ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
«Μονακό: ένα ηλιόλουστο μέρος για σκοτεινούς ανθρώπους». Η φράση του Σόμερσετ Μωμ ακούγεται κλισέ. Για τον Έντμοντ Σάφρα, όμως, τον μεγαλύτερο τραπεζίτη του 20ού αιώνα, το Μονακό δεν υπήρξε απλώς ένα ηλιόλουστο καταφύγιο πλούτου, αλλά ο τόπος όπου η ζωή του έληξε με τρόπο τόσο αμφιλεγόμενο, που για πολλούς επισκίασε το ίδιο του το έργο.
Ο θάνατός του γέννησε περισσότερες ιστορίες απ᾽ όσες τροφοδότησε η ζωή του. Κι όμως, όπως αναφέρει ο βιογράφος του Σάφρα, Ντάνιελ Γκρος, «οι περισσότεροι ξέρουν πώς πέθανε και ελάχιστοι γνωρίζουν πώς έζησε».
Ο μεγαλύτερος τραπεζίτης του 20ού αιώνα
Ο Έντμοντ Τζέικομπ Σάφρα, γεννήθηκε στις 6 Αυγούστου 1932 και ήταν Λιβανέζος-Βραζιλιάνος, εβραϊκής, σεφαραδίτικης καταγωγής από το Χαλέπι της Συρίας. Ο Άρθουρ Λέβιτ, πρώην πρόεδρος της Αμερικανικής Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς (SEC), τον περιέγραψε χωρίς υπερβολή ως «τον μεγαλύτερο τραπεζίτη του 20ού αιώνα».
Όταν πέθανε, η καθαρή αξία της περιουσίας του υπολογιζόταν σε περίπου 3 δισεκατομμύρια δολάρια, ενώ οι τράπεζες που ίδρυσε και διαχειρίστηκε σε τρεις ηπείρους παρουσίαζαν αποδόσεις 20–25% ετησίως επί δεκαετίες, σχεδόν χωρίς πιστωτικές απώλειες.
Γεννημένος τραπεζίτης: Χαλέπι – Βηρυτός
Ο Σάφρα γεννήθηκε στη Βηρυτό, αλλά η ιστορία του ξεκινά στο Χαλέπι, μία από τις αρχαιότερες συνεχόμενες εβραϊκές κοινότητες στον κόσμο, γνωστή στη Βίβλο ως Aram Tzova. Οι Σύριοι Εβραίοι –οι λεγόμενοι Halabi– ήταν μια κλειστή, υπερήφανη και εξαιρετικά συνεκτική κοινότητα, όπου το επώνυμο συχνά δήλωνε το επάγγελμα και το όνομα την τιμή. Οι Σάφρα ήταν τραπεζίτες ήδη από τον 19ο αιώνα.
Ο πατέρας του, Τζέικομπ Σάφρα, μετανάστευσε από το Χαλέπι στη Βηρυτό το 1920 και ίδρυσε την J. E. Safra Bank, η οποία αργότερα, το 1956, μετονομάστηκε σε Banque de Crédit National (BCN) – τράπεζα που εξακολουθούσε να λειτουργεί μέχρι τον θάνατο του Έντμοντ.
Η οικογένεια είχε εννέα παιδιά. Ο Έντμοντ δεν ήταν ο πρωτότοκος. Ο μεγαλύτερος αδελφός του, ο Έλλι, «ήθελε να κάνει το δικό του πράγμα», όπως αναφέρει ο Γκρος στο βιβλίο A Banker’s Journey: How Edmond J. Safra Built a Global Financial Empire. Ο Έντμοντ, αντίθετα, θεωρήθηκε χαρισματικός αρκετά νωρίς από τον πατέρα του.
Ένα παιδί που βρέθηκε στο Μιλάνο με 40 εκατομμύρια στα 16
Το 1947, σε ηλικία μόλις 15 ετών, ο πατέρας του Έντμοντ τον στέλνει στο Μιλάνο. Η Ιταλία βρισκόταν στα γόνατά της μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Δεν πήγε για σπουδές. Πήγε για δουλειά, όχι μόνος του, αλλά με συνοδό 19 ετών. Παρ’ όλα αυτά, «σε εκείνον τον κόσμο, μεγάλωνες πολύ νωρίς». Στις φωτογραφίες της εποχής, στα 15 του έμοιαζε 40 – όχι εμφανισιακά, αλλά σε τρόπους, συμπεριφορά και ωριμότητα.
