Πρόκειται για ένα σύνηθες σενάριο: Μια επιχείρηση πετυχαίνει διαγραφή μέρους του χρέους της μέσω του εξωδικαστικού μηχανισμού και ο διαχειριστής, που είχε υπογράψει ως εγγυητής, επαναπαύεται θεωρώντας ότι δεν έχει ούτε εκείνος πλέον υποχρεώσεις. Μερικούς μήνες αργότερα, όμως, λαμβάνει εξώδικο από την τράπεζα, με το οποίο καλείται να πληρώσει το υπόλοιπο ποσό που κουρεύτηκε λόγω της ρύθμισης.

Σε άλλη περίπτωση, οφειλέτης ρυθμίζει το στεγαστικό του δάνειο με σημαντική μείωση, ενώ ο συγγενής που μπήκε εγγυητής μαθαίνει εκ των υστέρων ότι παραμένει υπεύθυνος για το υπόλοιπο. Σε ακραίες περιπτώσεις, ακόμη και όταν η εταιρεία του πρωτοφειλέτη πτωχεύει, ο εγγυητής δεν απαλλάσσεται αυτόματα, αλλά συχνά είναι ο πρώτος που καλείται να πληρώσει.

1

Αυτές οι περιπτώσεις, που επαναλαμβάνονται συχνά στα δικαστήρια, φανερώνουν ότι η έννοια της εξόφλησης, ρύθμισης ή διαγραφής του δανείου δεν σημαίνει πάντα απαλλαγή του εγγυητή. Αντιθέτως, το ελληνικό δίκαιο θεωρεί ότι η υποχρέωση του εγγυητή είναι παράλληλη και αυτόνομη από αυτή του πρωτοφειλέτη.

Η ευθύνη του εγγυητή είναι ανεξάρτητη από την όποια ρύθμιση

Σύμφωνα με τα άρθρα 847 επ. του Αστικού Κώδικα, η εγγύηση είναι μια παρεπόμενη μεν, αλλά αυτόνομη ενοχή. Ο εγγυητής υπόσχεται να εκπληρώσει την οφειλή του πρωτοφειλέτη αν εκείνος δεν το πράξει. Αυτό σημαίνει ότι, ακόμη κι αν η υποχρέωση του οφειλέτη μεταβληθεί, ο εγγυητής δεσμεύεται, εκτός αν η ίδια η μεταβολή αγγίζει και τη δική του σύμβαση.

Ο νόμος ορίζει ότι ο εγγυητής ευθύνεται εις ολόκληρον με τον πρωτοφειλέτη, εκτός αν έχει συμφωνηθεί κάτι διαφορετικό. Έτσι, η τράπεζα ή ο δανειστής μπορεί να στραφεί εναντίον του απευθείας, χωρίς πρώτα να επιδιώξει ικανοποίηση από τον πρωτοφειλέτη. Μόνο σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως όταν έχει ρητά παραιτηθεί της ευθύνης ή όταν η υποχρέωση του πρωτοφειλέτη έχει πλήρως εξαλειφθεί με τρόπο που επηρεάζει και την εγγύηση, μπορεί να απαλλαγεί.

Συνεπώς, η ρύθμιση ή διαγραφή του δανείου δεν συνεπάγεται αυτόματα την κατάργηση της εγγύησης. Εκτός αν ο εγγυητής έχει συμμετάσχει στη ρύθμιση και έχει ρητώς συναινέσει, η σύμβαση εγγύησης συνεχίζει να ισχύει για το νέο, μειωμένο ή ακόμη και το αρχικό ποσό. Ακόμη και όταν το δικαστήριο αποφασίζει απαλλαγή του οφειλέτη, όπως στην περίπτωση πτώχευσης ή διαδικασίας δεύτερης ευκαιρίας, η απαλλαγή αυτή δεν μεταδίδεται αυτομάτως στον εγγυητή.

Με λίγα λόγια, αν ο οφειλέτης προσφύγει στο Δικαστήριο και εκδοθεί μια ευνοϊκή απόφαση για αυτόν (π.χ. υπερχρεωμένα), τότε ο εγγυητής δεν προστατεύεται από την απόφαση αυτή και πρέπει να κάνει ξεχωριστή αίτηση, οπότε ανάλογα με την οικονομική του κατάσταση θα εκδοθεί η απόφαση, η οποία δεν είναι σίγουρο ότι θα είναι επίσης απαλλακτική του χρέους. Για παράδειγμα, μπορεί ο οφειλέτης να υπαχθεί στον εξωδικαστικό μηχανισμό και να κουρευτεί το χρέος του, αλλά ο εγγυητής να μην υπαχθεί και να κληθεί να πληρώσει το ποσό του κουρέματος.

Σε ποιες περιπτώσεις η τράπεζα μπορεί να στραφεί κατά του εγγυητή για ολόκληρο το δάνειο

Στην πράξη, οι τράπεζες στρέφονται κατά των εγγυητών σε πλήθος περιπτώσεων, ακόμα και όταν το δάνειο έχει ρυθμιστεί ή μερικώς διαγραφεί.

