Στην πρώτη γραμμή της μάχης για το κόστος της ενεργειακής μετάβασης, θα βρεθεί σήμερα ο υπουργός ενέργειας Στάυρος  Παπασταύρου, στο Συμβούλιο Υπουργών Ενέργειας που θα πραγματοποιηθεί στις Βρυξέλλες.

Το θέμα που συζητείται είναι η τελική συμφωνία  για τους όρους που θα μπουν στον στόχο μείωσης κατά 90% των εκπομπών για το 2040 κάτι που θα καθορίσει τις αλλαγές στις οποίες θα υποχρεώσει τα κράτη μέλη και το αν είναι οικονομικά εφικτές.

1

Το μπρα ντε φερ μεταξύ των κρατών-μελών γίνεται για το πόσο απόλυτα θα τεθούν αυτοί οι στόχοι.

Το στοίχημα είναι μεγάλο γιατί ο στόχος για τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου κατά περίπου 90% σε σχέση με το 1990, ως βήμα προς την πλήρη κλιματική ουδετερότητα έως το 2050 για να  επιτευχθεί, θα ανατρέψει ουσιαστικά το ενεργειακό μίγμα των κρατών‑μελών και θα απαιτήσει ταχύτατο εξηλεκτρισμό όλων των τομέων της οικονομίας,  εκτοξεύοντας  το κόστος μετάβασης.

Η συμφωνία που θα προκύψει θα καθορίσει τα βασικά στοιχεία που θα ενσωματωθούν στις μελλοντικές νομοθετικές προτάσεις της Ε.Ε., διαμορφώνοντας την πολιτική πλεύση των επόμενων δεκαετιών.

Στην Ευρώπη σχηματίζονται δύο στρατόπεδα. Από τη μια, χώρες όπως η Γερμανία, η Ισπανία και οι σκανδιναβικές, που ζητούν την υλοποίηση του στόχου χωρίς όρους. Από την άλλη, κράτη όπως η Ελλάδα, η Ιταλία, η Βουλγαρία και η Σλοβακία, που επιμένουν στον ρεαλισμό, την ευελιξία, τη ρήτρα αναθεώρησης και στη δίκαιη κατανομή των βαρών της μετάβασης, ώστε κανείς να μη μείνει πίσω.

Η ελληνική πλευρά, όπως τονίζει ο υπουργός Παπασταύρου, τάσσεται υπέρ των φιλόδοξων στόχων, αλλά θέτει σαφείς όρους: οι στόχοι πρέπει να είναι ρεαλιστικοί, να λαμβάνουν υπόψη τις κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες των κρατών, την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων και τις επιπτώσεις στους πολίτες. Η Ελλάδα υποστηρίζει επίσης την ανάγκη ύπαρξης ρήτρας αναθεώρησης, ώστε να υπάρχει δυνατότητα επανεκτίμησης των στόχων με βάση νέα επιστημονικά δεδομένα και τεχνολογικές εξελίξεις.

Στην άτυπη συνεδρίαση της 23ης Οκτωβρίου, οι υπουργοί υπογράμμισαν τη σημασία της ρεαλιστικής συνεισφοράς των απορροφήσεων άνθρακα, της χρήσης διεθνών πιστωτικών μορίων υψηλής ποιότητας και της ανάγκης προσαρμογής των στόχων στις εξελισσόμενες προκλήσεις και ευκαιρίες για την παγκόσμια ανταγωνιστικότητα της Ε.Ε.

Η διαδικασία για τον δεσμευτικό ενδιάμεσο στόχο του 2040 έχει ήδη περάσει από τα πρώτα στάδια: η συζήτηση πολιτικής στις 18 Σεπτεμβρίου και η πολιτική καθοδήγηση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στις 23 Οκτωβρίου έθεσαν το πλαίσιο. Σήμερα οι υπουργοί επιχειρούν να καταλήξουν σε «γενική προσέγγιση», ώστε η πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για μείωση εκπομπών κατά 90% να αποκτήσει δεσμευτικό χαρακτήρα και να αποτελέσει οδηγό για τις νομοθετικές πρωτοβουλίες μετά το 2030.

Παράλληλα, θα συζητηθεί και η εθνικά καθορισμένη συνεισφορά της Ε.Ε. (NDC) μετά το 2030, που θα υποβληθεί στη σύμβαση του ΟΗΕ για το κλίμα (UNFCCC). Η NDC αποτελεί βασικό εργαλείο της Συμφωνίας του Παρισιού, καταγράφοντας τις προσπάθειες κάθε χώρας για μείωση εκπομπών και προσαρμογή στις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής.

Ενεργειακή μετάβαση και ανταγωνιστικότητα

Σε μια εποχή που το αίτημα για ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής οικονομίας είναι στο επίκεντρο οι στόχοι της ενεργειακής μετάβασης μπορεί να λειτουργούν σαν τροχοπέδη. Και ενώ οι ενεργειακές ανάγκες αυξάνονται και η Ευρώπη προτάσσει την ανάγκη ενεργειακής της αυτονομίας και πλήρους απεξάρτησης από το ρωσικό φυσικό αέριο, την ίδια στιγμή θεσπίζει θεσμικά πλαίσια και ρυθμιστικούς περιορισμούς που υπονομεύουν αυτή την προσπάθειά της.