Μέσα σε έναν χρόνο, στα 16 του, είχε δημιουργήσει κέρδη 40 εκατομμυρίων δολαρίων μέσω arbitrage στο εμπόριο χρυσού.
Χρυσός, συνάλλαγμα και ένα σύστημα χωρίς ρίσκο
Η οικογένεια Σάφρα είχε ως παλαιότερη δραστηριότητα τη μεταφορά χρυσού με καραβάνια από την Τουρκία στην Αίγυπτο. Στη μεταπολεμική Ευρώπη, ο χρυσός είχε σταθερή τιμή στα 35 δολάρια η ουγγιά.
Ο Έντμοντ αγόραζε χρυσό στην Ιταλία και αλλού στην Ευρώπη, τον έστελνε στον πατέρα του στη Βηρυτό και από εκεί, μέσω οικογενειακών δικτύων, τον διοχέτευαν στο Χονγκ Κονγκ, όπου η διαπραγμάτευση του χρυσού γινόταν ελεύθερα λόγω πολέμου και ανασφάλειας.
Παράλληλα, έκανε συναλλαγματικές πράξεις (forex), συμμετείχε στη χρηματοδότηση κινηματογραφικών παραγωγών και εκμεταλλευόταν τις μικρές ανισορροπίες των αγορών με μηδενικό ρίσκο.

Τα χρυσά νομίσματα: δεν υπήρχε τρόπος να χάσεις χρήματα
Χαρακτηριστικό παράδειγμα της ευφυίας του από τις δεκαετίες του ’40 και του ’50 ήταν το εμπόριο πολύτιμων νομισμάτων. Τα χρυσά νομίσματα της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας με τη μορφή της αυτοκράτειρας Μαρίας Θηρεσίας είχαν μικρότερη αξία στον αραβικό κόσμο επειδή απεικόνιζαν μια γυναίκα. Ο Σάφρα τα αγόραζε φθηνότερα στον Λίβανο, τα αντάλλασσε στην Ευρώπη με νομίσματα με τον Φραγκίσκο Ιωσήφ Α’ και τα έστελνε πίσω. «Δεν υπήρχε τρόπος να χάσεις χρήματα».
Χωρίς πανεπιστήμιο και με έξι γλώσσες
Ο Έντμοντ Σάφρα δεν πήγε ποτέ στο πανεπιστήμιο. Μιλούσε όμως αραβικά, γαλλικά
αγγλικά, ιταλικά, πορτογαλικά, ισπανικά και λίγα γερμανικά. Η φιλοσοφία του ήταν καθαρά πρακτική: αγορά, πώληση, αντιστάθμιση, προστασία.
Deals before ideals και η Βηρυτός ως γέφυρα κόσμων
Η Βηρυτός των δεκαετιών του ’40 και του ’60 ήταν «μέρος που έβαζε τις συμφωνίες πάνω από τις ιδεολογίες». Μουσουλμάνοι, Χριστιανοί, Εβραίοι ήταν όλοι μέρος της οικονομικής ελίτ. Ο Σάφρα λειτούργησε ως γέφυρα μεταξύ Ευρώπης και Μέσης Ανατολής, χωρίς θρησκευτικά εμπόδια στο εμπόριο.
Ταυτόχρονα, ήταν εξαιρετικά προσεκτικός. Δεν διαφήμιζε τις σχέσεις του με το Ισραήλ, δεν αλληλογραφούσε απευθείας και φοβόταν τις μαύρες λίστες των αραβικών χωρών. Διατηρούσε την τράπεζά του στη Βηρυτό γιατί «εκεί είχαν τα χρήματά τους όλοι οι Εβραίοι· και αν χρειάζονταν να φύγουν, εκείνος τους βοηθούσε».

