Σε έναν κλάδο όπου η ιστορία των επιχειρήσεων γράφεται συχνά μέσα στην ίδια την οικογένεια, η βιομηχανία τροφίμων αποδεικνύεται το πιο χαρακτηριστικό πεδίο «γενεαλογικής συνέχειας».

Από τα Μπισκότα Παπαδοπούλου έως τη ΜΕΒΓΑΛ και την Όλυμπος, οι επιχειρήσεις που χτίστηκαν πάνω σε θεμέλια παράδοσης και επιχειρηματικού ενστίκτου περνούν σταδιακά στη νέα γενιά, στρώνοντας άλλες πιο οργανωμένα και άλλες πιο αθόρυβα το χαλί της διαδοχής.

1

Όμως πίσω από τις ιστορίες επιτυχούς μετάβασης, οι αριθμοί δείχνουν ότι η διαδοχή κάθε άλλο παρά αυτονόητη είναι. Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα της ΕΥ για την επιχειρηματικότητα στην Ελλάδα, η διαχείριση της διαδοχής και της μετάβασης από γενιά σε γενιά αναδεικνύεται ως μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις για τις οικογενειακές επιχειρήσεις, με το 52% των επιχειρηματιών να τη θεωρεί κρίσιμο ζήτημα, ενώ το 54% επισημαίνει την ανάγκη εξισορρόπησης οικογενειακών και επιχειρηματικών συμφερόντων.

Παρά το γεγονός ότι το 62% των συμμετεχόντων δηλώνει ότι εκπροσωπεί οικογενειακή επιχείρηση, μόλις ένας στους τρεις (32%) διαθέτει επίσημο σχέδιο διαδοχής, ενώ μόλις 6% έχουν αναθέσει τον σχεδιασμό της μετάβασης σε εξωτερικούς συμβούλους. Την ίδια στιγμή, ένα σημαντικό ποσοστό περιορίζεται σε άτυπες οικογενειακές συζητήσεις (37%), ενώ σχεδόν ένας στους πέντε (19%) δεν έχει ακόμη ασχοληθεί με τον σχεδιασμό της διαδοχής.

Τα στοιχεία αυτά αναδεικνύουν το χάσμα ανάμεσα στην «αυτονόητη» επιχειρηματική συνέχεια και στη δομημένη προετοιμασία της επόμενης ημέρας, επιβεβαιώνοντας ότι η διαδοχή δεν είναι μόνο θέμα παράδοσης, αλλά ζήτημα στρατηγικού σχεδιασμού και θεσμικής οργάνωσης.

Η σημασία του θέματος δεν περιορίζεται στην ελληνική πραγματικότητα. Διεθνείς μελέτες δείχνουν ότι οι οικογενειακές επιχειρήσεις σε όλο τον κόσμο αντιμετωπίζουν παρόμοιες προκλήσεις και αναζητούν πρακτικές λύσεις για να διατηρήσουν την κληρονομιά τους στο πέρασμα των γενεών. Σε πρόσφατη έκθεση του Global Family Business Report της KPMG, που βασίζεται σε δεδομένα από σχεδόν 2.700 οικογενειακές επιχειρήσεις σε πάνω από 80 χώρες, αναδεικνύεται ότι η εστίαση στη βιωσιμότητα των οικογενειακών επιχειρήσεων διαμέσου των γενεών, μέσω ξεκάθαρων πλαισίων διακυβέρνησης και στρατηγικού σχεδιασμού, αποτελεί κρίσιμη παράμετρο για τη μελλοντική ανάπτυξη και επιβίωση των επιχειρήσεων. Η μελέτη υπογραμμίζει ότι οι οικογενειακές επιχειρήσεις που ενσωματώνουν στη στρατηγική τους τη διαδοχή και τη διακυβέρνηση είναι καλύτερα εξοπλισμένες να διαχειριστούν την αλλαγή, την καινοτομία και τις παγκόσμιες προκλήσεις, ενισχύοντας την επιχειρηματική τους ανθεκτικότητα και τη μακροπρόθεσμη αξία τους.