Είναι χαρακτηριστικό ότι χθες μιλώντας στη  μεγάλη ενεργειακή έκθεση ADIPEC στα ΗΑΕ, Πατρίκ Πουγιάννε Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος, TotalEnergies, αναφέρθηκε στη συνεχιζόμενη ανάγκη για ορυκτά καύσιμα:

“Αυτή η μετάβαση δεν αφορά λιγότερη ενέργεια, αφορά περισσότερη ενέργεια με λιγότερες εκπομπές. Ο πλανήτης χρειάζεται περισσότερη ενέργεια, τελεία και παύλα.

Και όταν μεταβαίνουμε από το να σκεφτόμαστε με όρους πετρελαίου και φυσικού αερίου στο να σκεφτόμαστε με όρους ενέργειας, αυτό σημαίνει ακόμα περισσότερο πετρέλαιο και περισσότερο φυσικό αέριο, επειδή παραμένουν στον πυρήνα του συστήματος. Αλλά όλο και περισσότερο, η ενέργεια που όλοι κοιτούν τώρα είναι η ηλεκτρική ενέργεια.”

Την ίδια στιγμή, όμως ερωτηματικά δημιουργούνται για το πώς μπορούν να πραγματοποιηθούν στην Ευρώπη μεγάλες επενδύσεις στις υποδομές ή τις εξορύξεις ορυκτών καυσίμων, όταν τόσο ο κλιματικός νόμος όσο και η Οδηγία για τη Βιωσιμότητα κάνουν απαγορευτική την παρουσία τους στην Ευρώπη μετά το 2040.

O Διευθύνων Σύμβουλος της ExxonMobil, Darren Woods είπε χθες ότι η ExxonMobil δεν θα μπορεί να συνεχίσει να δραστηριοποιείται στην Ευρωπαϊκή Ένωση εάν αυτή δεν χαλαρώσει σημαντικά τη νομοθεσία περί βιωσιμότητας, γιατί  όταν εφαρμοστεί θα μπορούσε να οδηγήσει στην επιβολή προστίμων ύψους 5% των παγκόσμιων εσόδων της.

Ο CEO της εταιρείας Ντάρεν Γουντς κάλεσε την ΕΕ σε αναθεώρηση της Οδηγίας για την Εταιρική Βιωσιμότητα (Corporate Sustainability Due Diligence Directive), η οποία απαιτεί από τις εταιρείες που δραστηριοποιούνται στην ΕΕ να εντοπίζουν και να αντιμετωπίζουν τους κινδύνους για τα ανθρώπινα δικαιώματα και το περιβάλλον σε όλες τις αλυσίδες εφοδιασμού τους. Αντίστοιχες εκκλήσεις είχαν προέλθει, τον περασμένο μήνα, και από το Κατάρ και τις ΗΠΑ.

“Εάν δεν μπορούμε να είμαστε μια επιτυχημένη εταιρεία στην Ευρώπη, και το πιο σημαντικό, εάν αρχίσουν να προσπαθούν να υιοθετήσουν την επιβλαβή νομοθεσία τους και να την επιβάλουν σε όλο τον κόσμο όπου δραστηριοποιούμαστε, καθίσταται αδύνατο να παραμείνουμε εκεί” δήλωσε, συγκεκριμένα, ο διευθύνων σύμβουλος της Exxon Mobil στο Reuters στο περιθώριο της συνάντησης της ADIPEC στο Άμπου Ντάμπι.

Ο Γουντς δήλωσε ότι η νομοθεσία απαιτεί από μεγάλες εταιρείες, όπως η Exxon Mobil, να εφαρμόσουν σχέδια για την κλιματική μετάβαση που να ευθυγραμμίζονται με τον στόχο της Συμφωνίας του Παρισιού για περιορισμό της υπερθέρμανσης του πλανήτη στους 1,5°C πάνω από τα προβιομηχανικά επίπεδα – μια απαίτηση που χαρακτήρισε τεχνικά ανέφικτη.

“Αυτό που με εκπλήσσει είναι ότι η υπέρβαση όχι μόνο απαιτεί να το κάνουμε αυτό για τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούμαστε στην Ευρώπη, αλλά θα απαιτούσε από εμένα να το κάνω αυτό για όλες τις επιχειρήσεις μου σε όλο τον κόσμο, ανεξάρτητα από το αν αγγίζει την Ευρώπη ή όχι” επεσήμανε.

“Θα συνεχίσουμε να προσπαθούμε να συσπειρώσουμε ουσιαστικά τους επιχειρηματικούς ηγέτες σε όλο τον κόσμο για να αντισταθούν σε αυτή τη νομοθεσία” είπε χαρακτηριστικά.

Σημειωτέον ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο συμφώνησε να διαπραγματευτεί περαιτέρω αλλαγές στον νόμο τον περασμένο μήνα και η ΕΕ αναμένεται να εγκρίνει τις τελικές αλλαγές μέχρι το τέλος του έτους.