Η Ελλάδα αναδεικνύεται ως η χώρα με τη μεγαλύτερη υπερβάλλουσα στάθμιση (overweight) στην περιοχή Αναδυόμενης Ευρώπης, Μέσης Ανατολής και Αφρικής, σύμφωνα με τη νεότερη στρατηγική ανάλυση της Bank of America Global Research και των αναλυτών Vladimir Osakovskiy, David Hauner και John Morris (15/12).

Σε μια συγκυρία όπου οι διεθνείς ροές κεφαλαίων επιστρέφουν επιλεκτικά στις αγορές της περιοχής, η ελληνική χρηματιστηριακή αγορά καταγράφει τη μεγαλύτερη θετική απόκλιση έναντι του σχετικού δείκτη αναφοράς, επιβεβαιώνοντας τη θέση της στο επίκεντρο του διεθνούς επενδυτικού ενδιαφέροντος.

1

Σύμφωνα με τα στοιχεία τοποθετήσεων διεθνών θεσμικών χαρτοφυλακίων που παρακολουθεί η Bank of America, η Ελλάδα βρίσκεται στην κορυφή της κατάταξης ως προς την υπερβάλλουσα στάθμιση στην περιοχή, μπροστά από αγορές όπως η Ουγγαρία και η Τουρκία. Η εικόνα αυτή αντανακλά τη σταθερή προτίμηση των διεθνών διαχειριστών για ελληνικά περιουσιακά στοιχεία, σε ένα περιβάλλον βελτιωμένου επενδυτικού κλίματος και ενίσχυσης των εισροών προς τις αγορές της ευρύτερης περιοχής.

Η τράπεζα συνδέει τη δυναμική αυτή με την υποχώρηση του δολαρίου, τη βελτίωση της διάθεσης για ανάληψη κινδύνου και τη σταδιακή αποκλιμάκωση των μακροοικονομικών ανησυχιών. Σε αυτό το πλαίσιο, η Ελλάδα αντιμετωπίζεται ως ώριμη και θεσμικά εδραιωμένη αγορά, με σταθερή παρουσία διεθνών επενδυτών.

Οι ελληνικές εισηγμένες που ξεχωρίζουν στην ανάλυση

Η ισχυρή εικόνα της χώρας αποτυπώνεται και σε επίπεδο εταιρειών. Η Bank of America αναφέρεται ρητώς σε εννέα ελληνικές εισηγμένες, οι οποίες καλύπτουν βασικούς τομείς της οικονομίας.

Η Metlen Energy & Metals συγκαταλέγεται στις μετοχές με περιορισμένη συμμετοχή στα χαρτοφυλάκια διεθνών επενδυτών, γεγονός που υποδηλώνει ότι, παρά το μέγεθος και τη διεθνή δραστηριότητα του ομίλου, η μετοχή δεν έχει ακόμη απορροφήσει πλήρως το ενδιαφέρον των θεσμικών κεφαλαίων.

Στον τραπεζικό κλάδο, η Εθνική Τράπεζα, η Τράπεζα Πειραιώς, η Eurobank και η Alpha Bank καταγράφουν αυξημένη συμμετοχή στα χαρτοφυλάκια διεθνών επενδυτών. Η εικόνα αυτή επιβεβαιώνει τον κεντρικό ρόλο των ελληνικών τραπεζών ως βασικού μοχλού έκθεσης στην ελληνική οικονομία.

Παράλληλα, ο ΟΠΑΠ διατηρεί ισχυρή παρουσία ως βασική καταναλωτική εισηγμένη, ενώ η Jumbo ενισχύει το αποτύπωμα του κλάδου λιανικής στην ελληνική αγορά. Ο ΟΤΕ εκπροσωπεί τον τομέα των τηλεπικοινωνιών, με σταθερή συμμετοχή στα χαρτοφυλάκια διεθνών επενδυτών, ενώ η ΔΕΗ αποτυπώνει τη θέση του ενεργειακού τομέα της χώρας στο διεθνές επενδυτικό περιβάλλον.