Η ανάποδη φιλοσοφία του κορυφαίου τραπεζίτη
Η τραπεζική φιλοσοφία του Σάφρα ήταν «ανάποδη» σε σχέση με τη σύγχρονη: οι καταθέσεις ήταν περιουσιακό στοιχείο, τα δάνεια ήταν ευθύνη. Δεν υπήρχε καμία εμπιστοσύνη σε κρατική διάσωση και οποιοδήποτε δάνειο δεν μπορούσε να αντέξει να χάσει ήταν αδιανόητο.
Όπως έλεγε ο πατέρας του «βγάλε ένα δολάριο τη μέρα, αλλά φρόντισε να το βγάζεις κάθε μέρα». Η συνέπεια είχε μεγαλύτερη αξία από την ποσότητα. Στις τράπεζές του υπήρχε kosher φαγητό για τους πελάτες και η φήμη και το όνομα της οικογένειας ήταν ιερά.
Βραζιλία – Νέα Υόρκη – Γενεύη: η αυτοκρατορία γεννιέται
Ο ταλαντούχος έμπορος δεν μπορούσε να αποκτήσει πράσινη κάρτα στις ΗΠΑ και έπρεπε να φεύγει κάθε τρεις μήνες σαν τουρίστας. Έτσι, αποφάσισε να μετακομίσει στη Βραζιλία.
Εκεί ανακάλυψε νέες δραστηριότητες. Εμπορεύτηκε καφέ με τη Νέα Υόρκη, έκανε ανταλλαγές πλοίων και όπλων, εμπορεύτηκε σόγια με την Ουγγαρία και πολιτογραφήθηκε Βραζιλιάνος υπήκοος. Στο βραζιλιάνικο διαβατήριό του περιγράφεται ως comerciante, δηλαδή έμπορος.
Αργότερα, το 1956, ίδρυσε την Trade Development Bank στη Γενεύη. Έγινε γνωστή για την διακριτική εξυπηρέτηση πλούσιων διεθνών, ιδιωτών πελατών και την αύξηση των καταθέσεων από 1 εκατομμύριο δολάρια σε σχεδόν 5 δισεκατομμύρια δολάρια στις αρχές της δεκαετίας του 1980. Τελικά, το 1983, πωλήθηκε στην American Express εν μέσω αντιπαραθέσεων, αποτελώντας βασικό μέρος της τεράστιας τραπεζικής αυτοκρατορίας του Safra.
Παράλληλα, ίδρυσε τη Republic National Bank στη Νέα Υόρκη (RNBNY) το 1966, χτίζοντας ένα παγκόσμιο, πανίσχυρο χρηματοοικονομικό δίκτυο που εξυπηρετούσε τους πλούσιους. Οι ίδιες συντηρητικές αρχές, η διακριτικότητα και η διαχείριση κινδύνων, ακολουθούσε όλα του τα εγχειρήματα, ανεξαρτήτως ηπείρου, ενσαρκώνοντας τη φιλοσοφία του για μακροπρόθεσμες τραπεζικές συναλλαγές βασισμένες στις σχέσεις.
Η Safra Republic Holdings ήταν μια σημαντική ιδιωτική τράπεζα που εδραιώθηκε το 1988, στο Λουξεμβούργο, σαφώς μέρος του παγκόσμιου τραπεζικού αυτοκρατορικού ομίλου του Edmond J. Safra. Ειδικευόταν στη διαχείριση περιουσίας για πελάτες με υψηλή καθαρή θέση.
Η πώληση στην HSBC
Η Safra Republic Holdings πωλήθηκε μαζί με την Republic New York Corporation, στην HSBC. Η εξαγορά το 1999 αποτέλεσε τη βάση για την ίδρυση της HSBC Private Bank (σήμερα HSBC Global Private Banking), ενσωματώνοντας την παράδοση του ομίλου Safra στην παροχή εξατομικευμένων τραπεζικών υπηρεσιών με το παγκόσμιο δίκτυο της HSBC, αν και το όνομα Safra συνεχίζει να υπάρχει μέσω του ομίλου J. Safra Group.
Η πώληση στην HSBC το 1999 για πάνω από 10 δισεκατομμύρια δολάρια, ενίσχυσε τις ιδιωτικές τραπεζικές υπηρεσίες της HSBC, ενώ η κληρονομιά του Safra συνεχίζεται μέσω του J. Safra Group, που περιλαμβάνει την Safra National Bank στις Η.Π.Α..

