Εξαιρετικά απρόθυμοι εμφανίζονται δικαστές και δικηγόροι να αποδεχτούν τις επικείμενες αλλαγές στην πολιτική δικονομία, υποστηρίζοντας -ή υπό το πρόσχημα- ότι η κατάσταση θα επιδεινωθεί αντί να βελτιωθεί.

Σε τροχιά μείζονος αναδιάρθρωσης εισέρχεται η πολιτική δικαιοσύνη με τις καίριες αλλαγές που προωθεί το Υπουργείο Δικαιοσύνης και το εκτενές νομοσχέδιο που θα αναδιαμορφώσει τον νέο Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Με στόχο την καταπολέμηση της χρόνιας καθυστέρησης στην έκδοση τελεσίδικων αποφάσεων – που σήμερα φτάνει τις 1.492 ημέρες – και τη σύγκλιση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο των 650 ημερών, η κυβέρνηση επιδιώκει να επαναπροσδιορίσει τον χρόνο, τον τρόπο και τη φιλοσοφία απονομής της δικαιοσύνης στα αστικά δικαστήρια.

1

Ωστόσο, η προσπάθεια αυτή έχει βρει τη σφοδρή αντίθεση δικαστών αλλά και δικηγόρων, οι οποίοι μέσω των θεσμικών οργάνων τους είναι ενάντιοι στο σύνολο σχεδόν του νομοσχεδίου, δίνοντας την εντύπωση ότι δυσκολεύονται να δεχτούν οποιαδήποτε αλλαγή.

Τι αλλάζει και πώς -το Υπουργείο ελπίζει ότι- θα επιταχυνθεί η δικαιοσύνη

Ο νέος Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας επιχειρεί να επιταχύνει τη διαδικασία από την κατάθεση της αγωγής έως την έκδοση αμετάκλητης απόφασης μέσα από δραστικές αλλαγές σε όλα τα στάδια της δίκης: στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας προβλέπεται άμεσος προσδιορισμός δικασίμου, αυστηρές προθεσμίες για την επίδοση της αγωγής και – για πρώτη φορά – δυνατότητα προελέγχου του δικογράφου από τον δικαστή, με στόχο την αποφυγή επαναληπτικών συζητήσεων λόγω αοριστίας ή ελλείψεων.

Η τελευταία αυτή ρύθμιση είναι εξόχως σημαντική και ήταν βασικό θέμα συζήτησης και δυσφορίας μεταξύ των μάχιμων δικηγόρων παλαιότερα. Αυτό που συμβαίνει τώρα -και θα συμβαίνει μέχρι την ψήφιση του νομοσχεδίου- είναι ότι αν η αγωγή περιέχει τυπικές ελλείψεις, απορρίπτεται ως απαράδεκτη, οπότε ο δικηγόρος πρέπει να την καταθέσει από την αρχή, επαναλαμβάνοντας πρακτικά τη διαδικασία, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την απώλεια πολύτιμου χρόνου.

Η ρύθμιση, λοιπόν, που προωθείται είναι ότι ο δικαστής θα ελέγχει σε ένα πρώτο στάδιο την αγωγή και -στα πρότυπα σχεδόν όλων των έννομων τάξεων στο ηπειρωτικό αλλά και το αγγλοσαξωνικό δίκαιο- θα ειδοποιεί τον δικηγόρο να διορθώσει τυπικά σφάλματα, ώστε να προχωρήσει η διαδικασία.

Άλλες αλλαγές που προωθούνται είναι ότι τίθενται ρητά χρονοδιαγράμματα για την έκδοση των αποφάσεων, με την πρόβλεψη εσωτερικών μηχανισμών λογοδοσίας όταν αυτές παρατείνονται.

Στον δεύτερο βαθμό, η διαδικασία κατάθεσης ενδίκων μέσων απλοποιείται, ενώ εισάγονται αποκλειστικές και δεσμευτικές προθεσμίες τόσο για τα μέρη όσο και για τα δικαστήρια. Η έφεση θα πρέπει να ασκείται μέσα σε έναν χρόνο αντί δύο, καθιερώνεται η χρήση ηλεκτρονικού φακέλου δικογραφίας, ενώ στο πεδίο της αναίρεσης, υιοθετούνται περιορισμοί στην έκταση των δικογράφων.

Ιδιαίτερο βάρος δίνεται επίσης στην αποσυμφόρηση των πινακίων μέσω της μεταφοράς αρμοδιοτήτων. Οι διαταγές πληρωμής και απόδοσης μισθίου θα εκδίδονται πλέον από ειδικά εκπαιδευμένους δικηγόρους, ενώ η δημοσίευση και αποσφράγιση διαθηκών ανατίθεται σε συμβολαιογράφους και δικαστικούς επιμελητές.