Σύμφωνα με τη Bank of America, η Ελλάδα δεν αντιμετωπίζεται ως βραχυπρόθεσμη επενδυτική επιλογή, αλλά ως διαρθρωτική τοποθέτηση στο πλαίσιο της περιφερειακής στρατηγικής. Η παρουσία ελληνικών μετοχών σε καίριους τομείς, όπως τράπεζες, ενέργεια, τηλεπικοινωνίες και κατανάλωση, ενισχύει τη συνολική βαρύτητα της χώρας στα διεθνή χαρτοφυλάκια. Όπως προκύπτει από την ανάλυση, η Ελλάδα παραμένει βασικός αποδέκτης διεθνούς επενδυτικού ενδιαφέροντος στην περιοχή, συνδυάζοντας υψηλή θεσμική συμμετοχή, σαφή κλαδική εκπροσώπηση και σταθερή θέση στο περιφερειακό επενδυτικό αφήγημα.

Η Morgan Stanley, από την πλευρά της, εκτιμά ότι οι ελληνικές μετοχές μπαίνουν σταδιακά ξανά στο επίκεντρο της διεθνούς επενδυτικής συζήτησης, καθώς το 2026 διαμορφώνεται ως κομβικό έτος για τη θέση της Ελλάδας στους παγκόσμιους δείκτες αναπτυγμένων αγορών. Σύμφωνα με την ανάλυση της Morgan Stanley, “Big Debates 2026: Εurope Hold on to Your Hats” από την ομάδα των Matthew Nguyen, Marina Zavolock και Regiane Yamanari (16/12), μια σειρά από θεσμικούς καταλύτες σε συνδυασμό με τις μακροοικονομικές επιδόσεις της χώρας δημιουργούν συνθήκες αυξημένου ενδιαφέροντος, ιδίως από επενδυτές που μέχρι σήμερα παραμένουν στο περιθώριο της ελληνικής αγοράς.

Η απόφαση του FTSE να αναβαθμίσει την Ελλάδα σε κατηγορία αναπτυγμένης αγοράς, με εφαρμογή τον Σεπτέμβριο του 2026, αποτελεί το πρώτο και πιο συγκεκριμένο βήμα. Παράλληλα, ο δείκτης STOXX διατηρεί την Ελλάδα στη λίστα παρακολούθησης, με επανεξέταση τον Απρίλιο του 2026 και πιθανή εφαρμογή επίσης τον Σεπτέμβριο. Την ίδια στιγμή, η Morgan Stanley εκτιμά ότι ο MSCI ενδέχεται να ξεκινήσει επίσημη διαβούλευση για μελλοντική αναβάθμιση, γεγονός που ενισχύει τη θεσμική δυναμική γύρω από την ελληνική αγορά, έστω και αν η πλήρης ένταξη σε αυτόν τον δείκτη αναμένεται να απαιτήσει περισσότερο χρόνο.

Παρά τα παραπάνω, η Morgan Stanley επισημαίνει ότι οι περισσότεροι επενδυτές αναπτυγμένων αγορών δεν έχουν ακόμη ενσωματώσει την Ελλάδα στη στρατηγική τους. Αντιθέτως, στους επενδυτές αναδυόμενων αγορών, η Ελλάδα είναι ήδη σε μεγάλο βαθμό υπερεπενδεδυμένη. Αυτό δημιουργεί μια ασύμμετρη εικόνα, καθώς η χώρα παραμένει εκτός ραντάρ για μεγάλο μέρος των επενδυτών αναπτυγμένων αγορών, την ώρα που τα θεμελιώδη μεγέθη της οικονομίας βελτιώνονται σταθερά.

