O σταθμός ηλεκτροπαραγωγής Battersea Power Station, στο Λονδίνο χτισμένος με το παραδοσιακό αγγλικό τούβλο, το art deco εσωτερικό και τις 4 κυλινδρικές, λευκές καμινάδες του, είναι ένα από τα τοπόσημα της πόλης, ένα βιομηχανικό κόσμημα στο νότιο Λονδίνο αποτελεί πλέον και μια κερδοφόρα εμπορική και οικιστική ανάπτυξη.

Μετά από πολλές περιπέτειες τις τελευταίες δεκαετίες, και πολλές ατυχείς προσπάθειε αξιοποίησης, από το 2022 αποτελεί πόλο έλξης τουριστών και Λονδρέζων για τον τρόπο που συνδυάζει τη βιομηχανική ιστορία με τις σύγχρονες χρήσεις. Εξωτερικά διατηρεί ακέραιη τη μορφή της παλιάς μεσοπολεμικής μονάδας παραγωγής ενέργειας και μέσα είναι ένα υπερσύγχρονο mall με εμπορικούς και οικιστικούς χώρους, εστιατόρια και μπαρ αλλά και μουσείο που κρατά ζωντανή τη βιομηχανική αρχιτεκτονική και την ιστορια του.

1

Η επιτυχημένη ανάπλασή του παλιού σταθμού έχει δώσει αξία όχι μόνο στο μαλαισιανό fund που το 2013, αποφάσισε να επενδύσει 1,5 δισ. λίρες για να το φτιάξει, αλλά και σε ολόκληρη την περιοχή που αναβαθμίστηκε.

Η αναβίωση του Battersea Power Station έχει ιδιαίτερη αξία γιατί ήταν η τελευταία απόπειρα μετά από μια σειρά αποτυχημένων προσπαθειών που έγιναν  από το 1983 μέχρι σήμερα. Οράματα, ναυάγια, νέες ελπίδες και διαφορετικοί ιδιοκτήτες προσπάθησαν και απέτυχαν να δημιουργήσουν αξία από την εμβληματική μονάδα, μέχρι να το αναλάβουν το 2013 οι σημερινοί ιδιοκτήτες.

Το Battersea Power Station ήταν από τους μεγαλύτερους σταθμούς παραγωγής ενέργειας της Ευρώπης, που με την ισχλυ του, κρατούσε αναμμένα τα φώτα της πόλης,  μέχρι που η τεχνολογία του ξεπεράστηκε και έπρεπε να κλείσει. Γλίτωσε από τους βομβαρδισμούς του πολέμου, γνώρισε μεγάλη δόξα ως εξώφυλλο του άλμπουμ των Pink Floyd  το 1976, αγαπήθηκε από τους Λονδρέζους και σήμερα συγκεντρώνει εκατομμύρια επισκεπτών, ενώ τα σχέδια ανάπλασης συνεχίζονται.

Από το 1929 μέχρι τον πόλεμο

Το Battersea Power Station σχεδιάστηκε το 1929  με Σύμβουλο στην ομάδα σχεδιασμού τον Sir Giles Gilbert Scott που σχεδίασε και τους χαρακτηριστικούς  στο Λονδίνο κόκκινους τηλεφωνικούς θαλάμους.  Αποτελείται από δύο σταθμούς, τους Α και Β. Η ολοκλήρωση του πρώτου σταθμού έγινε μέσα σε 6 χρόνια, με τις δύο καμινάδες  να επιβάλλονται στον ορίζοντα της πόλης το 1935 , με το εντυπωσιακό συνολικό  ύψος των 101 μέτρων. Οι εργασίες του κτηρίου Β που είχαν ξεκινήσει το 1937 αναγκαστικά σταμάτησαν το 1941 λόγω του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και τελικά ολοκληρώθηκαν το 1955.  Ο σταθμός πέρασε αλώβητος τους βομβαρδισμούς των Γερμανών καθώς ο Χίτλερ  ήθελε να κρατήσει το κτήριο αυτό, για να το χρησιμοποιήσει μετά την κατάκτηση της Μεγάλης Βρετανίας.

Μετά την ολοκλήρωση και του δεύτερου σταθμού το 1955,  έγινε «το δεύτερο πιο αγαπημένο κτίριο της πόλης μετά τον Καθεδρικό του Αγίου Παύλου». Τόσο μεγάλη ήταν η δημοφιλία της μοντέρνας κατασκευής που το 1977 φιγουράρισε στο εξώφυλλο του album «Animals» των Pink Floyd.

1976: Το γουρούνι ανάμεσα στις καμινάδες

Το 1976 μια παράξενη ιδέα των Pink Floyd έμελλε να προσθέσει μια πρωτότυπη σελίδα στην ιστορια του σταθμού.  Στις  2 Δεκεμβρίου 1976, στο παλιό εργοστάσιο, με τις τέσσερις γιγάντιες καμινάδες του,  τεχνικοί, φωτογράφοι και μέλη των Pink Floyd ετοιμάζονταν για μια από τις πιο αλλόκοτες φωτογραφήσεις στην ιστορία της μουσικής. Στόχος τους: να κρεμάσουν ένα τεράστιο φουσκωτό γουρούνι, ονόματι Algie, ανάμεσα στις καμινάδες, για το εξώφυλλο του νέου τους άλμπουμ, Animals.

