• Άρθρα

    Πληθωρισμός και το αδιέξοδο της νομισματικής πολιτικής

    Τα λόγια αέρα της αντιπολίτευσης

    Αντώνης Κεφαλάς – Αρθρογράφος


    Το φάσμα του πληθωρισμού κυνηγά κυβερνήσεις, τράπεζες, επενδυτές και καταναλωτές. Μετά από περίπου 30 χρόνια σταθερότητας τιμών, ψυχολογικά πανικοβαλλόμαστε με αυξήσεις της τάξης του 4%. Έτσι, η προοπτική ότι οι κεντρικοί τραπεζίτες ενδέχεται να αυξήσουν τα επιτόκια κάποια στιγμή προς το τέλος του 2022, αναστατώνει τις αγορές και ειδικά τις κυβερνήσεις των κρατών με υψηλό χρέος. 

    Η αντίδραση, όσο υπερβολική, είναι αναμενόμενη. Το φτηνό χρήμα έχει ευνοήσει και τον ιδιωτικό και τον δημόσιο τομέα. Τον πρώτο πρωταρχικά μέσω του επιχειρηματικού μοντέλου του σύγχρονου καπιταλισμού-καζίνο, όπου οι επιχειρήσεις ξόδεψαν τα φτηνά κεφάλαια (και τα βοηθήματα που πήραν λόγω της κρίσης της πανδημίας) στην επαναγορά μετοχών τους – αποκομίζοντας έτσι σημαντικά κέρδη. Τον δεύτερο, διότι μπόρεσε σχετικά ανέξοδα να βελτιώσει τις καμπύλες χρέους (δηλαδή να φέρει τις αποπληρωμές σε τακτά και ομαλά χρονικά διαστήματα) και να μειώσει το κόστος δανεισμού αγοράζοντας ακριβό χρέος του με νέα χαμηλότοκα κεφάλαια. 

    Σε επίπεδο καταναλωτή, η εικόνα αποκτά μία άλλη διάσταση, όμως. Η αύξηση των τιμών που αυτός πληρώνει εστιάζεται κυρίως στα τρόφιμα και την ενέργεια. Αλλά, το πρόσθετο κόστος που προκύπτει είναι σε διαχειρίσιμο πλαίσιο. Για παράδειγμα, κι ας μην θεωρηθώ ανάλγητος, σ’ έναν βασικό μισθό των 650 ευρώ, το 4% συνεπάγεται πρόσθετη επιβάρυνση της τάξης των 2 ευρώ τον μήνα. Είναι αυτή αύξηση που επιβάλει την αύξηση των επιτοκίων; Ιδιαίτερα όταν, η αύξηση αυτή θα φέρει νέες επιβαρύνσεις μέσω της αύξησης του κόστους των επιχειρήσεων;

    Εξάλλου, προσπαθώ να καταλάβω πως τα προβλήματα που έχουν δημιουργηθεί στις εφοδιαστικές αλυσίδες ή στην ενέργεια θα αντιμετωπιστούν και θα επιλυθούν με την αύξηση των επιτοκίων;

    Στην ουσία η παγκόσμια οικονομία αντιμετωπίζει πληθωριστικές πιέσεις για δύο λόγους: την απληστία των ναυτιλιακών εταιρειών και τα γεωπολιτικά παιγνίδια. 

    Ζητούσα από ναυτιλιακούς κύκλους να μου εξηγήσουν τις τεράστιες αυξήσεις στα ναύλα. Άκουσα δικαιολογίες της μορφής πως η ζήτηση αυξήθηκε αναπάντεχα. Μπορεί να είναι έτσι. Αλλά αυτή η ερμηνεία δεν εξηγεί την καθήλωση τους στα τρέχοντα υψηλά επίπεδα. Κι αν οι εκτιμήσεις τους είναι πως δεν πρόκειται για παροδικό φαινόμενο, που είναι η αυξήσεις στις παραγγελίες για νέα πλοία; 

    Στο γεωπολιτικό πλαίσιο, η εικόνα είναι ακόμη πιο ξεκάθαρη. Καταρχάς υπάρχει μία διαπιστωμένη γεωγραφική μετατόπιση κέντρων παραγωγής, καθώς ένας μεγάλος αριθμός κρατών επιδιώκει να αποκτήσει εθνική επάρκεια σε ορισμένα προϊόντα που τα κρίνει ως απαραίτητα για την εθνική του ασφάλεια –με την ευρύτερη έννοια της που περιλαμβάνει ιατρικό εξοπλισμό, τρόφιμα κοκ. 

    Κατά δεύτερο λόγο, σημαντικό μέρος της αναστάτωσης στον τομέα της ενέργειας προέρχεται από την Ρωσία και την εξάρτηση της Ε.Ε. –ειδικά της Γερμανίας—από το φυσικό αέριο του Πούτιν. Ταυτόχρονα, οι πετρελαιοπαραγωγές χώρες βρίσκουν την ευκαιρία να αποκομίσουν άμεσα κέρδη, καθώς φοβούνται ότι λόγω της κλιματικής αλλαγής και της στροφής στην πράσινη ενέργεια η παρούσα αξία των αποθεμάτων θα μειώνεται. Αντίστροφα, λοιπόν, από την πολιτική τους του 20ου αιώνα που απέβλεπε στην μακρόχρονη εκμετάλλευση των κοιτασμάτων τους, τώρα ενδιαφέρονται να τα πουλήσουν ακριβά. Τώρα, όσο μπορούν ακόμη, όπου η μετάβαση στην πράσινη οικονομία αποτελεί ένα μάλλον μακρινό όνειρο.  