Η εικόνα αυτή στηρίζεται σε σαφείς μακροοικονομικούς παράγοντες. Η Morgan Stanley εκτιμά ότι η ελληνική οικονομία αναπτύσσεται με ρυθμό περίπου διπλάσιο από εκείνον της Ευρωζώνης, με πρόβλεψη για αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ στο 2% κατά την περίοδο 2026-2027. Οι βασικοί μοχλοί αυτής της υπεραπόδοσης είναι η ιδιωτική κατανάλωση και οι επενδύσεις. Καθοριστικό ρόλο παίζει η αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης, με τη Morgan Stanley να τονίζει ότι υπάρχει χρονική υστέρηση περίπου δύο ετών μεταξύ της εκταμίευσης και της απορρόφησης των κονδυλίων. Αυτό σημαίνει ότι το επενδυτικό απόθεμα παραμένει ισχυρό και μετά τη λήξη του προγράμματος στο τέλος του 2026.

Η ανθεκτικότητα της οικονομίας ενισχύεται περαιτέρω από τη φορολογική πολιτική, καθώς η Ελλάδα συγκαταλέγεται στις λίγες ευρωπαϊκές χώρες που εφαρμόζουν μειώσεις φόρων, στηρίζοντας την κατανάλωση. Παράλληλα, η πολιτική σταθερότητα επιτρέπει τη συνέχιση μιας μεταρρυθμιστικής ατζέντας με αναπτυξιακό προσανατολισμό.

Στο χρηματιστηριακό σκέλος, η Morgan Stanley επισημαίνει ότι οι ελληνικές μετοχές παραμένουν φθηνές σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη, σε αντίθεση με τα ελληνικά κρατικά ομόλογα που έχουν ήδη συγκλίνει με τις αποδόσεις της ευρωπαϊκής περιφέρειας. Το κόστος ιδίων κεφαλαίων έχει μειωθεί αισθητά, αλλά εξακολουθεί να εμφανίζει σημαντικό περιθώριο σύγκλισης έναντι των ευρωπαϊκών αγορών, εν μέρει λόγω της σύνθεσης του δείκτη, όπου οι τράπεζες καταλαμβάνουν σχεδόν τα τρία τέταρτα της συνολικής στάθμισης.

Για τον λόγο αυτό, η Morgan Stanley δηλώνει ξεκάθαρη προτίμηση στις ελληνικές τράπεζες. Ο κλάδος έχει ολοκληρώσει σε μεγάλο βαθμό τον καθαρισμό των ισολογισμών του, με τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια πλέον σε χαμηλά μονοψήφια επίπεδα, έχει επανεκκινήσει τη διανομή μερισμάτων και παρουσιάζει ανθεκτικές προοπτικές ανάπτυξης. Η ζήτηση για εταιρικά δάνεια, σε συνδυασμό με την επέκταση σε λιγότερο αναπτυγμένους τομείς, όπως η διαχείριση κεφαλαίων και οι ασφαλιστικές εργασίες, ενισχύει τη μεσοπρόθεσμη εικόνα του κλάδου. Ο οίκος καταλήγει ότι η επόμενη χρονιά μπορεί να αποτελέσει το έτος κατά το οποίο οι ελληνικές μετοχές θα περάσουν από τη σφαίρα της περιφερειακής επιλογής σε εκείνη μιας αγοράς που θα απαιτεί ενεργή αξιολόγηση από τους επενδυτές αναπτυγμένων αγορών, με βασικό μοχλό τις τράπεζες και υπόβαθρο μια οικονομία που εμφανίζει διατηρήσιμη δυναμική.

Διαβάστε επίσης

Γιατί οι αναλυτές παραμένουν αγοραστές σε Metlen, Aegean Airlines και ΔΕΗ

DBRS: Σταθερή αναπτυξιακή τροχιά για την Ελλάδα και μετά το 2025 – Τι προβλέπει για το 2027

Χρηματιστήριο: Αυτές οι μετοχές θα πρωταγωνιστήσουν το 2026 – Τι θα κάνουν οι τράπεζες