Το γουρούνι θα ήταν το σύμβολο – της απληστίας, της αλαζονείας, της εξουσίας που επικρατεί πάνω από την πόλη. Ο Roger Waters είχε επιμείνει πως αυτός ο παράξενος «φρουρός» έπρεπε να δεσπόζει ψηλά, σαν να επιθεωρεί το Λονδίνο από μεγάλο ύψος. Έτσι, η Algie φουσκώθηκε, δέθηκε με χοντρά σχοινιά και υψώθηκε προσεκτικά στον χειμωνιάτικο αέρα. Αλλά η μέρα ήταν μουντή· το φως δεν εξυπηρετούσε και η φωτογράφιση αναβλήθηκε.

Την επόμενη μέρα, 3 Δεκεμβρίου, ο ουρανός ήταν καθαρός. Μια ακόμα ιδιαιτερότητα αυτής της φωτογράφισης ήταν ότι η ομάδα είχε προσλάβει έναν επαγγελματία σκοπευτή, σε περίπτωση που κάτι πήγαινε στραβά. Όμως εκείνο το πρωινό, για λόγους που δεν έγιναν ποτέ σαφείς, ο σκοπευτής… δεν ήρθε. Κι αυτό θα αποδεικνυόταν κομβικό.

Καθώς η Algie ανέβαινε ξανά στον αέρα, ένα δυνατό ρεύμα ανέμου έκοψε τα σχοινιά και το τεράστιο γουρούνι, αντί να πέσει, άρχισε να ανυψώνεται. Όλο και πιο ψηλά. Και μετά… άρχισε να ταξιδεύει.

Ο άνεμος το πήρε και το έσπρωξε πάνω από τον Τάμεση. Οι εργάτες κοιτούσαν αποσβολωμένοι, καθώς η Algie μετατρεπόταν από διαφημιστικό αντικείμενο σε απρόβλεπτο ιπτάμενο σώμα. Μέσα σε λίγα λεπτά, πιλότοι ανέφεραν ένα «άγνωστο αντικείμενο» στον ουρανό του Λονδίνου. Οι αρμόδιες υπηρεσίες προειδοποιούσαν αεροπλάνα που πλησίαζαν στο Heathrow. Κάτοικοι νόμιζαν πως έβλεπαν κάποιο είδος αστείου, ή ακόμα και κάποιο σημάδι. Η εικόνα ενός γιγαντιαίου ροζ γουρουνιού να πετά ήρεμα πάνω από την πόλη ήταν τόσο σουρεαλιστική, που κανείς δεν ήξερε πώς να την ερμηνεύσει.

Η Algie συνέχισε το ταξίδι της για ώρες. Πέρασε πάνω από προάστια, αγρούς, δρόμους, μέχρι που τελικά προσγειώθηκε απαλά σε μια φάρμα στο Kent, ανάμεσα σε απορημένες αγελάδες. Όταν οι αρχές ειδοποίησαν τους Pink Floyd πως το γουρούνι εντοπίστηκε, η ιστορία είχε ήδη γίνει πρωτοσέλιδο.

Έκτοτε, το ιπτάμενο γουρούνι έγινε μυθικό. Συνοδεύει τη μπάντα στις συναυλίες της, εμφανίζεται σε περιοδείες, σε πολιτικά σχόλια, σε αναμνήσεις και θρύλους. Κάθε φορά που σηκώνεται στον αέρα, οι παλιοί θυμούνται εκείνη την παράξενη μέρα που ένα γουρούνι πέταξε πραγματικά — και μαζί του πέταξε και η φήμη του Battersea Power Station σε μια νέα εποχή. Κι ο Σταθμός Battersea  μπήκε στην καρδιά των Λονδρέζων.

Οι πρώτες προσπάθειες αξιοποίησης: Ο αμίαντος δεν υπολογιστηκε

Η αγάπη των Λονδρέζων για το βιομηχανικο σταθμό έπαιξε σημαντικό ρόλο για να κηρυχθεί το κτήριο διατηρητέο. Ο κυβερνητικός οργανισμός Historic England κατέταξε  το κτήριο στη λίστα των διατηρητέων μνημείων πολιτιστικής κληρονομιάς, απόφαση η οποία διαφύλαξε την ακεραιότητα του οικοδομήματος, παρότι οι εγκαταστάσεις του έκλεισαν και η παραγωγή του σταμάτησε το 1983. Ο Ηλεκτροπαραγωγικός Σταθμός Α παροπλίστηκε το 1975. Ο Ηλεκτροπαραγωγικός Σταθμός Β το 1983. Και τότε τέθηκε το μεγάλο πρόβλημα: Πώς θα αξιοποιηθεί χωρις να γκρεμιστεί.