Και κάπου εδώ ξεχωρίζουν τα παραδείγματα των επιχειρήσεων στον κλάδο τροφίμων, που έχουν ήδη «κλειδώσει» τη συνέχεια και πέρασαν ή περνούν μεθοδικά στη δεύτερη και τρίτη γενιά, επενδύοντας σε επαγγελματική διοίκηση, θεσμικές δομές και σαφές πλάνο διαδοχής.

Σε αυτήν την κατηγορία ανήκουν, με διαφορετικό αποτύπωμα η καθεμία, η Ε.Ι. Παπαδοπούλου, η γαλακτοβιομηχανία ΜΕΒΓΑΛ και η Ελληνικά Γαλακτοκομεία, όπου η νέα γενιά δεν… κληρονομεί απλώς το τιμόνι αλλά αναλαμβάνει να γράψει το επόμενο κεφάλαιο ανάπτυξης.

Ελληνικά Γαλακτοκομεία: Παράδειγμα οικογενειακής διαδοχής

Ένα από τα μεγαλύτερα deal στην αγορά τροφίμων και ποτών των τελευταίων ετών, η εξαγορά της Δωδώνη από την Ελληνικά Γαλακτοκομεία φέρει τις υπογραφές των δύο ξαδέλφων που εκπροσωπούν τη δεύτερη γενιά της οικογένειας.  Του Στέλιου Σαράντη, γιου του Δημήτρη (Τάκη), ως προέδρου του ΔΣ και του συνονόματου Στέλιου Σαράντη, γιου του Μιχάλη, στη θέση του διευθύνοντος συμβούλου.  Από τον Ιούλιο του 2024 και τα έξι παιδιά των αδελφών Σαράντη, Μιχάλη και Τάκη, που έστησαν από ένα τυροκομείο στα Τρίκαλα έναν από τους μεγαλύτερους ομίλους στην εγχώρια βιομηχανία με τζίρο που αγγίζει τα 900 εκατ. ευρώ, έχουν αναλάβει θέσεις ευθύνης στο πλαίσιο ενός ξεκάθαρου και οργανωμένου σχεδίου διαδοχής. Μοντέλο που θεωρείται ήδη παράδειγμα μεταξύ των ελληνικών οικογενειακών επιχειρήσεων, καθώς η μετάβαση στη δεύτερη γενιά δεν προέκυψε συγκυριακά, αλλά ως μέρος μιας διαδικασίας μεθοδικά σχεδιασμένης και θεσμικά κατοχυρωμένης.

Η πορεία της Ελληνικά Γαλακτοκομεία προς την κορυφή της εγχώριας βιομηχανίας τροφίμων δεν ήταν ούτε τυχαία ούτε πρόσφατη, αλλά αποτέλεσμα 40 ετών σταδιακής ανάπτυξης, εξαγορών και στρατηγικών επιλογών που ξεκίνησαν από τους αδελφούς Τάκη και Μιχάλη Σαράντη. Το 1985 ιδρύεται επίσημα η ΤΥΡΑΣ στα Τρίκαλα, βάζοντας τις βάσεις για μια διαδρομή που θα άφηνε ισχυρό αποτύπωμα στον κλάδο. Στη δεκαετία του ’90 ξεκινά η διεθνοποίηση του ομίλου, με την είσοδο στη ρουμανική αγορά, ενώ το 2000 έρχεται η πρώτη μεγάλη καμπή με την απόκτηση της συνεταιριστικής Όλυμπος, που σηματοδοτεί τη μετάβαση σε ένα πολυεταιρικό και ταχέως αναπτυσσόμενο επιχειρηματικό σχήμα. Τρία χρόνια αργότερα, ο όμιλος επεκτείνεται στη Βουλγαρία, όπου κατασκευάζει εργοστάσιο με κύρια δραστηριότητα την παραγωγή κίτρινων τυριών, ενώ το 2008 ακολουθεί η εξαγορά της συνεταιριστικής Ροδόπη.