Προσωπική ζωή – η σύζυγος Λίλι Σάφρα
Ο Έντμοντ Σάφρα παντρεύτηκε το 1976, στα 43 του, την πελάτισσά του, Λίλι Γουότκινς, πλουσιότερη από τον ίδιο τότε, με περιουσία περίπου 200 εκατ. δολάρια τη δεκαετία του ’60. Η Λίλι μιλούσε έξι γλώσσες και ο Σάφρα ήταν ο τέταρτος σύζυγός της. Ήταν συλλέκτρια τέχνης και εκείνος έκανε συλλογή από ρολόγια και έπιπλα.
Μαζί απέκτησαν σπίτια σε Νέα Υόρκη, Λονδίνο, Παρίσι, Μονακό και τη θρυλική Villa La Leopolda στη Γαλλική Ριβιέρα. Η Λίλι ήταν εξαιρετικά δικτυωμένη πολιτικά, ήταν οικοδέσποινα και συνδιοργανώτρια των μεγάλων δεξιώσεων στα συνέδρια IMF & World Bank, που λειτουργούσαν ως πλατφόρμα για την παγκόσμια πελατεία τους.
Μεγάλη περιουσία – Μεγάλη φιλανθρωπία – Μεγάλο έγκλημα
Σύμφωνα με τον Γάλλο μυθιστοριογράφο, Honoré de Balzac, «πίσω από κάθε μεγάλη περιουσία κρύβεται ένα μεγάλο έγκλημα». Στην περίπτωση του Σάφρα, όσοι τον γνώρισαν μιλούν για έναν σκληρό και απαιτητικό εργοδότη, αλλά και για ένα άτομο με συσσώρευση καλών πράξεων στο όνομα της οικογένειάς του.
Ο σημαντικός φιλάνθρωπος βοήθησε σημαντικά τις κοινότητες, ειδικά τις εβραϊκές, χρηματοδοτώντας συναγωγές, εκπαιδευτικά ιδρύματα, ιατρικές εγκαταστάσεις και πολιτιστικά κέντρα σε όλο τον κόσμο μέσω των προσωπικών του δωρεών και του ιδρύματος Edmond J. Safra Philanthropic, εστιάζοντας στην οικοδόμηση κοινοτικών υποδομών, την υποστήριξη της πίστης, την παροχή ανθρωπιστικής βοήθειας (όπως η διάσωση Εβραίων της Συρίας) και τη βελτίωση των κοινωνικοοικονομικών συνθηκών, ιδίως για τους Σεφαραδίτες Εβραίους.
Και όμως, ο θάνατός του – σε ύποπτη φωτιά στο υπερπολυτελές ρετιρέ του στο Μονακό – επισκίασε τα πάντα. Η υπόθεση του Τεντ Μάχερ, η σύγκρουση με την American Express, οι ρωσικές επενδύσεις, οι θεωρίες συνωμοσίας – όλα παραμένουν.

Ένας βαθιά θρησκευόμενος Σύριος στον πυρήνα της χρηματοπιστωτικής εξουσίας
Η εικόνα του Έντμοντ Σάφρα, όπως είχε διαμορφωθεί μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’90, ήταν σχεδόν αντιφατική. Από τη μία, ένας βαθιά θρησκευόμενος Σύριος Εβραίος, με αυστηρό κώδικα ηθικής, εμμονή στην προστασία των καταθετών και απέχθεια προς το ρίσκο.
Από την άλλη, ένας άνθρωπος τοποθετημένος στον σκληρό πυρήνα της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής εξουσίας, σε επαφή με κράτη, κυβερνήσεις, ολιγάρχες και θεσμούς. Το ερώτημα που θα αναδυόταν μετά τον θάνατό του ήταν αναπόφευκτο: μπορεί ένας τέτοιος άνθρωπος να πεθάνει απλώς από ένα «ατύχημα»;

Το Μονακό και οι τελευταίες δεκαετίες της ζωής του
Το Μονακό, ο τόπος όπου άφησε την τελευταία του πνοή, δεν ήταν τυχαία επιλογή. Το πριγκιπάτο λειτουργούσε επί δεκαετίες ως ασφαλές καταφύγιο πλούτου, μυστικότητας και νομικής ασάφειας. Η ατάκα «Monaco: a sunny place for shady people» δεν ήταν απλώς κυνική· ήταν μια συνοπτική περιγραφή ενός οικοσυστήματος όπου τραπεζίτες, μεγιστάνες, πρώην κατάσκοποι και φορολογικοί «πρόσφυγες» συνυπήρχαν πίσω από βαριές πόρτες ασφαλείας.
