• Άρθρα

    Γιατί η κρίση θα συνεχιστεί την επόμενη εβδομάδα

    Αντώνης Κεφαλάς

    Αντώνης Κεφαλάς


    Όπως αναφέρει η Washington Post, το 2010, στον απόηχο της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, ο πρόεδρος Obama υπέγραψε με το νόμο Frank – Dodd μία σειρά από κανόνες ως προς την λειτουργία του τραπεζικού συστήματος. Το 2016, οι τράπεζες ξεκίνησαν μία πετυχημένη καμπάνια για την χαλάρωση αυτών των κανονισμών, με τον πρόεδρο Tramp να υπογράφει τον σχετικό νόμο το 2018. Ένας κορυφαίος λομπίστας υπέρ της χαλάρωσης ήταν ο  Greg Becker, πλέον τέως διευθύνων σύμβουλος της SVB. Η τράπεζα ήταν η 16η μεγαλύτερη των ΗΠΑ. Η κατάρρευσή της ήταν η 2η μεγαλύτερη της χώρας.

    ΟΙ ακραίοι νεοφιλελεύθεροι εξακολουθούν ακόμη να μάχονται κατά των κυβερνήσεων και τις δαπανηρές πολιτικές τους—όπως λένε. Στην στιγμή της κρίσης, όμως, ωρυόμενοι απαιτούν κρατική βοήθεια. Για να αποφύγει την διασπορά της κρίσης, η κυβέρνηση των ΗΠΑ κατάργησε ουσιαστικά το νόημα της εγγύησης των καταθέσεων. Αν είχε ισχύσει ο νόμος, η FDIC θα είχε αποζημιώσει τους καταθέτες μέχρι το ύψος των $250,000. Όσοι είχαν υψηλότερες καταθέσεις στην SVB θα τις έχαναν. Καμία κυβέρνηση δεν ανελάμβανε την ευθύνη και το κόστος. ΟΙ θεσμοί θυσιάστηκαν στην σκοπιμότητα του κέρδους.

    Η σωτηρία της SVB περιόρισε την κρίση – για τώρα. Η επόμενη εβδομάδα, μήνας, χρόνος, είναι άλλο θέμα. Ένα πράγμα είναι απόλυτα σίγουρο: όσο ισχύει το υπάρχων καθεστώς εποπτείας, οι τραπεζικές κρίσεις θα διαδέχονται η μία την άλλη – και η κάθε μία θα μας οδηγεί βαθύτερα στον πυθμένα της ανισότητας, του λαϊκισμού, της συνολικής οικονομικής κατάρρευσης.

    Ήδη, πλέουμε σε αχαρτογράφητα νερά από την πλευρά της οικονομικής πολιτικής. Ποιος δεν θα αντιδρούσε με τεράστια δυσπιστία αν πριν από 20 χρόνια ένας διορατικός άνθρωπος είχε ισχυριστεί ότι σε περίοδο χρηματοπιστωτικής κρίσης οι κεντρικές τράπεζες με το ένα χέρι θα μοίραζαν χρήματα (μία μορφή των helicopter money) και με το άλλο θα αύξαναν τα επιτόκια; Η ευγενική απάντηση θα ήταν «δεν ξέρεις τι λες». Η μη ευγενική «μάλλον τρελάθηκες».

    Έγραφα χθες(17/3) ότι μπορεί να δούμε μία ύφεση της κρίσης το Σαββατοκύριακο αλλά ουδείς γνωρίζει τι θα συμβεί την Δευτέρα. Ήδη, φαίνεται ότι η ένεση των $30 δισ. που έκαναν οι άλλες τράπεζες στην First Republic δεν έπεισε τους καταθέτες. Με τον κίνδυνο της επανάληψης θα υπογραμμίσω την βασική αντινομία που πολλοί διακρίνουν: η αύξηση των επιτοκίων αυξάνει τις δυνητικές ζημιές που μπορεί να υποστούν τράπεζες με μεγάλη έκθεση σε μακροχρόνια στοιχεία ενεργητικού (assets) συγκριτικά με το ύψος του μετοχικού και εποπτικού τους κεφαλαίου. Επειδή, τώρα, είναι γνωστό ότι λόγω της χαλαρής εποπτείας αυτό πράγματι συμβαίνει, είναι εξαιρετικά απίθανο να πεισθούν οι επενδυτές πως η κρίση είναι ελεγχόμενη.

