
Θεωρώ, με υπερβολική αισιοδοξία ίσως, ότι μία σημαντική πλειοψηφία σκεπτόμενων πολιτών θα παρακολουθεί με λύπη τις εξελίξεις στην αριστερή πολυκατοικία.
Δεν λυπεί μόνο η διάσπαση σε εκατό κομμάτια, δέος προξενεί η αδυναμία των κατά τεκμήριο ηγετών της να αρθρώσουν σύγχρονο πολιτικό λόγο. Και με «σύγχρονο» αναφέρομαι σε λόγο με σημεία αναφοράς στις προκλήσεις του 21ου αιώνα.
Έγραφα μόλις χθες για την επιτακτική ανάγκη να μην εδράζεται στον ανταγωνισμό η σχέση κράτους – ιδιωτικού τομέα, επειδή αυτή η εποχή που καλύπτει ουσιαστικά μία περίοδο 150 ετών (1850-2000) έχει παρέλθει. Στην ίδια λογική, η αριστερά έχει μείνει εγκλωβισμένη στην κυρίαρχη μαρξιστική ιδεολογία της που εξακολουθεί να αποτελεί ισχυρότατο και αρκετά ακριβές εργαλείο ανάλυσης και πρόβλεψης, αλλά δεν χρησιμεύει πλέον στην εξαγωγή προτάσεων πολιτικής που να σχετίζονται με την διαχείριση της πραγματικότητας του 21ου αιώνα – της τεχνητής νοημοσύνης και της κλιματικής κρίσης, για να αναφέρω δύο και μόνο.
Η σχεδόν καθολική αποχώρηση των κομμάτων από την σκηνή της εφικτής αντιπολίτευσης δεν είναι προς το συμφέρον της χώρας. Όσο καλή κι αν είναι μία κυβέρνηση (και η της Ν.Δ. αποτελεσματική μπορεί να είναι αλλά ταυτόχρονα πολλά κουσούρια βαρύνουν την εξαετία της) αν δεν αισθάνεται στην πλάτη της την καυτή ανάσα της αντιπολίτευσης, η απόδοση της θα χαλαρώσει. Τέσσερα πρόσφατα παραδείγματα επαρκούν: η χρήση καπνού και αλκοόλ από τους ανήλικους, η τάξη στα πανεπιστήμια, ο έλεγχος των μεταφορικών μέσων, η αξιολόγηση: αποφάσεις επί αποφάσεων, νόμοι επί νόμων, προεδρικά διατάγματα επί προεδρικών διαταγμάτων—μηδενικό το αποτέλεσμα.
Με τι αντιπαρατεθεί, όμως, η κυβέρνηση; Με το κείμενο συμβολής για το 5ο Συνέδριο που κατέθεσε ο Παύλος Πολλάκης, μήκους 1278 λέξεων, που αφιερώνει 122 λέξεις σε πρόταση συγκεκριμένης πολιτικής—και …πρωτοτυπεί υιοθετώντας την λύση των κρατικοποιήσεων (!)—και 297 λέξεις σε αλλαγές του καταστατικού. Τα υπόλοιπα 2/3 του κειμένου είναι απλά πομφόλυγες. Χιλιοειπωμένοι μάλιστα.
Με τον Σωτήρη Φάμελλο που δεν μπόρεσε να διαχειριστεί το θέμα της πρότασης για την προανακριτική και άφησε τον Στέφανο Κασσελάκη να τον γελοιοποιεί κάνοντας πιρουέτες τακτικισμού; ‘Η, όλους τους πολιτικούς που τόσο εύκολα αρθρώνουν την φράση «έσχατη προδοσία», αγόμενοι και φερόμενοι από την γνωστή Κυρία, αποδεικνύοντας έτσι πως ούτε καθαρό μυαλό έχουν, ούτε στοιχειώδεις γνώσεις για το πολίτευμα. Από αυτοπυροβολισμούς καλά πάνε.
Ή με το πολιτικό φάντασμα του Αλέξη Τσίπρα που παρά το rebranding εξακολουθεί να ζει στο 2019—όπως απέδειξε με την κριτική ανάλυση που έκανε σχετικά με την πορεία της χώρας. Δεν ήταν ανάγκη να ιδρύσει ινστιτούτο για να βγαίνουν τέτοια κείμενα. Θα μπορούσε κάλλιστα να είχε ανατρέξει στα προσωπικά του αρχεία και να είχε παίξει ξανά την… κασέτα 23Α.
Θα μου πείτε για το ΠΑΣΟΚ, αλλά όταν ανταγωνίζεται τον εθνικό εισαγγελέα, τι να πει κανείς για την ηγεσία του; Ο θυμωμένος μαξιμαλισμός χαρακτηρίζει το Νίκο Ανδρουλάκη, η προσωπική εμπάθεια πνίγει την κομματική θέση, οι εσωτερικές διαφωνίες ηχούν στους πολίτες πιο δυνατά από τις όποιες θετικές προτάσεις. Χθες, στην τηλεόραση, μέσα σε λίγα λεπτά, η Άννα Διαμαντοπούλου έδωσε μία άλλη εικόνα του ΠΑΣΟΚ: σοβαρή κριτική σε ήπιους τόνους, προτάσεις με θετικό πρόσημο, θεώρηση με ιστορικό βάθος. Τι κι αν έμεινε εκτός πολιτικής για κάποια χρόνια; Τι κι αν μιλάει με τον Πρωθυπουργό; Αυτά χρίζουν προσοχής ή οι προτάσεις που κάνει και το πως τις προβάλει;
Το λάθος της αντιπολίτευσης είναι το ίδιο με αυτό της Ν.Δ. σε άλλες εποχές—όταν έψαχνε να βρει τον αντί-Ανδρέα. Ψάχνουν να βρουν τον αντι-Μητσοτάκη, ενώ το ζητούμενο είναι ένας ηγέτης που θα πείσει πως αυτόνομα, χωρίς δηλαδή να ετεροπροσδιορίζεται, θα πείσει πως μπορεί να διαχειριστεί τα συσσωρευμένα προβλήματα καλύτερα από τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Και θα εξηγήσει πως θα το κάνει και έτσι θα πείσει – όχι με θεωρίες.
Είμαστε πολύ μακριά από αυτό το σημείο, όμως. Εξάλλου, οι σημερινές (κρυφές και φανερές) ηγεσίες της αριστερής πολυκατοικίας δεν είναι ικανές να ξεφύγουν από τα ιδεολογικά αδιέξοδα στα οποία έχουν αυτόεγκλωβιστεί. Το δε ΠΑΣΟΚ αλληθωρίζει πολιτικά τόσο πολύ τη μία στιγμή και μετατρέπεται σε Βούδα που κοιτά την κοιλιά του, την άλλη, που λίγοι το παίρνουν στα σοβαρά.
Διαβάστε επίσης
Το κράτος ως ρυθμιστής: θεατής, παίχτης, διαιτητής – ο ιδιώτης ως γκρινιάρης
ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΣΗΜΕΡΑ
