• Άρθρα

    Οι «αλχημείες» των ξένων οίκων με τις τιμές στόχους των τραπεζών και οι αποκλίσεις που φτάνουν στο… 127%


    Εμποτισμένη με μια… βιτριολική δόση ειρωνείας είναι η άποψη που έχει εκφραστεί από τον σπουδαίο οικονομολόγο Τζον Κένεθ Γκαλμπρέιθ, σύμφωνα με τον οποίο «η μόνη αξία των οικονομικών προβλέψεων είναι ότι κάνουν την αστρολογία να φαίνεται αξιόπιστη»…

    Στην Ελλάδα, όπου οι αστρολογικές προβλέψεις κεντρίζουν το ενδιαφέρον πάρα πολλών, λογίζεται ως αναμενόμενη η μεγάλη έμφαση που δίνεται στους σύγχρονους «προφήτες των αγορών» από το επενδυτικό κοινό. Ειδικά δε όταν πρόκειται για αναλυτές ισχυρών, διεθνών οίκων, που συχνά πυκνά εκδίδουν εκθέσεις και αξιολογούν τις μελλοντικές επιδόσεις των μετοχών.

    Στο εξωτερικό, τέτοιου είδους εκθέσεις περνούν κατά κανόνα αβρόχοις ποσί για τους επενδυτές. Αντιθέτως εδώ στη χώρα μας τούς δίνεται προβολή και σημασία, δυσανάλογα μεγαλύτερη από την πρέπουσα. Με σημείο αιχμής τις πολυσυζητημένες και ιντριγκαδόρικες τιμές- στόχους, που αρκετές φορές λειτουργούν ως αυτοτροφοδοτούμενη «προφητεία» οδηγώντας τις ελληνικές μετοχές προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση. Είτε ανοδική είτε καθοδική.

    Είναι χαρακτηριστικό ότι στη διάρκεια του τελευταίου μήνα δημοσιοποιήθηκαν τρεις εκθέσεις για τις ελληνικές τράπεζες. Με χρονολογικά πρώτη εκείνη της Citigroup και, ακολούθως, της Goldman Sachs και της JP Morgan.

    Αν κάτι προκαλεί εντύπωση στις εκθέσεις αυτές είναι κραυγαλέα ανορθογραφία σε ότι αφορά τις τιμές-στόχους των τραπεζικών μετοχών. Εκείνες δηλαδή που θεωρείται ότι θα «επιβεβαιωθούν» σε χρονικό διάστημα 12μηνου, αν δεν αναθεωρηθούν προγενέστερα για διάφορους λόγους

    Το ζήτημα της ανορθογραφίας τίθεται από τη στιγμή κατά την οποία οι τρεις αναλυτές αξιολογούν ο καθένας με το δικό του «μοντέλο» τα ίδια στοιχεία και καταλήγουν να δώσουν τιμές για τις τραπεζικές μετοχές, με αποκλίσεις που φτάνουν στο… 127%. Δεν μιλάμε δηλαδή για λογικές διαφοροποιήσεις στις εκτιμήσεις, αλλά για «άσπρο-μαύρο». Που ναι μεν μπορεί να είναι μια «στρατηγική» για όσους παίζουν ρουλέτα , αλλά για τη χρηματιστηριακή πραγματικότητα μόνο τρικυμία εν κρανίω προκαλεί στους επενδυτές.

    Οι κραυγαλέες διαφορές στις εκτιμήσεις

    Ιδού όμως πως έχουν οι «αλχημείες» των αναλυτών: Για τη μετοχή της τράπεζας Πειραιώς η πιο πρόσφατη έκθεση της JP Morgan δίνει τιμή-στόχο τα 4,20 ευρώ, η της Goldman Sachs 1,85 ευρώ και η Citigroup τα 3,30 ευρώ. Η διαφορά ανάμεσα στις δύο πρώτες τιμές είναι 127%, ενώ ποσοστιαία απόσταση 78,4% έχουν η δεύτερη από την τρίτη. Προφανέστατα και ανεξάρτητα από το σκεπτικό τους, αποκλείεται να δικαιωθούν και οι τρείς αναλυτές των συγκεκριμένων οίκων. Αλλά αυτό θα αποτυπωθεί στη μελλοντική πορεία της μετοχής. Χωρίς την παραμικρή επίπτωση για όποιον ή όποιους καταδειχθεί ότι λάθεψαν. Και είναι μάλλον βέβαιο ότι στις επόμενες εκθέσεις που θα ακολουθήσουν, δεν θα δοθεί η παραμικρή εξήγηση για την αστοχία. Άλλωστε μετέπειτα λίγοι θα θυμούνται το τώρα.

    Δεύτερη περίπτωση είναι η Alpha Bank για την οποία η JP Morgan δίνει τιμή-στόχο τα 2,50 ευρώ, έναντι των 1,90 της Citigroup και των 2,13 ευρώ της Goldman Sachs. Εδώ η ουσιώδης διαφορά είναι ανάμεσα στις δύο πρώτες, καθώς η απόσταση των εκτιμήσεων είναι στο 31,6%.

    Για την Εθνική τράπεζα η μεν JP Morgan δίνει τιμή στόχο για τη μετοχή στα 3,8 ευρώ, ενώ η Goldman Sachs την τοποθετεί στα 2,6 ευρώ και η Citigroup στα 2,8 ευρώ. Φαίνεται δηλαδή ότι μεταξύ των δυο πρώτων εκτιμήσεων υπάρχει μια διαφορά της τάξεως του 46,2%. Επίσης στο 35,7% είναι η απόσταση που χωρίζει την «ετυμηγορία» της Morgan από αυτήν της Citi.

    Στην περίπτωση της Eurobank η διαφορά των εκτιμήσεων είναι συγκριτικά ηπιότερη, καθώς JP Morgan και Citigroup έχουν τη τιμή στόχο, στο 1 ευρώ. Σε απόσταση 22% από το 0,82 ευρώ που είναι η τιμή-στόχος της Goldman Sachs.

    Αν ληφθεί υπόψη ότι οι τρείς αυτές εκθέσεις έχουν δημοσιοποιηθεί στο διάστημα από τις 14 Ιανουαρίου έως τις 11 Φεβρουαρίου, τότε γίνεται αντιληπτό ότι η βάση των αξιολογήσεων είναι ή ίδια. Παραμένει όμως απορίας άξιο ο τρόπος με τον οποίο ο κάθε διεθνής οίκος διαβάζει τη «γυάλινη σφαίρα» των εξελίξεων. Κάνοντας αρκετούς από τους καχύποπτους να πιστεύουν, ότι οι κατά καιρούς εκτιμήσεις των μεγάλων ξένων «παικτών» μπορεί να εκφράζουν δικά τους συμφέροντα. Να μην είναι δηλαδή και τόσο αθώες οι εκθέσεις τους, όταν οι πάντες γνωρίζουν ότι τα μεγάλα επενδυτικά «σπίτια» λειτουργούν και ώς «σταθμάρχες» κεφαλαίων. Καθορίζοντας πού θα πάει το χρήμα των πελατών τους.



    ΣΧΟΛΙΑ