    Εντύπωση προξενεί η στάση της ΕΚΤ. Φυσικά προσπαθεί να καθησυχάσει. Οι επενδυτές, όμως, εξίσου φυσιολογικά αναρωτιούνται γιατί έχει αφεθεί ανοιχτή η πληγή της Credit Suisse εδώ και τόσα χρόνια; Κι αν η ευρωπαϊκή εποπτεία είναι ισχυρότερη από αυτήν των ΗΠΑ (που είναι) πως και σιωπηλά επιτρέπεται να φουντώνει η μόλυνση στην Deutsche Bank; Κι αν αυτά ελέγχονται, πως αποφεύγεται η μετάδοση από τις ΗΠΑ – όταν το τραπεζικό σύστημα είναι παγκόσμιο και βαθιά αλληλεξαρτώμενο;

    Είναι σαφές ότι στην περίπτωση της ΕΚΤ και, ίσως, της FED την επόμενη εβδομάδα (αν φτάσουμε μέχρι εκεί χωρίς άλλους ισχυρούς κλυδωνισμούς) δύο παράγοντες κυριάρχησαν. Ο ένας ήταν ο φόβος του πληθωρισμού. Στην ευρωζώνη, η αύξηση του κόστους εργασίας ανά μονάδα παραγωγής στο 1ο τρίμηνο του 2023 και σε σύγκριση με το αντίστοιχο του 2022 ήταν 5,7%. Στην αμέσως προηγούμενη αντίστοιχη περίοδο ήταν 3,7%. Στις ΗΠΑ ο δείκτης τιμών καταναλωτή δεν δείχνει να υποχωρεί κάτω από το 6%.

    Ο δεύτερος ήταν η επιθυμία της ΕΚΤ να δείξει ότι ελέγχει την κατάσταση. Ένα από τα επιχειρήματα που ακούστηκαν στην συνεδρίαση του Δ.Σ. ήταν πως αν αντίθετα με τις προηγούμενες της κρίσης προσδοκίες των αγορών, η ΕΚΤ δεν αύξανε τα επιτόκια, αυτό θα ερμηνευόταν ότι θεωρούσε την κρίση σοβαρή. Η ΕΚΤ επέλεξε να στείλει το μήνυμα ότι θεωρεί πως ελέγχει τα πράγματα.

    Είναι αλήθεια ότι ο παράγων εμπιστοσύνη παίζει μεγάλο ρόλο στην ψυχολογία των επενδυτών. Εξαρτάται, όμως, από πόσο συχνά τον επικαλείται κανείς. Το περίφημο «whatever it takes” του Mario Monti ήταν πέρα για πέρα αποτελεσματικό επειδή ήταν η πρώτη φορά που η κεντρική τράπεζα έκανε τέτοιου είδους παρέμβαση. Από τότε έχει περάσει πολύ νερό κάτω από το αυλάκι και η αίγλη της έχει κάπως ξεθωριάσει κάτω από την πίεση των κρίσεων – που είναι πολλές εδώ και 5 δεκαετίες.

    Όλα αυτά συνηγορούν υπέρ της άποψης ότι η κρίση θα συνεχιστεί. Δεν μπορεί, εξάλλου, να παραβλέπεται το απλό γεγονός ότι τα χαμηλά επιτόκια ήταν η συγκολλητική ουσία που κρατούσε την ευρωζώνη ενωμένη. Η άνοδος τους θα ανοίξει ξανά τις χαώδεις πληγές του διαχωρισμού Βορά-Νότου και θα λειτουργήσει αρνητικά στην ενότητα. Αυτές τις επιπτώσεις διαβλέπουν ήδη οι αγορές και ανάλογα θα αντιδρούν.

    Επιπλέον, η χρηματοπιστωτική κρίση έρχεται να προστεθεί στην γεωπολιτική και κινδυνεύει να δημιουργήσει προβλήματα στην υποστήριξη της Ουκρανίας. Αναπόφευκτα, ο πόλεμος φέρνει πληθωρισμό—κι αυτός είναι ο μεγάλος φόβος ΗΠΑ και Ευρώπης. Το τελικό ερώτημα, έτσι, είναι τι τίμημα είμαστε διατεθειμένοι να πληρώσουμε για την δημοκρατία; Οπότε και σε ποιο βαθμό, η πολιτική οφείλει να υποτάσσεται στην οικονομία; Καθαρή απάντηση δεν υπάρχει κι αυτή η αβεβαιότητα είναι πολύ μεγάλη.

    Διαβάστε επίσης

    Άρθρο Παρέμβαση: Γιατί ο Κ. Αχ. Καραμανλής οφείλει να είναι υποψήφιος στις εκλογές



    ΣΧΟΛΙΑ