Ο Σάφρα κατοικούσε σε ένα υπερπροστατευμένο διαμέρισμα-φρούριο, εξοπλισμένο με δωμάτιο πανικού, κάμερες και προσωπική φρουρά. Όχι από ματαιοδοξία, αλλά από φόβο. Τη δεκαετία του ’90 είχε ήδη επιβιώσει απειλές, απαγωγές και απόπειρες εκβιασμού.
Το παγκόσμιο περιβάλλον είχε αλλάξει δραματικά μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης. Ρώσοι επιχειρηματίες, πολλοί εκ των οποίων είχαν μετατρέψει την πολιτική εξουσία σε ιδιωτικό πλούτο, αναζητούσαν δυτικές τράπεζες που θα μπορούσαν να προστατεύσουν κεφάλαια αμφίβολης προέλευσης.
Ο Σάφρα, με τη φήμη του απόλυτα συντηρητικού τραπεζίτη, αποτέλεσε για κάποιους ιδανικό καταφύγιο και για άλλους ένα ανυπέρβλητο εμπόδιο. Σύμφωνα με πηγές που εξετάζονται τόσο στο βιβλίο του Γκρος όσο και στο ντοκιμαντέρ του Netflix, Φόνος στο Μονακό, η άρνησή του να εμπλακεί σε πρακτικές που θεωρούσε επικίνδυνες ή ανήθικες δημιούργησε ισχυρούς εχθρούς.

Ο πόλεμος με την American Express
Ιδιαίτερη ένταση προκάλεσε η σύγκρουσή του με την American Express. Η Safra Republic Holdings είχε δεχθεί επιθετική κριτική και ελέγχους, τους οποίους ο ίδιος ο Σάφρα εξέλαβε ως στοχευμένη επίθεση. Σε ιδιωτικές συνομιλίες φέρεται να μιλούσε για «βεντέτα». Δεν ήταν άνθρωπος που χρησιμοποιούσε εύκολα τέτοιες λέξεις. Για έναν τραπεζίτη που είχε οικοδομήσει την καριέρα του στην εμπιστοσύνη και τη φήμη, η δημόσια αμφισβήτηση ισοδυναμούσε με υπαρξιακή απειλή.
Η διαμάχη μεταξύ του δισεκατομμυριούχου τραπεζίτη και της American Express (Amex) τη δεκαετία του 1980 ήταν ένα μεγάλο εταιρικό σκάνδαλο που επικεντρώθηκε σε κακόβουλη «εκστρατεία δυσφήμισης» που διεξήγαγε η Amex για να βλάψει τη φήμη του Σάφρα.
H διαμάχη προέκυψε όταν μετά από μια αποτυχημένη επιχειρηματική εξαγορά, τα στελέχη της Amex και οι προσληφθέντες ερευνητές διέδωσαν ψευδείς φήμες που συνέδεαν τον Σάφρα με το λαθρεμπόριο ναρκωτικών, το ξέπλυμα χρήματος και το σκάνδαλο Ιράν-Κόντρα.
Συγκεκριμένα, το 1983, ο Σάφρα πούλησε την Trade Development Bank (TDB) στην American Express για 520 εκατομμύρια δολάρια, μια συμφωνία που τον έκανε για λίγο τον μεγαλύτερο μέτοχο της Amex. Στη συνέχεια, ακολούθησε η πικρή διάλυση όταν ο Σάφρα έγινε πρόεδρος της TDB και της American Express Bank, αλλά σύντομα ήρθε σε σύγκρουση με τη διοίκηση της Amex σχετικά με τον τρόπο διακυβέρνησης της τράπεζας. Παραιτήθηκε το 1984, συμφωνώντας να μην ανταγωνιστεί την Amex για αρκετά χρόνια.