Τέλος, επιχειρείται ενίσχυση της δικαστικής λειτουργίας με τη δημιουργία νέων οργανικών θέσεων, ρύθμιση των αποζημιώσεων των δικαστικών υπαλλήλων και επιβολή ορίου στον αριθμό των υποθέσεων ανά δικαστή, σε μια προσπάθεια εξορθολογισμού της επιβάρυνσης του συστήματος.

Ωστόσο, οι προωθούμενες ρυθμίσεις, παρά τον δηλωμένο στόχο τους για επιτάχυνση της δικαιοσύνης, έχουν προκαλέσει έντονες αντιδράσεις στους κόλπους των δικαστών και των δικηγόρων.

Η άμεση απάντηση των δικαστών

Μετά την κατάθεση του νομοσχεδίου σε δημόσια διαβούλευση, η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων ήταν εξαιρετικά ταχεία, καλώντας τους λειτουργούς της Δικαιοσύνης σε αποχή από τα καθήκοντά τους, με το σκεπτικό ότι το εν λόγω νομοσχέδιο υποβαθμίζει την ποιότητα της δικαιοσύνης.

Ακολούθησε ένα σήριαλ ανακοινώσεων, με το Υπουργείο να κατακρίνει τη στάση των δικαστών, τονίζοντας ότι κατά την κατάρτιση του νομοσχεδίου εισακούστηκαν οι θεσμικοί φορείς, με εκπροσώπηση μάλιστα στη νομοπαρασκευαστική επιτροπή της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων. Επιπλέον, καταδίκασε την αποχή τους, επισημαίνοντας ότι το νομοσχέδιο βρίσκεται ακόμη σε φάση διαβούλευσης, εννοώντας ότι οι παρατηρήσεις των φορέων μπορούν να γίνουν μέσω της ενδεδειγμένης οδού σχολιασμού στο σχέδιο νόμου και όχι μέσω απεργιών.

Η αντίδραση της Ένωσης ήταν εντυπωσιακή, εκδίδοντας ανακοίνωση και καταδικάζοντας για άλλη μία φορά το νομοσχέδιο, ανακοίνωση την οποία έκλεινε με την παροιμιώδη πρόταση ότι «μαζί με τους δικαστές έπρεπε αυτή τη στιγμή να είναι ξεσηκωμένος όλος ο λαός». Και δεν σταμάτησε μόνο εκεί, αλλά διοργάνωσε ηλεκτρονική ψηφοφορία, στην οποία άνω του 90% των συμμετεχόντων ψήφισε ότι ο νέος Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας θα μειώσει την ποιότητα των δικαστικών αποφάσεων και προσβάλλει την ανεξαρτησία των δικαστικών λειτουργών.

Σε τι ακριβώς, όμως, διαφωνούν τόσο ακραιφνώς οι δικαστές και ποιες είναι οι αλλαγές του σχεδίου νόμου που τους έχει φέρει στα… χαρακώματα με το Υπουργείο;

Τα κυριότερα σημεία της ανακοίνωσής τους είναι τα εξής:

  • Ασφυκτικές προθεσμίες: Θεωρούν ότι οι προβλεπόμενες αυστηρές προθεσμίες (π.χ. έκδοση απόφασης εντός 6 μηνών) αγνοούν τον τεράστιο φόρτο εργασίας, τα παράλληλα ποινικά καθήκοντα και τις υποστελεχωμένες δομές, ιδίως στα μεγάλα δικαστήρια. Μάλιστα, η υποχρέωση προληπτικής “απολογίας” δικαστών σε περίπτωση πιθανής καθυστέρησης απόφασης, χαρακτηρίζεται ως θεσμικά προσβλητική και επικίνδυνη. Επιπλέον, εκφράζεται έντονη αντίθεση στη διάταξη που καθιστά δεσμευτικές για τα ίδια τα δικαστήρια τις προθεσμίες του Κώδικα, παρακάμπτοντας τους εσωτερικούς κανονισμούς λειτουργίας τους.
  • Προέλεγχος δικογράφου: Διαφωνούν με την εισαγωγή προελέγχου δικογράφων για αοριστία, καθώς η διάγνωση της αοριστίας αποτελεί ουσιαστικό έργο κρίσης και δεν μπορεί να υποκατασταθεί από μια απλή διάταξη, χωρίς αιτιολογία.
  • Άμεσος προσδιορισμός δικασίμου: Σύμφωνα με την Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων, η πρόβλεψη άμεσου προσδιορισμού της δικασίμου, χωρίς μεταβατική πρόβλεψη και χωρίς δυνατότητα ευελιξίας από τα δικαστήρια, αναμένεται να οδηγήσει σε χάος. Προβλέπεται, μάλιστα, αριθμητικός τριπλασιασμός των πινακίων, ιδίως στο Πρωτοδικείο Αθηνών, και δημιουργία «παράλληλων πινακίων» με χρονικό ορίζοντα ετών.
  • Διαταγές πληρωμής σε δικηγόρους: Εντονότατες είναι οι αντιρρήσεις και για τη μεταβίβαση της αρμοδιότητας έκδοσης διαταγών πληρωμής και απόδοσης μισθίου σε δικηγόρους. Κατά την ΕΝΔΕ, πρόκειται για μεταβίβαση δικαιοδοτικής πράξης σε ιδιώτες χωρίς τις εγγυήσεις ανεξαρτησίας και αμεροληψίας που προβλέπει το Σύνταγμα και το ευρωπαϊκό δίκαιο για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Τονίζουν ότι πρόκειται για ευθεία σύγκρουση συμφερόντων, αφού ο δικηγόρος που εκπροσωπεί τον εντολέα του εκδίδει και τον εκτελεστό τίτλο σε βάρος του αντιδίκου.

