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, ο Γιώργος Νταλάρας θα είναι ο σολίστ, που θα ερμηνεύσει το μέρος του λαϊκού τραγουδιστή -η σχέση του άλλωστε με το έργο του Θεοδωράκη μετράει πέντε δεκαετίες- ενώ τον βαρύτονο-ψάλτη θα αποδώσει ο βαρύτονος Δημήτρης Πλατανιάς. Τον ρόλο του αφηγητή θα κρατήσει ο ηθοποιός Γιώργος Γάλλος και την μουσική διεύθυνση θα έχει ο Στάθης Σούλης από τους πιο ανερχόμενους αρχιμουσικούς της νεότερης γενιάς. Να σημειωθεί, ότι η παραγωγή του έργου υλοποιείται με τη στήριξη της δωρεάς του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος (ΙΣΝ) για τη δημιουργία του επετειακού προγράμματος της Εθνικής Λυρικής Σκηνής για τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση του 1821.

    Οι διακρίσεις

    Το «Άξιον εστί» γράφτηκε ύστερα από παραίνεση του Οδυσσέα Ελύτη την περίοδο 1960-61 και ενώ ο Μίκης Θεοδωράκης είχε μόλις πραγματοποιήσει την τολμηρή στροφή του στη λαϊκή μουσική με τη μελοποίηση του «Επιτάφιου» του Γιάννη Ρίτσου. Το έργο δισκογραφήθηκε και παρουσιάστηκε δημόσια μόλις το 1964, μια χρονιά όμως, που ο Θεοδωράκης είχε διακριθεί πολλαπλώς και διεθνώς. Γιατί ο «Ζορμπάς» του Κακογιάννη έχοντας βραβευτεί με Όσκαρ, είχε γίνει παγκοσμίως γνωστός και για το περίφημο «συρτάκι», ένα ελληνικό μουσικό διαβατήριο έκτοτε, ενώ παράλληλα ο Θεοδωράκης εκλεγόταν ως βουλευτής της ΕΔΑ στη Β΄ Πειραιώς, την περιφέρεια του δολοφονημένου Γρηγόρη Λαμπράκη.

    Η καθυστέρηση της παρουσίασης του έργου πάντως οφειλόταν στην αναζήτηση εκ μέρους του συνθέτη της ισορροπίας, που απαιτούσε η σύνθεση του λαϊκότροπου υλικού με την ευρωπαϊκή παράδοση, ένα τολμηρό και ευαίσθητο εγχείρημα. Την ίδια περίοδο εξάλλου, ο Θεοδωράκης, μέσω της Μικρής Ορχήστρας Αθηνών, που είχε ιδρύσει ήδη από το 1962 είχε βάλει ως στόχο την εξοικείωση του κοινού με την συμφωνική μουσική και αισθητική.

    Το αποτέλεσμα βέβαια τον δικαίωσε και το «Άξιον εστί» έμελλε να αγαπηθεί σαν λειτουργία και σαν ύμνος ενός λαού και να αναδειχθεί έτσι, ως το εμπορικότερο απ’ όλα τα έργα του. Η φόρμα του έργου, που διατηρεί τις αναλογίες και την υφολογική τριχοτόμηση του ποιήματος του Ελύτη, ανατρέχοντας ταυτόχρονα στα δομικά πρότυπα τόσο των «Παθών» του Μπαχ όσο και της Ορθόδοξης Θείας Λειτουργίας, το κατατάσσει ανάμεσα στα ευρωπαϊκά έργα των μέσων του 20ού αιώνα που συνδυάζουν τις νεοκλασικές και θρησκευτικές αναφορές με την επίκαιρη ιδεολογική διαπραγμάτευση. (Όπως το «Ένα παιδί του καιρού μας» του Τίππετ και το σύγχρονο, «Πολεμικό Ρέκβιεμ» του Μπρίττεν).

    Σ΄εκείνη την πρώτη εκτέλεση όμως, ιδανικοί αναδείχθηκαν και οι συντελεστές της στους οποίους οφείλεται και μεγάλο μέρος της επιτυχίας του έργου: Ήταν ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης στο τμήμα του λαϊκού τραγουδιστή, ο ηθοποιός και τραγουδιστής Θεόδωρος Δημήτριεφ στο μέρος του βαρύτονου-ψάλτη και βέβαια ο Μάνος Κατράκης ως αναγνώστης.

    Έργο εγγεγραμμένο στην πολιτιστική κληρονομιά του τόπου το «Άξιον εστί» δεν λειτουργεί ωστόσο μόνον ως αποτύπωμα μιας εποχής. Οι δυνατότητές του είναι τέτοιες, που ξεπερνούν το χρόνο, καθώς παραμένει προκλητικό και ανοιχτό σε νέες προσεγγίσεις από τη σύγχρονη γενιά των μουσικών.

    Διαβάστε επίσης:

    Μίκης Θεοδωράκης: Συγκινητικός αποχαιρετισμός στην Μητρόπολη

    Ο Αλ Πατσίνο αποχαιρετά τον Μίκη Θεοδωράκη: «Έδωσε πνοή στο Σέρπικο – Θα τον θυμόμαστε για πάντα»

    Ίδρυμα Ευγενίδου: Από σήμερα η έκθεση για την Ναυμαχία της Σαλαμίνας



    ΣΧΟΛΙΑ