Ενδεικτικά:

  • Όταν η ρύθμιση έγινε μόνο με τον πρωτοφειλέτη και χωρίς συμμετοχή ή συναίνεση του εγγυητή·
  • Όταν η διαγραφή αφορά το πρόσωπο του οφειλέτη (π.χ. λόγω πτώχευσης), αλλά όχι το χρέος καθαυτό, που εξακολουθεί να υπάρχει έναντι τρίτων·
  • Όταν η εξόφληση του δανείου δεν ολοκληρώθηκε ή ο οφειλέτης παραβίασε εκ νέου τη ρύθμιση·
  • Όταν ο εγγυητής παραιτήθηκε από το ένσταση της διζήσεως, η οποία του δίνει το δικαίωμα να ζητήσει να γίνει πρώτα αναγκαστική εκτέλεση με κατάσχεση και πλειστηριασμό κατά της περιουσίας του οφειλέτη και μετά η τράπεζα να στραφεί κατά του εγγυητή, αν αυτή αποβεί άκαρπη. Στην πράξη, στη σύμβαση που υπέγραψε ο εγγυητής αρχικά όταν εγγυήθηκε για το χρέος, αποτελεί πάγια πρακτική των τραπεζών να θέτουν ως όρο να παραιτούνται οι εγγυητές από την ένσταση διζήσεως.

Η κατάσταση επιτείνεται από το γεγονός ότι συχνά οι τράπεζες θεωρούν τον εγγυητή πιο αξιόπιστο για ρευστοποίηση απαιτήσεων, αφού πρόκειται συχνά για διαχειριστές, μέλη διοίκησης ή συγγενείς του οφειλέτη που διαθέτουν περιουσιακά στοιχεία.

Τι μπορεί να κάνει ο εγγυητής

Μπροστά σε αυτό το αυστηρό πλαίσιο, ο εγγυητής δεν είναι εντελώς ανυπεράσπιστος, απαιτείται όμως να έχει έγκαιρη και ενεργητική στάση.

Κατ’ αρχάς, έχει το δικαίωμα να ενημερώνεται για την πορεία της οφειλής και κάθε μεταβολή της. Εάν η τράπεζα προχωρήσει σε ρύθμιση ή διαγραφή χωρίς να τον καλέσει, μπορεί να επικαλεστεί παραβίαση της αρχής της καλής πίστης και να ζητήσει αναπροσαρμογή ή ακύρωση της ευθύνης του.

Επίσης, ο εγγυητής μπορεί να προτείνει ίδιες ρυθμίσεις ή να ζητήσει να συμπεριληφθεί στη ρύθμιση του πρωτοφειλέτη, εξασφαλίζοντας ότι θα δεσμευτεί για το ίδιο μειωμένο ποσό. Σε περιπτώσεις εξωδικαστικού μηχανισμού, η συμμετοχή του είναι κρίσιμη, καθώς μόνο έτσι κατοχυρώνεται η απαλλαγή του από το κουρεμένο τμήμα.

Αν ήδη έχει στραφεί εναντίον του η τράπεζα, μπορεί να ασκήσει ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος, επικαλούμενος π.χ. αδικαιολόγητη επιβάρυνση, μη ενημέρωση ή υπέρμετρη δυσαναλογία.

Παράλληλα, αν καταβάλει μέρος ή όλο το χρέος, αποκτά δικαίωμα αναγωγής κατά του πρωτοφειλέτη, δηλαδή μπορεί να ζητήσει από εκείνον να του επιστρέψει τα ποσά που πλήρωσε.

Η πρακτική εμπειρία δείχνει ότι οι εγγυητές που διαπραγματεύονται έγκαιρα έχουν περισσότερες πιθανότητες να περιορίσουν την έκθεσή τους, είτε με εξωδικαστική συμφωνία, είτε με μερική εξόφληση που κλείνει την υπόθεση. Η παθητική στάση, αντίθετα, οδηγεί συνήθως σε διαταγές πληρωμής και πλειστηριασμούς εκ μέρους της τράπεζας, όταν πια απαιτείται δικαστικός αγώνας, για να απαλλαγεί ο εγγυητής.

Επομένως, η ρύθμιση ή η διαγραφή του δανείου δεν προστατεύει αυτόματα τον εγγυητή, εκτός αν αυτό  προβλέπεται ρητά. Η δεύτερη ευκαιρία του οφειλέτη δεν σημαίνει πάντα και δεύτερη ευκαιρία του εγγυητή, οπότε είναι βασικό ο τελευταίος να γνωρίζει ότι πρέπει να κινηθεί αυτόνομα εγκαίρως, ώστε να πετύχει αντίστοιχες ευνοϊκές ρυθμίσεις με αυτές του οφειλέτη.