Οι παροχές περιουσιακών στοιχείων μεγάλης αξίας μπορούν να αναζητηθούν σε περίπτωση χωρισμού, όμως για το κληρονομικό δικαίωμα απαιτείται νέα νομοθετική ρύθμιση.

Η ελεύθερη συμβίωση αποτελεί μια συχνή πραγματικότητα σε πληθώρα ζευγαριών, τα οποία είτε επειδή δεν το θεωρούν απαραίτητο είτε για κοινωνικούς λόγους (π.χ. στα ομόφυλα ζευγάρια) δεν προχωρούν στη σύναψη γάμου ή συμφώνου συμβίωσης.

1

Το πρόβλημα ξεκινάει όταν στα πλαίσια αυτής της συμβίωσης ανακύπτουν περιουσιακά ζητήματα, καθώς νομικά δεν αναγνωρίζεται κάποιο δικαίωμα του ενός μέρους της σχέσης έναντι του άλλου.

Τι συμβαίνει, λοιπόν, όταν η σχέση λήξει και ο ένας έχει συμβάλει οικονομικά στην περιουσία του άλλου; Ή ακόμα δυσχερέστερα όταν ο ένας αποβιώσει χωρίς διαθήκη και ο σύντροφος που απομένει δεν δικαιούται τίποτα από την περιουσία του, η οποία μπορεί να καταλήξει σε μακρινούς και αποξενωμένους συγγενείς;

Η πρώτη περίπτωση είναι λιγότερο περίπλοκη, με σαφή πρόβλεψη του νόμου, αν και εντοπίζονται δυσκολίες στην αποδεικτική διαδικασία. Η δεύτερη, όμως, αποτελεί νομικό κενό, το οποίο μάλιστα εξετάζεται από το Υπουργείο Δικαιοσύνης να καλυφθεί με την επικείμενη μεταρρύθμιση του κληρονομικού δικαίου.

Αδικαιολόγητος πλουτισμός για παροχές περιουσιακών στοιχείων

Βασική αρχή του αστικού δικαίου είναι ότι κανείς δεν μπορεί να γίνεται πλουσιότερος χωρίς να υπάρχει νόμιμη αιτία. Συνεπώς, όποιος γίνεται πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια, όπως αναφέρει το άρθρο 904 του Αστικού Κώδικα περί αδικαιολόγητου πλουτισμού.

Το ερώτημα, επομένως, είναι πότε εκλείπει η νόμιμη αιτία στα πλαίσια της ελεύθερης συμβίωσης. Θεωρείται δεδομένο ότι οι συνηθισμένες παροχές που γίνονται ανάμεσα στο ζευγάρι στα πλαίσια της καθημερινότητας (π.χ. δώρα) ή η πληρωμή κοινών υποχρεώσεων (π.χ. μίσθωμα κατοικίας, λογαριασμοί κλπ.) γίνονται χωρίς πρόθεση ανταλλάγματος μέσα στο πνεύμα της κοινής συμβίωσης, οπότε φυσικά δεν μπορούν να αναζητηθούν.

Ωστόσο, κρίσιμης σημασίας είναι οι παροχές περιουσιακών στοιχείων που έχουν ως βάση τη σχέση και τη συμβίωση των δύο ατόμων. Τέτοιες παροχές μπορεί να είναι:

  • Δώρο μεγάλης αξίας (π.χ. κόσμημα ή αυτοκίνητο)
  • Δωρεά ακινήτου
  • Παροχή υψηλού χρηματικού ποσού
  • Οικονομική συμβολή στην ανακαίνιση ακινήτου.

Σε τέτοιου είδους περιπτώσεις, μπορεί ο πάροχος να ισχυριστεί ότι ο/η πρώην σύντροφός του πλούτισε χωρίς αιτία, αφού η αρχική αιτία παροχής (η συμβίωση) και η συνακόλουθη εμπιστοσύνη και θεμέλιο των παροχών έπαψε να υφίσταται.

Έτσι, μπορεί να ασκήσει αγωγή αδικαιολόγητου πλουτισμού, ώστε να λάβει την παροχή είτε αυτούσια είτε ως οικονομικό αντάλλαγμα.