Η Amex όμως ανησύχησε όταν ο Σάφρα ίδρυσε την Republic National Bank στη Νέα Υόρκη και θεωρήθηκε ότι προσπαθούσε να προσελκύσει πίσω τους παλιούς υπαλλήλους της TDB. Σε απάντηση, ανώτατα στελέχη της American Express ενέκριναν μια μυστική έρευνα που εξελίχθηκε σε εκστρατεία δυσφήμισης.
Οι προσληφθέντες ιδιωτικοί ντετέκτιβ λειτούργησαν ως «πηγές» που δημοσίευσαν ψευδείς ιστορίες σε ευρωπαϊκές και λατινοαμερικανικές εφημερίδες, ισχυριζόμενοι ψευδώς ότι ο Σάφρα ήταν εμπλεκόμενος σε ξέπλυμα χρήματος και διακίνηση ναρκωτικών. Το σκάνδαλο περιγράφεται λεπτομερώς στο βιβλίο Vendetta: American Express and the Smearing of Edmond Safra του Μπράιαν Μπόροου.
Τελικά, τον Ιούνιο του 1989, αφού ο Σάφρα παρουσίασε αποδείξεις κατά της εκστρατεία δυσφήμισης στον πρόεδρο της Amex, James D. Robinson III, η εταιρεία παραδέχτηκε την «αυθαίρετη και ντροπιαστική προσπάθεια» να τον δυσφημίσει.
Η American Express εξέδωσε δημόσια συγγνώμη και δώρισε 8 εκατομμύρια δολάρια σε τέσσερις φιλανθρωπικές οργανώσεις της επιλογής του Σάφρα. Ως συνέπεια, αρκετά στελέχη της American Express που εμπλέκονταν στο σκάνδαλο παραιτήθηκαν.
Το FBI, οι Ρώσοι και η παράνοια
Τα προβλήματα όμως για τον κορυφαίο τραπεζίτη εντάθηκαν όταν ενεπλάκη με το FBI ως εμπιστευτικός πληροφοριοδότης και κατήγγειλε ένα τεράστιο ρωσικό σχέδιο νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες στα τέλη της δεκαετίας του 1990.
Ως ιδιοκτήτης της Republic National Bank of New York, ο Σάφρα ειδοποίησε το FBI και τις ελβετικές αρχές το 1998 για ύποπτες κινήσεις κεφαλαίων του ΔΝΤ που αφορούσαν Ρώσους αξιωματούχους.
Η αναφορά του Σάφρα προκάλεσε μια μεγάλη έρευνα για το ξέπλυμα ρωσικών χρημάτων, η οποία στη συνέχεια επικεντρώθηκε στην Τράπεζα της Νέας Υόρκης και βοήθησε στην αποκάλυψη ενός εγκληματικού δικτύου αξίας 6 δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Μετά τη συνεργασία του με το FBI, ο Σάφρα έγινε όλο και πιο παρανοϊκός, πιστεύοντας ότι ήταν στόχος της ρωσικής μαφίας. Ενίσχυσε την ασφάλειά του, προσλαμβάνοντας μια μεγάλη ομάδα σωματοφυλάκων, πολλοί από τους οποίους ήταν, σύμφωνα με πληροφορίες, πρώην μέλη της Μοσάντ.

Ο θάνατος στο Μονακό και οι ύποπτοι
Τη νύχτα της 3ης Δεκεμβρίου 1999, ο Έντμοντ Σάφρα βρισκόταν στο διαμέρισμά του στο Μονακό μαζί με τη σύζυγό του Λίλι. Το προσωπικό ασφαλείας είχε λάβει άδεια για λόγους που ακόμη δεν είναι σαφείς. Λίγο πριν τα ξημερώματα, ξέσπασε φωτιά. Ο Σάφρα, πανικόβλητος, κατευθύνθηκε στο δωμάτιο πανικού. Η φωτιά δεν εξαπλώθηκε σε ολόκληρο το διαμέρισμα, όμως ο καπνός ήταν αρκετός. Ο Σάφρα πέθανε από ασφυξία μαζί με τη νοσοκόμα του.
