• Άρθρα

    Τηλεργασία – Η νέα κανονικότητα;

    • Δίκα Αγαπητίδου, Γενική Διευθύντρια, JLL – Αθηναϊκή Οικονομική
    Τηλεργασία – Η νέα κανονικότητα;

    Δίκα Αγαπητίδου, , Γενική Διευθύντρια, JLL – Αθηναϊκή Οικονομική


    Η πανδημία και οι περιορισμοί που επιβλήθηκαν εξαιτίας της υπήρξαν αναμφίβολα καταλύτες όχι μόνο για τον τρόπο που εργαζόμαστε αλλά και για τον τρόπο που βιώνουμε το χώρο, τα κτίρια και το περιβάλλον.

    Η τηλεργασία ήταν αναπόφευκτη, ειδικά τον πρώτο καιρό της εμφάνισης του covid, αν και σε ορισμένες Ευρωπαϊκές χώρες είχε ήδη καθιερωθεί σαν εναλλακτικός τρόπος δουλειάς από την προηγούμενη δεκαετία (στη Σκανδιναβία, για παράδειγμα, το ποσοστό των τηλεργαζομένων υπερέβαινε το 30%) και η πανδημία απλώς ενίσχυσε το μερίδιό της στην εργασιακή καθημερινότητα.

    Στην Ελλάδα το αντίστοιχο ποσοστό έφθανε το 5,2% to 2019 – έναντι 14,4% που είναι ο Ευρωπαϊκός μέσος όρος- αλλά όπως είναι φυσικό αυξήθηκε απότομα και μαζικά την άνοιξη του 2020, χωρίς ακόμα να υπάρχουν επίσημες μετρήσεις για τα ποσοστά που κατέχει σήμερα.

    Με το πέρασμα του χρόνου είναι εφικτή μια πρώτη αποτίμηση της νέας αυτής κανονικότητας, η οποία όπως όλα έχει τόσο θετικές όσο και αρνητικές πλευρές. Ας ξεκινήσουμε με τα πλεονεκτήματα, που δεν είναι λίγα: ευελιξία ωραρίου και σε αρκετές περιπτώσεις αύξηση παραγωγικότητας, μείωση κόστους μετακινήσεων προς και από τον τόπο εργασίας αλλά και προς και από πελάτες και συνεργάτες, κερδισμένος χρόνος και κόστος από την αποφυγή των μετακινήσεων αυτών, μείωση κυκλοφοριακού φόρτου και ρυπογόνων εκπομπών αερίου, δυνατότητα εργασίας σε καθεστώς ψηφιακού νομάδος από οποιοδήποτε μέρος του κόσμου, που ιδανικά συνδυάζει καλό κλίμα και καλύτερη ποιότητα ζωής κλπ.

    Σταδιακά όμως, έγιναν, όπως είναι φυσικό, εμφανή και τα μειονεκτήματα της νέας αυτής προσέγγισης: αφορά μόνο τους εργαζόμενους σε γραφείο (white collar), έχει βαθιά ταξικά χαρακτηριστικά (μεγάλο ποσοστό εργαζομένων δεν διαθέτει τον κατάλληλο χώρο για απρόσκοπτη εργασία από το σπίτι), επιβαρύνει δυσανάλογα τις περισσότερες φορές τις εργαζόμενες μητέρες με μικρά παιδιά, δυνητικά επιδεινώνει υπάρχουσες ανισότητες καθώς ευνοεί τους εργαζόμενους υψηλών προσόντων και δεξιοτήτων, υπονομεύει δημιουργικότητα, ομαδικότητα και κοινωνικότητα που αναπτύσσονται στους γραφειακούς χώρους, περιθωριοποιεί τα μοναχικά άτομα, κάνει δυσδιάκριτα τα όρια μεταξύ επαγγελματικής και προσωπικής ζωής κλπ.

    Επιπλέον, υπάρχει προβληματισμός σχετικά με την αποτελεσματική αξιολόγηση της απόδοσης του τηλεργαζόμενου προσωπικού λόγω της μειωμένης φυσικής παρουσίας στα γραφεία και της απομακρυσμένης σχέσης με τον προϊστάμενο, και κατά συνέπεια την ενδεχόμενη υπονόμευση της σχέσης εμπιστοσύνης μεταξύ τους.