Βέβαια, σε μια τέτοια αγωγή υπάρξουν δυσχέρειες αποδεικτικής φύσεως, καθώς το ένας μέρος θα πρέπει να αποδείξει ότι οι εν λόγω παροχές έγιναν με προσδοκία ανταλλάγματος, το οποίο δεν είναι απαραίτητα οικονομικό, αλλά μπορεί να ιδωθεί και από τη σκοπιά της προσδοκίας παραμονής του συντρόφου και συνέχισης της σχέσης και του ψυχικού δεσμού.

Αναγνωρίζονται κληρονομικά δικαιώματα στην ελεύθερη συμβίωση;

Τι γίνεται, όμως, στο ατυχές γεγονός που ο ένας σύντροφος αποβιώσει, χωρίς να έχει εξασφαλίσει με διαθήκη τον άλλο;

Πρόκειται δυστυχώς για μια συχνή περίπτωση, καθώς πολλά ζευγάρια, κυρίως μεγαλύτερης ηλικίας ή ομόφυλα, δεν προχωρούν σε σύναψη γάμου ή συμφώνου συμβίωσης, με αποτέλεσμα η περιουσία του θανόντος να καταλήγει στους συγγενείς.

Συγκεκριμένα, ο νόμος αναγνωρίζει κληρονομικό δικαίωμα στον/στην σύζυγο ή σύντροφο από σύμφωνο συμβίωσης και στα παιδιά, στους γονείς και τα αδέρφια (αν δεν υπάρχουν παιδιά) και στους θείους, ξαδέρφια ή ανίψια (αν δεν υπάρχουν κοντινότεροι συγγενείς). Δεν είναι, συνεπώς, σπάνια η περίπτωση να κληρονομήσει τον θανόντα κάποιος μακρινός ξάδερφος και ο/η σύντροφος να μείνει χωρίς κανένα κληρονομικό δικαίωμα.

Εφόσον στην περιουσία του θανόντος ανήκουν περιουσιακά στοιχεία που δόθηκαν από τον/την σύντροφο, όπως αυτά που προαναφέρθηκαν ανωτέρω, τότε ο σύντροφος που απομένει μπορεί να τα διεκδικήσει από τους κληρονόμους με την αγωγή αδικαιολόγητου πλουτισμού. Όμως, για την υπόλοιπη περιουσία δεν έχει κάποια αξίωση.

Στο παρελθόν, έχουν υπάρξει μεμονωμένες δικαστικές αποφάσεις, κυρίως σε επίπεδο Αρείου Πάγου, που έχουν δεχτεί ότι όταν πρόκειται για μόνιμη σχέση πολλών ετών, με σταθερότητα, κοινή συμβίωση και σύνδεσμο εμπιστοσύνης, μπορεί να στοιχειοθετηθεί κληρονομικό δικαίωμα του συντρόφου, ειδικά όταν οι άλλοι κληρονόμοι είναι μακρινοί συγγενείς χωρίς ψυχικό σύνδεσμό με τον θανόντα.

Είναι, όμως, η εξαίρεση.

Η νομική πραγματικότητα αυτή τη στιγμή είναι ότι ο θανών δεν κληρονομείται από τον σύντροφό του, ενώ ούτε η διαθήκη είναι η λύση, καθώς η κληρονομική διαδοχή με διαθήκη φορολογείται εξαντλητικά, όταν κληρονόμος είναι τρίτος και όχι σύζυγος ή κοντινός συγγενής.

Το νομικό αυτό κενό εξετάζει εδώ και καιρό το Υπουργείο Δικαιοσύνης, ώστε να βρει την ιδανική ισορροπία που αποδεικνύει ότι όντως επρόκειτο για μια σταθερή σχέση, στην οποία ο θανών θα ήθελε να κληρονομηθεί από τον/την σύντροφό του, αν και δεν δήλωσε αυτή τη βούληση μέσω διαθήκης, γάμου ή συμφώνου συμβίωσης.

Αμοιβαίες παροχές, κοινή στέγη και ύπαρξη τέκνων είναι μερικά από τα αποδεικτικά στοιχεία που θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως τεκμήρια για την ύπαρξη μιας τέτοιου είδους σχέσης και όχι ενός περιστασιακού δεσμού, όμως όλα θα αποσαφηνιστούν στην πολυαναμενόμενη μεταρρύθμιση του κληρονομικού δικαίου που επίκειται σύντομα.