Γενικότερα, οι δικαστές διαφωνούν στο σύνολο σχεδόν των διατάξεων, συνοψίζοντας ότι κάθε απόπειρα οριζόντιας επιτάχυνσης χωρίς ρεαλιστικό σχεδιασμό, εγκυμονεί κινδύνους απορρύθμισης, υπερφόρτωσης των δικαστικών λειτουργών και μείωση της ποιότητας των δικαστικών αποφάσεων.

Πολέμιοι και οι δικηγόροι

Στην ίδια ρότα κινούνται και οι δικηγόροι, αν και εκ των πραγμάτων δεν θα μπορούσαν να είναι τόσο ενάντιοι όσο οι δικαστές. Και αυτό επειδή το νέο νομοσχέδιο αυξάνει κατά πολύ τη δικηγορική ύλη, μεταφέροντας την αρμοδιότητα έκδοσης διαταγών πληρωμής και απόδοσης μισθίου στους δικηγόρους.

Ωστόσο, πέρα από αυτό το αναμενόμενο καλωσόρισμα, ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών, ο οποίος δίνει το στίγμα για την αντίδραση των θεσμικών φορέων της δικηγορικής κοινότητας ανά την Ελλάδα, τάσσεται ξεκάθαρα κατά του νομοσχεδίου.

Ο ΔΣΑ θεωρεί γενικά ότι η πρόταση του Υπουργείου Δικαιοσύνης αντικατοπτρίζει μια πρόχειρη προσπάθεια αναδιοργάνωσης της Δικαιοσύνης χωρίς κεντρικό σχέδιο και υποτιμώντας τα υφιστάμενα προβλήματα που τελικά όχι μόνο θα παραμείνουν, αλλά θα διογκωθούν.

Αντιτίθεται, για παράδειγμα, σε κομβικές διατάξεις που στοχεύουν στην επιτάχυνση, όπως η δυνατότητα για αναβολή μόνο μία φορά, η προθεσμία για έφεση στον έναν χρόνο και η δυνατότητα για άσκηση ανακοπής κατά κατάσχεσης ή πλειστηριασμού μόνο μέσω πλατφόρμας και σε πολύ ασφυκτικές προθεσμίες.

Επιπλέον, το συνδικαλιστικό όργανο των δικηγόρων δεν επικροτεί ούτε τον προέλεγχο του δικογράφου και την έκδοση Διάταξης για τη θεραπεία αοριστιών, υπογραμμίζοντας ότι το μόνο που θα επιτευχθεί είναι η προσθήκη ενός ακόμη χρονοβόρου σταδίου στην πολιτική δίκη.

Παραμένει, λοιπόν, ένα καίριο ερώτημα το αν και πώς μια τέτοια γενικευμένη αντίδραση μπορεί να αγνοηθεί και ποιες θα είναι οι κινήσεις του Υπουργείου. Η στάση του Γ. Φλωρίδη έως τώρα είναι ασάλευτη, ισχυριζόμενος ότι η σύγκρουση με τους λειτουργούς της Δικαιοσύνης συμβαίνει λόγω της απροθυμίας των τελευταίων να αλλάξουν πάγιες πρακτικές και να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες.

Με αυτό το σκεπτικό είναι σχεδόν βέβαιο ότι δεν αναμένονται σημαντικές διαφοροποιήσεις του νομοσχεδίου από τον νόμο που τελικά θα ψηφιστεί. Το ποια πλευρά τελικά έχει δίκιο θα φανεί μακροπρόθεσμα, όμως το δεδομένο είναι ότι η Δικαιοσύνη στην Ελλάδα έχει φτάσει στο σημείο μηδέν, με τους πολίτες να την αμφισβητούν σοβαρά. Το να πέσει άλλη μία προσπάθεια μεταρρύθμισης στο κενό θα εντείνει το κύμα δυσπιστίας, όμως υπάρχει και το ελπιδοφόρο ενδεχόμενο κάτι επιτέλους να βελτιωθεί…