Έκτοτε, η ανάπτυξη συνεχίζεται με έναν νέο κύκλο εξαγορών και επενδύσεων. Το 2020 εντάσσονται στο χαρτοφυλάκιο η τρικαλινή εταιρεία αναψυκτικών Κλιάφα και το φυσικό μεταλλικό νερό Δουμπιά, ενώ το 2022, μέσω πλειστηριασμού, περνούν στον έλεγχο του ομίλου τα εμπορικά σήματα της ΑΓΝΟ μαζί με το βιομηχανοστάσιο της Θεσσαλονίκης. Την ίδια χρονιά αποκτάται και η βουλγαρική United Milk Company, κίνηση που ενισχύει την παρουσία του ομίλου στα Βαλκάνια.

Στο τέλος του 2022, η δραστηριότητα επεκτείνεται και στην Κύπρο, με την απόκτηση του 49% της Ν.Θ. Κουρούσιης Ltd στον κλάδο του χαλλουμιού. Τον Οκτώβριο του 2024 εγκαινιάζεται η νέα ιδιόκτητη μονάδα στο Τσέρι Λευκωσίας, όπου μεταφέρεται πλήρως η παραγωγή για το δημοφιλές τυρί. Στις αρχές του 2025 η εταιρεία προχώρησε στην εξαγορά της χιώτικης βιομηχανίας χυμών «Κάμπος Χίου» και η χρονιά έκλεισε με την εξαγορά της Δωδώνη από τη Vivartia, συμφερόντων CVC.

Σήμερα η Ελληνικά Γαλακτοκομεία βρίσκεται στην κορυφή της ελληνικής γαλακτοβιομηχανίας, συγκροτώντας τον μεγαλύτερο όμιλο του κλάδου με brands όπως Ολυμπος, Ροδόπη, Τυράς, Αγνό, Δουμπιά, Κλιάφα, Κάμπος Χίου και πλέον Δωδώνη. Μπορεί τα αδέλφια Μιχάλης και Τάκης Σαράντης να μην βρίσκονται πλέον στο Διοικητικό Συμβούλιο, έχοντας παραδώσει τη σκυτάλη στη νέα γενιά, ωστόσο τόσο ως βασικοί μέτοχοι όσο και ως οι άνθρωποι που δημιούργησαν το επιχειρηματικό αυτό οικοδόμημα παραμένουν παρόντες στο επίπεδο των στρατηγικών αποφάσεων, υποστηρίζοντας θεσμικά την ομαλή μετάβαση στη δεύτερη γενιά.

Ε.Ι. Παπαδόπουλου: Η επόμενη γενιά σε μια υπεραινώβια οικογενειακή ιστορία

Η «σιδηρά κυρία» της ελληνικής βιομηχανίας τροφίμων, η Ιωάννα Παπαδοπούλου, παραμένει σταθερά στο τιμόνι της εταιρείας εδώ και πέντε δεκαετίες. Σε μία από τις σπάνιες δημόσιες εμφανίσεις της, τον περασμένο Οκτώβριο, στη συνέντευξή της στη σειρά «My Stories» του Mononews, όταν ρωτήθηκε από τη Μάριον Μιχελιδάκη αν είναι έτοιμη να παραδώσει τη σκυτάλη, απάντησε χωρίς δισταγμό: «Όχι. Θα ήθελα να φύγω από εδώ όταν με… διώξει το μυαλό μου».

Η φράση συμπυκνώνει τη σχέση της με την εταιρεία, μια σχέση ευθύνης, συνέχειας και προσωπικής ταύτισης με την πορεία της. Ωστόσο, παρότι παραμένει η σταθερή αναφορά της επιχείρησης και συνεχίζει να ηγείται ενεργά, η διαδοχή δεν αφήνεται στην τύχη της. Η Ιωάννα Παπαδοπούλου προετοιμάζει μεθοδικά τη μετάβαση, μέσα από μια θεσμικά οργανωμένη δομή όπου η νέα γενιά έχει ήδη ενεργό ρόλο στη διοίκηση.

Στο σημερινό εταιρικό σχήμα, η νέα γενιά έχει ήδη τοποθετηθεί σε καίριες θέσεις ευθύνης. Ο Ευάγγελος Αργυρόπουλος-Παπαδόπουλος κατέχει τη θέση του αντιπροέδρου και αναπληρωτή διευθύνοντος συμβούλου, συμμετέχοντας ενεργά στη λήψη στρατηγικών αποφάσεων και στη διοικητική λειτουργία της εταιρείας. Δίπλα του, ο Κωνσταντίνος ως μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου, αποτελώντας μέρος της ομάδας που σχεδιάζει την επόμενη ημέρα της επιχείρησης.

