Εν μέσω πρωτοφανών αλλαγών και μεταβολών στην παγκόσμια και περιφερειακή κατανομή ισχύος, η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) συνειδητοποίησε επιτέλους ότι πέραν της «ήπιας ισχύος», που αποτελούσε για δεκαετίες το βασικό εργαλείο άσκησης εξωτερικής πολιτικής, οφείλει να ενισχύσει και τη λεγόμενη «σκληρή ισχύ» (τις στρατιωτικές ικανότητες). Πήρε, λοιπόν, την απόφαση να επενδύσει ακόμη περισσότερο στην ενίσχυση της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας και την αύξηση των αμυντικών ικανοτήτων της Ένωσης.

Στα ήδη υπάρχοντα προγράμματα και χρηματοδοτικά εργαλεία (EDF, PESCO, EDIP) προστέθηκαν το REARM EU (€650 δισ.) και το SAFE (€150 δισ. με ιδιαίτερα ευνοϊκούς όρους, καθώς και δυνατότητα παραγγελιών από αρκετά κράτη για εξασφάλιση οικονομιών κλίμακας), ενώ χρηματοδότηση για προτάσεις αμυντικής βιομηχανίας και εξοπλισμών (πλην θανατηφόρων όπλων και πυρομαχικών) προσφέρει πλέον και η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων. Επίσης, χρηματοδότηση σε τεχνολογίες διττής χρήσης μπορούν να εξασφαλιστούν στο πλαίσιο των Ταμείων Συνοχής, καθώς και του Digital Europe. Τέλος, ιδιαίτερα χρήσιμη για την Ελλάδα είναι και η συμφωνηθείσα ρήτρα εξαίρεσης έως και 1,5% του ΑΕΠ καθ’ υπέρβασιν των ισχυόντων δημοσιονομικών ορίων.

1

Αναφορά θα πρέπει να γίνει και στα λεγόμενα ευρωπαϊκά «προγράμματα κοινού ενδιαφέροντος», καθώς και στα προγράμματα υψηλού συμβολισμού και σημασίας (flagship projects). Στη λογική αυτή κινείτο η πρόταση των πρωθυπουργών Ελλάδας και Πολωνίας για ένα ευρωπαϊκό πρόγραμμα αεράμυνας, με στόχο όχι την κάλυψη άμεσων αναγκών, αλλά την από κοινού χρηματοδότηση της ανάπτυξης της επόμενης γενιάς συστημάτων αντιαεροπορικής και αντιβαλλιστικής άμυνας. Η ίδια λογική πρέπει να ακολουθηθεί και σε άλλες κρίσιμες ικανότητες.

Σε αυτή την ιδιαίτερα σημαντική πρωτοβουλία της ΕΕ ελλοχεύουν ευκαιρίες αλλά και ορισμένοι κίνδυνοι, τόσο για την ίδια την Ένωση όσο και για τη χώρα μας.

Οι κίνδυνοι αφορούν στα ακόλουθα ζητήματα:

(1) τις πηγές χρηματοδότησης. Δεδομένου ότι οι πόροι της ΕΕ δεν είναι απεριόριστοι, ποιες θα είναι οι πιθανές συνέπειες μεταφοράς σημαντικών κονδυλίων από άλλα προγράμματα που αφορούν π.χ. στη συνοχή και την ανταγωνιστικότητα.

(2) Ορθώς ο στόχος είναι η περαιτέρω ανάπτυξη και μεγαλύτερη ενοποίηση της κατακερματισμένης (όπως διαπιστώνει και το Draghi report) ευρωπαϊκής βιομηχανίας. Εγκυμονεί ο κίνδυνος εκφυλισμού της προσπάθειας σε έναν ανταγωνισμό των μεγάλων ευρωπαϊκών εταιριών για εξασφάλιση μεγαλύτερου κομματιού της πίτας χωρίς να προχωρήσουν σε ουσιαστικές συνεργασίες

(3) την είσοδο τρίτων χωρών, μελών του ΝΑΤΟ αλλά μη μελών της ΕΕ. Για την Ελλάδα το πρόβλημα επικεντρώνεται στην Τουρκία. Γίνεται μια εντατική προσπάθεια να αποτραπεί ή τουλάχιστον να ελαχιστοποιηθεί η συμμετοχή τουρκικών εταιριών στα ευρωπαϊκά εξοπλιστικά προγράμματα. Βασικά εμπόδια στην προσπάθεια μας αυτή αποτελούν η υιοθέτηση του κανόνα της ειδικής πλειοψηφίας και όχι της ομοφωνίας στη λήψη αποφάσεων, η συνεργασία τουρκικών εταιριών με ορισμένες ευρωπαϊκές εταιρίες που μπορεί να διευκολύνει τους τουρκικούς σχεδιασμούς και τέλος, και σημαντικότερο, ο τρόπος με τον οποίο σημαντικές χώρες εντός -αλλά και εκτός- ΕΕ αντιλαμβάνονται τις σχέσεις τους με την Άγκυρα, παραβλέποντας την τουρκική συμπεριφορά σε θέματα όπως π.χ. οι απειλές κατά Ελλάδας και Κύπρου, η μη εφαρμογή κυρώσεων κατά της Ρωσίας και η άσκηση βέτο για την ένταξη της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ.

Ενώ όμως προσπαθούμε να διαχειριστούμε τους κινδύνους, το σημαντικό είναι να επικεντρωθούμε στην επίτευξη του βέλτιστου αποτελέσματος όσον αφορά στην αξιοποίηση των ευκαιριών για τις ελληνικές εταιρίες στους τομείς της άμυνας και ασφάλειας. Κεντρική επιδίωξη της κυβέρνησης θα αποτελέσει η στήριξη των ελληνικών εταιριών (κρατικού και ιδιωτικού τομέα) με στόχο την ευρύτερη δυνατή συμμετοχή τους στα προαναφερθέντα ευρωπαϊκά προγράμματα και κοινοπραξίες, σε συνδυασμό με τις σημαντικές ευκαιρίες που θα υπάρξουν στο πλαίσιο των εξοπλιστικών προγραμμάτων με εθνικούς πόρους (€25-28 δισ. για τα επόμενα 12 χρόνια, με απαίτηση εγχώριας βιομηχανικής συμμετοχής ύψους τουλάχιστον 30%).

Για να επιτευχθεί ο στόχος αυτός είναι απαραίτητη η αλλαγή νοοτροπίας, με επιδίωξη συνεργασίας και αποφυγή του στείρου ανταγωνισμού ανάμεσα σε ελληνικές εταιρίες, καθώς και η πληρέστερη ενημέρωση και αποτελεσματικότερη συνεργασία ανάμεσα στους αρμόδιους κρατικούς φορείς και τις εταιρίες αυτές. Θα υπάρξει σαφής πολιτική στήριξη για την ένταξη ελληνικών εταιριών στην εφοδιαστική αλυσίδα μεγάλων ευρωπαϊκών εταιριών, ενώ προτεραιότητα θα αποτελέσει και η υποστήριξη νεοφυών εταιριών.

Συμπερασματικά, πρόκειται για μια ιδιαίτερα σημαντική ευκαιρία για την Ελλάδα να ενισχύσει το εθνικό οικοσύστημα στους τομείς της άμυνας και ασφάλειας, με ιδιαίτερη έμφαση στις νέες τεχνολογίες, συμπεριλαμβανομένων και αυτών του διαστήματος. Μια ευκαιρία που σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να πάει χαμένη.