• Επι-θετικά

    Τα διατηρητέα και τα φεστιβάλ στα όριά τους

    Τα αμερικανικά προϊόντα, τα αγέννητα παιδιά και άλλες αμαρτίες

    Portrait of Stephy Langui, Rene Magritte


    Καίνε τα κτήρια όταν γεράσουν

    Βάση για την δημιουργία της Εθνικής Πινακοθήκης, τον μακρινό 19ο αιώνα ήταν ένα κληροδότημα. Αυτό του Αλέξανδρου Σούτζου της παλιάς φαναριώτικης οικογένειας, ενός νομικού και φιλότεχνου που άφησε όλη την κινητή και ακίνητη περιουσία του, όπως και τη συλλογή  του με έργα τέχνης και νομίσματα στο κράτος. Για έναν σκοπό όμως. Τη δημιουργία «Μουσείου Καλών Τεχνών». Όπως και έγινε και μάλιστα σύντομα για τα ελληνικά δεδομένα, καθώς πέντε χρόνια μόλις, μετά το θάνατο του Σούτζου  ιδρύθηκε το 1900 η Εθνική Πινακοθήκη. Και δεν τα πήγε άσχημα ως τώρα αποτελώντας ένα σημαντικό σημείο αναφοράς στο πολιτιστικό πρόσωπο της Αθήνας, πόσω μάλλον τώρα, που και με τη βοήθεια νέων δωρητών, το Ίδρυμα Νιάρχος, επεκτείνεται και εκσυγχρονίζεται. Δεν συνέβη το ίδιο ωστόσο με το σπίτι του Σούτζου στην οδό Σταδίου 47, αυτό που μόλις χθες πήρε φωτιά, μέρος επίσης του κληροδοτήματος προς την Εθνική Πινακοθήκη. Κηρυγμένο διατηρητέο από τον δήμο Αθηναίων μόλις το 2003 και μόνον ως προς την πρόσοψη αυτό το κομψό κάποτε, νεοκλασικό κτήριο ήταν, όσο κι αν κάνει εντύπωση σήμερα, το εξοχικό της οικογένειας του Αλέξανδρου Σούτζου. Είχε και μια έξοδο μάλιστα προς την οδό Γεωργίου Σταύρου για να βγαίνουν τα άλογα! Όσο καιρό λοιπόν αυτό το κτήριο νοικιαζόταν και απέφερε έσοδα, μια χαρά ήταν τα πράγματα. Μόλις ξενοικιάστηκε το 2012 μέσα στην κρίση ήταν επόμενο, ότι θα γινόταν άσυλο ταλαίπωρων ανθρώπων, αφού η πολιτεία δεν έχει μεριμνήσει για τη στέγασή τους. Η πυρκαγιά ήταν επίσης φυσικό επόμενο. Μόλις πριν λίγα χρόνια κι ενώ είχαν αρχίσει οι εργασίες για την συντήρησή του είχε πάρει φωτιά και το ξενοδοχείο Ακροπόλ ενώ πόσα άλλα μικρά κτήρια, κοσμήματα το πάλαι, της πόλης αφήνονται σε εγκατάλειψη.  Κι ας μην πιστέψουμε τους «κακόβουλους», που λένε πως επίτηδες, για να αρθεί μια κι έξω η ταμπέλα του «διατηρητέου». Αλλά υπάρχει και συνέχεια..