    Κατά τρίτο λόγο, σε πολλές οικονομίες έχει σημειωθεί έλλειψη προσωπικού σε συγκεκριμένα επαγγέλματα, ακριβώς επειδή η ελεύθερη αγορά δεν είναι πάντα σωστή στις εκτιμήσεις της και προβλέψεις της. Όπως, επίσης, επειδή το κυνήγι των άμεσων κερδών έχει επιφέρει ανισορροπίες στις αμοιβές.  

    Μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον, η οικονομική πολιτική που είχε ακυρώσει το δημοσιονομικό της σκέλος και είχε βασιστεί αρχικά στην διακύμανση του επιτοκίου και, στην συνέχεια όταν έπεσε στην παγίδα της ρευστότητας που είχε προβλέψει ο Keynes, στην ποσοτική αύξηση του χρήματος, έχει τώρα περιέλθει σε αδιέξοδο. Αν αυξήσει τα επιτόκια και περιορίσει την αγορά ομολόγων, φοβάται ότι η οικονομία θα περάσει σε επιβράδυνση και μετά θα ακολουθήσει ύφεση. Αν δεν τα αυξήσει τα ενταθούν οι πληθωριστικές πιέσεις.

    Αυτό, όμως, είναι ένα ανόητο δίλλημα. Αν τα πληθωριστικά αίτια είναι δομικά – με την έννοια που αναφέραμε πιο πάνω—η αύξηση των επιτοκίων δεν θα τα αντιμετωπίσει. Οπότε η προοπτική θα κλείνει προς την μεριά της επανεμφάνισης του στασιμοπληθωρισμού. Και τούτη τη φορά δεν υπάρχει η δήθεν επανάσταση Reagan-Thatcher για να προσφέρει δήθεν διέξοδο. 

    Αν τα αίτια δεν είναι δομικά, τότε η αγορά θα ξαναβρεί την ισορροπία της μετά από λίγο καιρό. Όταν οι εφοδιαστικές αλυσίδες θα έχουν ομαλοποιηθεί, τα γεωπολιτικά παιγνίδια θα έχουν ισορροπήσει και η ναυτιλία δεν θα βρίσκει πάτημα να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα.    

    Εξάλλου, αυτό το φετίχ με την καθήλωση του πληθωρισμού στο 2%-3% τον χρόνο, από πού πηγάζει; Στην οικονομική ιστορία υπάρχουν πολλά παράδειγμα ανάπτυξης με πληθωρισμό 4% και 5%, χωρίς προβλήματα. Φτάνει η αύξηση των εισοδημάτων να συμβαδίζει με αυτήν της παραγωγικότητας.   

    Το θέμα του πληθωρισμού συνδέεται, βέβαια, άμεσα με την ανάπτυξη. Αν μία οικονομία έχει χαμηλή απόκλιση από την μέγιστη παραγωγική δυνατότητα της, τότε η γρήγορη ανάπτυξη ενδέχεται – ιδιαίτερα αν καθυστερεί η ενσωμάτωση της τεχνολογικής προόδου στην παραγωγή—να φέρει πληθωριστικές πιέσεις. 

    Σήμερα, όμως, οι περισσότερες αν όχι όλες οι οικονομίες έχουν περισσευούμενο παραγωγικό δυναμικό. Υπάρχουν στρεβλώσεις – ιδιαίτερα στην έλλειψη προσωπικού που σχετίζεται με την ψηφιακή επανάσταση – αλλά σε μεγάλο βαθμό ένας ταχύτερος ρυθμός ανάπτυξης δεν θα φέρει μη διαχειρίσιμο πληθωρισμό. Με την έννοια δηλαδή των υψηλών πληθωριστικών προσδοκιών. 

    Η ταχύτερη ανάπτυξη «κολλάει» στο θέμα των επιτοκίων και της νομισματικής χαλαρότητας. Κι αυτή συνδυάζεται με το απλό γεγονός ότι η ανάπτυξη των τελευταίων 30 ετών δεν έχει διαχυθεί συνολικά στην οικονομία αλλά έχει ωφελήσει πολύ μικρό αριθμό επιχειρήσεων και εισοδηματιών.

    Μέρος του προβλήματος είναι ότι εξακολουθούμε να αντιμετωπίζουμε τις κρατικές δαπάνες ενιαία, χωρίς να διακρίνουμε τις τρέχουσες από τις επενδυτικές. Μία επενδυτική δαπάνη με βάσιμη προοπτική απόδοσης δεν θα έπρεπε να συμπεριλαμβάνεται στους υπολογισμούς για το έλλειμμα. Αυτός ο διαχωρισμός που υπήρχε στην Ελλάδα αλλά ατόνησε κάτω από την πίεση της εκμετάλλευσης του (με την ένταξη σ’ αυτόν καταναλωτικών δαπανών) και της νομισματικής ορθοδοξίας, θα όφειλε να υιοθετηθεί στο σύνολο του Δυτικού κόσμου και ειδικά της Ε.Ε. 

    Με ένα τέτοιο διαχωρισμό, το θέμα της αύξηση των επιτοκίων στην ουσία εξαφανίζεται. Η σύνδεση μεταξύ της αύξησης του δημόσιου χρέους και του κόστους εξυπηρέτησης του από τη μία πλευρά και της δαπάνης που απαιτείται για να υπάρχει ταχύρρυθμη ανάπτυξη από την άλλη «σπάει». Και η κύρια πίεση για την αύξηση των επιτοκίων απομειώνεται.       



    ΣΧΟΛΙΑ