    Δεν μας ξαφνιάζει λοιπόν το γεγονός ότι ενώ στη διάρκεια του πρώτου εξαμήνου με covid οι έρευνες σε πολλές χώρες έδειχναν σαφή προτίμηση στη συνέχιση της τηλεργασίας σε βάρος της φυσικής παρουσίας στο γραφείο, με τον καιρό και βέβαια βοηθούσης και της επιστήμης που έφερε τον εμβολιασμό στο κατώφλι μας, επιχειρήσεις και εργαζόμενοι μοιάζουν να ισορροπούν σε ένα μικτό πρότυπο, αποκαλούμενο και υβριδικό, όπου 2-3 ημέρες την εβδομάδα στο γραφείο εναλλάσσονται με 2-3 μέρες τηλεργασίας.

    Σύμφωνα δε με πρόσφατη έρευνα της Cisco, το 80% των εργαζομένων ανά τον κόσμο θα επιθυμούσαν να έχουν πρόσβαση σε κάποια μορφή υβριδικού εργασιακού περιβάλλοντος.

    Η συνισταμένη αυτή φαίνεται να επικρατεί, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα, με αποτέλεσμα και η πολιτεία να καλείται να αναπροσαρμόσει τις εργασιακές νομοθετικές ρυθμίσεις προκειμένου να προστατεύονται τα δικαιώματα των εργαζομένων από το σπίτι.

    Σε κάθε περίπτωση, είναι φανερό ότι ο γραφειακός χώρος παραμένει σταθερά μέρος της εργασιακής μας ζωής, αλλάζει όμως χαρακτήρα: για παράδειγμα, δίνεται προτεραιότητα στην εισαγωγή νωπού αέρα και στα ανοιγόμενα παράθυρα στα κτίρια καθώς και στις αποστάσεις μεταξύ εργαζομένων, μειώνεται ο αριθμός των μόνιμων και κλειστών γραφείων σε όφελος των χώρων συνάθροισης και διαλείμματος, και τα πράσινα/ πιστοποιημένα κτίρια προσελκύουν τη μεγαλύτερη ζήτηση και επιτυγχάνουν τις βέλτιστες μισθωτικές συμφωνίες.

    Η νέα αυτή πραγματικότητα έχει και ενδιαφέρουσες έμμεσες επιπτώσεις. Για παράδειγμα, την – ελαφρώς, προς το παρόν – φθίνουσα δραστηριότητα στις μεγάλες πόλεις σε όφελος των μικρότερων πόλεων και των προαστίων. Βλέπουμε λοιπόν να μετατίθεται μέρος της κατανάλωσης αλλά και της εστίασης και άλλων υπηρεσιών από την πρωτεύουσα σε μικρότερα αστικά κέντρα.

    Παρατηρούμε ταυτόχρονα να μεγεθύνεται η ζήτηση για κατοικία, και επομένως και οι τιμές των ακινήτων στα κέντρα αυτά, με ταχύτερο ρυθμό από ό,τι στις παραδοσιακές μεγάλες πόλεις – μια τάση που ξεκίνησε στις ΗΠΑ αλλά γρήγορα μεταφέρθηκε και στην Ευρώπη.

    Τέλος, καταγράφεται και μια τάση επαναπροσδιορισμού επαγγελματικών κτιρίων, γραφειακών κατά το πλείστον, με αλλαγή χρήσης σε κατοικία, την οποία ενθαρρύνει η πολιτεία – τάση που υποστηρίζεται τόσο από την δήμαρχο του Παρισιού αλλά και από την Ελληνική κυβέρνηση, για να αναφέρουμε δυο πρόσφατα παραδείγματα.

    Φυσικά όλα αυτά δεν θα ήταν εφικτό να πραγματοποιηθούν εάν δεν είχαν γίνει τα τελευταία χρόνια τεράστια άλματα στον τομέα της τεχνολογίας. Και χρειάστηκε να βιώσουμε το ξέσπασμα του covid για να συνειδητοποιήσουμε πόσο προφητική ήταν η ρήση της Frances Cairncross, ότι η τεχνολογία ίσως σημάνει το «θάνατο της απόστασης».



    ΣΧΟΛΙΑ