Η επίσημη εκδοχή των αρχών του Μονακό ήταν σχεδόν άμεση: υπεύθυνος ήταν ο Τεντ Μάχερ, πρώην μέλος των Green Berets, της ελίτ των Ειδικών Δυνάμεων του Στρατού των ΗΠΑ, γνωστές για τα χαρακτηριστικό πράσινο μπερέ και την εξειδίκευσή τους σε ασυνήθιστες συνθήκες πολέμου. Ταυτόχρονα ήταν και νοσοκόμος του Σάφρα.
Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, ο Μάχερ άναψε τη φωτιά σκοπίμως, ελπίζοντας να ενεργοποιήσει τον συναγερμό καθώς η οικία είχε παραβιαστεί από εισβολείς, με βάση την υποστήριξη του Μάχερ. Ο νοσοκόμος ήθελε όπως φημολογείται να εμφανιστεί ως ήρωας που θα έσωζε τον εργοδότη του. Το σχέδιό του δυστυχώς ξέφυγε από τον έλεγχο. Ο Μάχερ καταδικάστηκε σε φυλάκιση, αργότερα δραπέτευσε άλλαξε το όνομά του και συνελήφθη στην Αμερική.
Ωστόσο, η απλότητα αυτής της αφήγησης δεν έπεισε ποτέ πλήρως κανέναν. Πώς ένας άνθρωπος με τέτοια μέτρα ασφαλείας, με εμπειρία απειλών και με έντονη καχυποψία, εγκλωβίστηκε τόσο εύκολα; Γιατί το δωμάτιο πανικού, σχεδιασμένο ακριβώς για τέτοιες περιπτώσεις, μετατράπηκε σε παγίδα και πώς το αδιαπέραστο φρούριο στο penthouse στο Μονακό παραβιάστηκε; Οι κρίσιμες λεπτομέρειες της έρευνας παραμένουν θολές.

θεωρίες συνωμοσίας: η σύζυγος, οι Ρώσοι και ο νοσοκόμος
H σύζυγος του Έντμοντ Σάφρα βρισκόταν στο ρετιρέ του Μονακό κατά τη διάρκεια της πυρκαγιάς του 1999. Αν και διασώθηκε, διαδόθηκαν ευρέως θεωρίες συνωμοσίας, που τροφοδοτήθηκαν περαιτέρω από το πρόσφατο ντοκιμαντέρ του Netflix Murder in Monaco, σύμφωνα με τις οποίες οργάνωσε τον εμπρησμό για οικονομικό της όφελος, καθώς κληρονόμησε μια περιουσία. Ωστόσο, δεν της απαγγέλθηκαν ποτέ κατηγορίες και ο επίσημος ένοχος παραμένει ο νοσοκόμος Τεντ Μάχερ.
Ο δεύτερος σύζυγος της Λίλι Σάφρα, Alfredo Monteverde (πρώην Greenberg), αυτοκτόνησε το 1969, σύμφωνα με πληροφορίες πυροβολώντας τον εαυτό του στην καρδιά, αν και ορισμένες μαρτυρίες της οικογένειας υποδηλώνουν ασυνέπειες με την επίσημη εκδοχή. Ένα μήνα μετά το θάνατό του, η Λίλι Σάφρα μετακόμισε στο Λονδίνο, όπου ο Έντμοντ Σάφρα, ο μελλοντικός σύζυγός της, τη βοήθησε να διαχειριστεί την κληρονομιά της.
Το FBI παρακολούθησε την υπόθεση από απόσταση, κυρίως λόγω των διεθνών τραπεζικών διασυνδέσεων του Σάφρα και της πιθανής εμπλοκής αμερικανικών συμφερόντων. Δεν απήγγειλε κατηγορίες, ούτε παρουσίασε εναλλακτικό σενάριο. Η απουσία αυτή, αντί να καθησυχάσει, ενίσχυσε τις θεωρίες συνωμοσίας. Ρώσοι ολιγάρχες, διεθνείς τραπεζικοί ανταγωνιστές, ακόμα και πολιτικά κίνητρα αναφέρθηκαν στον Τύπο, κυρίως σε μακροσκελή ρεπορτάζ του Vanity Fair και άλλων αμερικανικών μέσων.