Η παρουσία των δύο γιων στη διοικητική πυραμίδα δεν αποτελεί απλώς οικογενειακή συνέχεια, αλλά μέρος ενός οργανωμένου μοντέλου διαδοχής, όπου η επόμενη γενιά εντάσσεται θεσμικά στη διοίκηση, αποκτά εμπειρία και συμμετέχει ήδη στη διαμόρφωση της στρατηγικής κατεύθυνσης  πάντα με τη σταθερή καθοδήγηση της Ιωάννας Παπαδοπούλου.

Η ιστορία των μπισκότων Παπαδοπούλου ξεκινά έναν αιώνα πριν, από μια συνταγή που ταξίδεψε με την οικογένεια από την Κωνσταντινούπολη στην Ελλάδα. Από τότε μέχρι σήμερα, η εταιρεία εξελίχθηκε παράλληλα με τη σύγχρονη ελληνική κοινωνία,  όμως το πιο καθοριστικό κεφάλαιο της διαδρομής της γράφτηκε υπό την ηγεσία της Ιωάννας Παπαδοπούλου.

Η «σιδηρά κυρία» της ελληνικής βιομηχανίας τροφίμων βρίσκεται στο τιμόνι της εταιρείας επί δεκαετίες, οδηγώντας τη μέσα από περιόδους ανάπτυξης αλλά και δύσκολων αποφάσεων. Σταθμός στη διαδρομή της υπήρξε η επαναπόκτηση της εταιρείας από τη Danone, μετά από μια μακρά περίοδο συνύπαρξης με τον πολυεθνικό όμιλο, μια κίνηση που αποτύπωσε τη στρατηγική επιλογή της οικογένειας να διατηρήσει την αυτονομία και την ελληνική ταυτότητα της επιχείρησης.

Υπό τη δική της καθοδήγηση, η Ε.Ι. Παπαδόπουλος μετατράπηκε σε μια σύγχρονη, εξωστρεφή βιομηχανία με ισχυρή παραγωγική βάση. Σήμερα η Ε.Ι. Παπαδόπουλος λειτουργεί τέσσερα εργοστάσια σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Βόλο και Οινόφυτα, διαθέτει εκατοντάδες κωδικούς προϊόντων και έχει παρουσία σε περισσότερες από 70 αγορές του εξωτερικού, με κύκλο εργασιών που ξεπερνά τα 243 εκατ. ευρώ. Ένα επιχειρηματικό οικοδόμημα που πατά γερά στο παρελθόν, αλλά σχεδιάζει μεθοδικά την επόμενη ημέρα.

ΜΕΒΓΑΛ: Από τις αναταράξεις στη μεθοδική διαδοχή και τον νέο κύκλο ανάπτυξης

Η ΜΕΒΓΑΛ δεν είναι μια τυπική ιστορία οικογενειακής επιχείρησης που πέρασε ομαλά από γενιά σε γενιά. Είναι μια εταιρεία που «πέρασε δια πυρός και σιδήρου», κουβαλώντας στις πλάτες της δεκαετίες εσωτερικών εντάσεων, επιχειρηματικών ανατροπών και σκληρών αποφάσεων. Από τα Κουφάλια Θεσσαλονίκης, όπου ιδρύθηκε το 1950 από τον Κωνσταντίνο Χατζάκο, η εταιρεία βρέθηκε σε μια πορεία που δεν εξελίχθηκε πάντα γραμμικά και η διαδοχή της δεν υπήρξε ποτέ αυτονόητη.

Το πρώτο σημείο καμπής ήρθε το 2016, όταν η Μαίρη Χατζάκου επέστρεψε ενεργά στη διοίκηση, σε μια περίοδο που η γαλακτοβιομηχανία αντιμετώπιζε πίεση και αβεβαιότητα για την επόμενη ημέρα. Η απόφασή της να παραμείνει η εταιρεία «όρθια», να στηριχθεί η παραγωγή και να προστατευθούν οι θέσεις εργασίας, άνοιξε τον δρόμο για μια δύσκολη αλλά συνειδητή διαδικασία επανατοποθέτησης.