    Μια στέγη για το Θεατρικό Μουσείο

    Φεβρουάριο του 2018 η τότε υπουργός Πολιτισμού Λυδία Κονιόρδου, ευαισθητοποιημένη λίγο παραπάνω ως ηθοποιός που είναι, με το θέμα της έλλειψης στέγης του Θεατρικού Μουσείου ανακοίνωνε, πως το νεοκλασικό της Σταδίου 47 θα ήταν το καταλληλότερο για να λύσει το χρονίζον πρόβλημα. Με δύο ορόφους και υπόγειο και όχι ιδιαίτερα μεγάλη σε τετραγωνικά, η παλαιά οικία Σούτζου μπορεί να μην κάλυπτε απολύτως τις ανάγκες του ταλαιπωρημένου και περιφερόμενου μουσείου, από την άλλη μεριά όμως η θέση της στο κέντρο της Αθήνας είναι προνομιούχα. Και ειδικά για ένα μουσείο ό,τι πρέπει! Φυσικά όμως  μια σειρά ενεργειών έπρεπε να προηγηθούν αλλά δύο χρόνια μετά δεν έχει γίνει απολύτως τίποτε. Το κτήριο παρέμενε να καταρρέει ενώ ούτε η ένταξη για την αποκατάστασή του στο πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων έγινε, όπως είχε ανακοινώσει η κυρία Κονιόρδου. Μιλάμε βέβαια για τεράστια δαπάνη, η οποία όπως είχε ανακοινώσει το υπουργείο τον Νοέμβριο του ΄18 θα έφθανε τα 10.770.000 ευρώ! Τεράστιο ποσό ασφαλώς αν και θα περιελάμβανε την ανακαίνιση και την ανακατασκευή του κτηρίου αλλά και την συντήρηση και ψηφιοποίηση του μουσειακού υλικού και τον εξοπλισμό του Θεατρικού Μουσείου. Άγνωστο αν μπορούν να εξασφαλισθούν αυτά τα χρήματα σήμερα η νυν υπουργός όμως Λίνα Μενδώνη δηλώνει ότι θα αρχίσει τις διαδικασίες ώστε να εκπονηθούν οι αναγκαίες μελέτες για το  έργο της αποκατάστασης του κτηρίου, προκειμένου να είναι ώριμο για ένταξη στη χρηματοδοτική περίοδο 2021-27. Αν φυσικά το κτήριο υπάρχει ακόμη…

       Φεστιβάλ κι όποιος αντέξει

    Πολλά καλοκαίρια πίσω μία ήταν η έγνοια πάντα στην αρχή της σεζόν: Μην κάνουν καμιά κίνηση οι Τούρκοι στο Αιγαίο και χαθεί ο τουρισμός… Οπότε πάει η οικονομία. Αυτό δεν έγινε, κι ας κοκορεύονται κάθε τόσο με «ερευνητικά» και άλλα σκάφη τους, άλλωστε και γι΄αυτούς θα ήταν ένα ζήτημα. Την πανδημία δεν μπορούσε να την φανταστεί κανείς, τουλάχιστον από εμάς τους απλούς ανθρώπους, να όμως που η τερατώδης εξάπλωσή της έχει ισοπεδώσει τα πάντα. Και δεν είναι μόνον τα τουριστικά –ξενοδοχειακά, είναι και τα πολιτιστικά που πλήττονται και μαζί ολόκληρη η οικονομία που κινείται γύρω από αυτά. Ο δήμος Επιδαύρου αίφνης, που είναι μια περιοχή με αγροτοπαραγωγικό πλούτο έχει προσανατολίσει παρ΄όλα αυτά την οικονομία του, ειδικά για το καλοκαίρι στο Φεστιβάλ. Είχε κόσμο το αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου; Μια χαρά βγήκε η εβδομάδα. Δεν είχε, γιατί δεν ήταν καλή η παράσταση ή έβρεξε και αναβλήθηκε, ζημιές στις επιχειρήσεις. Εξ ου και μαθαίνω ότι τώρα προσπαθεί πάσει θυσία να γίνει φέτος το Φεστιβάλ, για να βοηθηθεί η καταρρακωμένη οικονομία της περιοχής. Όπως και όλων φυσικά. Δεν ξέρω πόσοι τολμηροί, αν και εφόσον όλα αυτά τα φεστιβάλ, από τα πιο επίσημα, Ηρωδείου και Επιδαύρου ως τα μικρά κάθε δήμου, θα σπεύσουν να τα παρακολουθήσουν. Όλα ανοιχτά είναι για την επόμενη μέρα και τα καλά και τα κακά. Θυμήθηκα όμως  ένα υψηλόβαθμο στέλεχος μεγάλου οργανισμού, που έλεγε με περισσή σιγουριά σε μια συνέντευξή του, ότι η Ελλάδα πρέπει να δουλεύει άνοιξη- καλοκαίρι και κάνει τις διακοπές της το χειμώνα. Διότι αυτό έχει, αυτό πρέπει να πουλάει. Κάτι σαν το μοντέλο δηλαδή, που εφάρμοσαν Μύκονος και Σαντορίνη. Πόσο εύθραυστο όμως είναι όλο αυτό δεν χρειάζεται καν να συζητηθεί. Ούτε μακροπρόθεσμα ούτε σε βάθος έχει δει η χώρα την ανάπτυξή της σε όλη την νεώτερη ιστορία της. Η ευκολία του «ήλιος και θάλασσα» μας κυνηγάει.



    ΣΧΟΛΙΑ