H χρονική στιγμή —αμέσως μετά τη συνεργασία του με το FBI— οδήγησε σε διαρκείς θεωρίες συνωμοσίας ότι η ρωσική μαφία ήταν εμπλεκόμενη. Παρά τις αρχικές φήμες, οι αρχές δεν βρήκαν στοιχεία που να συνδέουν τη ρωσική μαφία με το θάνατό του
Ο συγγραφέας Ντάνιελ Γκρος, ωστόσο, παραμένει κατηγορηματικός. Μετά από χρόνια έρευνας, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχουν αποδείξεις για οργανωμένη δολοφονία. Όπως επισημαίνει, «η πραγματικότητα είναι συχνά λιγότερο κινηματογραφική από τις θεωρίες». Κι όμως, το γεγονός ότι ένας άνθρωπος τόσο προσεκτικός πέθανε από έναν συνδυασμό φωτιάς, καπνού και πανικού, αφήνει ένα κενό που δύσκολα γεμίζει με δικαστικές αποφάσεις.
Και η ιστορία συνεχίζεται…
Μετά τον θάνατό του, η Λίλι Σάφρα αφιερώθηκε στη διαχείριση της κληρονομιάς του. Η συλλογή τέχνης τους δωρίστηκε εν μέρει στο Μουσείο του Ισραήλ, οι φιλανθρωπικές δράσεις του Ιδρύματός του επεκτάθηκαν σε έρευνα για τη νόσο Πάρκινσον – από την οποία υπέφερε και ο ίδιος – την εκπαίδευση και τον πολιτισμό. Παράδοξο ίσως, αλλά το ζευγάρι δεν είχε ποτέ σπίτι στο Τελ Αβίβ. Η σχέση του Σάφρα με το Ισραήλ ήταν πάντα υπόγεια, προσεκτική, σχεδόν σιωπηλή.
Στο τέλος, ένα ερώτημα παραμένει ανοιχτό. Ήταν ο Έντμοντ Σάφρα ένας «άγιος» τραπεζίτης και ένας άνθρωπος που συσσώρευσε «καλές πράξεις» αντί για αμαρτίες; Ή ήταν απλώς ένας ιδιοφυής έμπορος που κατάφερε να «επιβιώσει» σε έναν κόσμο όπου το χρήμα και η εξουσία σπάνια είναι αθώα;
Όπως θα έλεγε ο Balzac, πίσω από κάθε μεγάλη περιουσία υπάρχει ένα μεγάλο έγκλημα. Στην περίπτωση του Έντμοντ Σάφρα, όμως, σίγουρα, πίσω από την περιουσία υπάρχει μια μεγάλη ιστορία που δεν τελειώνει με τη ζωή του. Συνεχίζεται, καίγοντας χαμηλόφωνα, σαν φωτιά που ποτέ δεν έσβησε πραγματικά.
Διαβάστε επίσης:
Πράτο: Δολοφονίες, μαφία, εμπρησμοί – H σκοτεινή πλευρά της μόδας στην καρδιά της Ευρώπης
Chanel: Η στρατηγική της εταιρείας που διχάζει αλλά συνεχίζει να πουλάει
ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΣΗΜΕΡΑ
- ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ: Στην τελική ευθεία η παραχώρηση της Εγνατίας Οδού – Στα ταμεία του Δημοσίου έως 1,3 δισ. ευρώ
- Αποκάλυψη για ΔΕΣΦΑ: Τέλος η Μαρία Ρίτα Γκάλι από CEO – Οι λόγοι που οδηγούν στην αποχώρησή της μετά από 5 χρόνια
- Τι λέει το smart money για Πειραιώς, Metlen και JUMBO, γιατί έδιωξαν την Μαρία Ρίτα Γκάλι, τι συμβαίνει με Προκοπίου και Αστέρα, ο λογιστής των ΕΑΣ, και μια συνάντηση με σημασία του ΚΜ στο σπίτι του Μανιά
- Οι 6 τραπεζίτες μιλούν στο mononews: Πώς είδαν το 2025, ποια είναι τα σχέδιά τους για το 2026