Η καθοριστική καμπή ήρθε το 2021, όταν η οικογένεια Χατζάκου απέκτησε το ποσοστό του ομίλου Vivartia, εξασφαλίζοντας τον πλειοψηφικό έλεγχο της εταιρείας, με μειοψηφούντα μέτοχο τον Σπύρο Θεοδωρόπουλο. Μετά τη μεταβολή αυτή, η ΜΕΒΓΑΛ πέρασε σε ένα πιο συνεκτικό και σταθερό μετοχικό σχήμα, αφήνοντας πίσω της τις εκκρεμότητες και τις εντάσεις του παρελθόντος.

Η γαλακτοβιομηχανία μπήκε έκτοτε σε τροχιά διαρκούς ανάπτυξης, με επενδύσεις, ενίσχυση της εξαγωγικής δραστηριότητας και βελτίωση των οικονομικών επιδόσεων. Ήταν η στιγμή όπου η διαδοχή έπαψε να αποτελεί ζήτημα ισορροπιών και μετατράπηκε σε συνειδητή στρατηγική επιλογή συνέχειας, καθώς την ίδια χρονιά ο γιος της Μαίρης Χατζάκου, Κωνσταντίνος Παπαδόπουλος Χατζάκος αναλαμβάνει τη θέση διευθύνοντος συμβούλου.

Σήμερα, η Μαίρη Χατζάκου παραμένει στη θέση της προέδρου της εταιρείας, διατηρώντας τον ρόλο της ως σταθερού σημείου αναφοράς και θεματοφύλακα της επιχειρηματικής συνέχειας, ενώ ο Σπύρος Θεοδωρόπουλος κατέχει τη θέση του αντιπροέδρου, λειτουργώντας ως στρατηγικός εταίρος στη νέα φάση ανάπτυξης της εταιρείας. Στο πλευρό τους, ο Κωνσταντίνος Παπαδόπουλος-Χατζάκος από τη θέση του διευθύνοντος συμβούλου εκπροσωπεί τη νέα γενιά στη διοίκηση, έχοντας ενεργό ρόλο στον μετασχηματισμό της ΜΕΒΓΑΛ, με έμφαση στην εξαγωγική δραστηριότητα, την ενίσχυση του χαρτοφυλακίου προϊόντων και τη λειτουργική αναβάθμιση της παραγωγικής βάσης.

Σήμερα η βορειολλαδίτικη γαλακτοβιομηχανία με πωλήσεις που προσεγγίζουν τα 200 εκατ. ευρώ καταγράφει σταθερά ανοδική αναπτυξιακή πορεία. Κεντρικός μοχλός της δυναμικής αυτής είναι η ενίσχυση της εξωστρέφειας, με αύξηση των εξαγωγών κατά περίπου 15,8% σε αξία και 24,1% σε όγκο, στη χρήση του 2024,  στοιχεία που αποτυπώνουν την ενδυνάμωση της παρουσίας της εταιρείας σε διεθνείς αγορές. Παράλληλα, η εταιρεία ολοκλήρωσε επενδύσεις άνω των 26 εκατ. ευρώ τη διετία 2023–2024 σε νέες μονάδες παραγωγής και γραμμές, με στόχο τον εκσυγχρονισμό της παραγωγικής βάσης και τη βελτίωση της αποδοτικότητας  επενδύσεις που ενισχύουν την ανταγωνιστικότητα και την ποιοτική διαφοροποίηση του προϊόντικού της χαρτοφυλακίου.

Διαβάστε επίσης

Από μπακάλικα… πολυεθνικές: Οι σουπερμαρκετάδες που επιβεβαιώνουν τον κανόνα της διαδοχής

Λατζιμάς: Πώς ο Καραμούζης «έσωσε» το ισχυρό brand της Κρήτης

Jackaroo, Pizza Hut, Taco Bell, Mailo’s: Σκληρή μάχη στο νέο «Ελντοράντο» των Fast Food