Η Εταιρεία Ηλεκτρικής Ενέργειας του Λονδίνου έκλεισε το 1948 με την εθνικοποίηση της βιομηχανίας ενέργειας. H Κεντρική Επιτροπή Παραγωγής Ηλεκτρικής Ενέργειας που κατέχει αυτό το κτίριο είχε ένα περιουσιακό στοιχείο που όχι μόνο δεν παρήγαγε αξία αλλά χρειαζόταν χρήματα. Και επειδή δεν μπορούσε να κατεδαφιστεί θα έπρεπε  να ανακατασκευαστεί.

Τότε, οι ιδιοκτήτες, έβαλαν μια αγγελία στην εφημερίδα Times,  ζητώντας από τους ενδιαφερόμενους να τηλεφωνήσουν ή να γράψουν με ιδέες και αρχικά σχέδια για το θα πρότειναν να γίνει. Και μέχρι τον Ιανουάριο, του 1984, προέκυψαν δύο προεπιλεγμένες ιδέες. Η πρώτη ήταν να γίνει εκεί  εγκατάσταση καύσης απορριμμάτων κάτι που δεν προτιμήθηκε…

Η δεύτερη ιδέα ήταν του John Broome, του επιχειρηματία  του Alton Towers,  που είχε ήδη αποδείξει πως μπορούσε να μεταμορφώσει έναν εγκαταλελειμμένο χώρο σε πόλο έλξης εκατομμυρίων επισκεπτών. Το 1987 αγόρασε το κτίριο για περίπου 1,5 εκατομμύριο λίρες και άρχισε την πιο δραστική παρέμβαση που είχε γίνει ποτέ στο μνημείο.

Ο Broome είδε στο Battersea την ευκαιρία για ένα θεαματικό θεματικό πάρκο κλειστού τύπου, ένα «εσωτερικό Disneyland του Λονδίνου», όπως μυστικά το αποκαλούσαν όσοι συμμετείχαν στην ομάδα ….Η Margaret Thatcher, εντυπωσιασμένη από την ιδέα, λέγεται ότι είχε εκφράσει την υποστήριξή της. Ο Broome υποσχέθηκε ότι θα είναι έτοιμο σε δύο χρόνια, όμως η πραγματικότητα ήταν πιο σύνθετη….και τον διέψευσε. Δεν είχε υπολογίσει πως θα αφαιρούσε τον αμίαντο… Για την αντιμετώπιση του αμιάντου είχε προϋπολογίσει μόνο 190.000 λίρες, και αυτός ο λογαριασμός  ανέβηκε γρήγορα στα 40 εκατομμύρια…

Για να βγει ο αμίαντος και μεγάλο μέρος του παλιού βιομηχανικού εξοπλισμού αφαιρέθηκε η τεράστια οροφή του σταθμού. Η εικόνα του κτηρίου έγινε σχεδόν δυστοπική: ένα γιγάντιο τούβλινο κέλυφος, ανοιχτό στον ουρανό, γεμάτο σκαλωσιές, γερανούς  για ένα όραμα που για μερικά χρόνια έμοιαζε εφικτό.   Όμως, όσο το κέλυφος «καθαριζόταν» απο τον αμίαντο,  το κόστος ανέβαινε εκθετικά. Οι αρχικές εκτιμήσεις για 35 εκατομμύρια λίρες γρήγορα έγιναν 100, έπειτα 150 και, πριν καλά-καλά το έργο προλάβει να πάρει μορφή, οι αριθμοί είχαν εκτοξευθεί σε επίπεδα που κανένας χρηματοδότης δεν μπορούσε πια να υποστηρίξει.

Το 1989 τα έργα πάγωσαν απότομα. Το Battersea έμεινε μισοξηλωμένο, μισοανοιγμένο, και εκτεθειμένο στα στοιχεία της φύσης. Κάθε βροχή έμπαινε εκεί που κάποτε υπήρχε στέγη, και το κτίριο άρχισε να υποφέρει περισσότερο από ποτέ. Το όνειρο του Broome είχε τελειώσει.

Το 1993, η ιδιοκτησία πέρασε στην Parkview International, μια εταιρεία από το Χονγκ Κονγκ που υποσχέθηκε μια «πόλη μέσα στην πόλη», ένα μείγμα από πολυτελείς κατοικίες, εμπορικά κέντρα, ξενοδοχεία και πολιτιστικούς χώρους. Κατέθεσαν σχέδια, έκαναν μελέτες, προσέλαβαν αρχιτέκτονες διεθνούς φήμης, αλλά και πάλι το βάρος του κτηρίου, το τεχνικό του μέγεθος και το υψηλό κόστος συντήρησης έκαναν το project να καθυστερεί. Για χρόνια το Battersea ήταν στάσιμο. Η Parkview, παρότι κράτησε το κτίριο περίπου δεκαπέντε χρόνια, δεν κατάφερε ούτε εκείνη να ξεκινήσει ουσιαστικές εργασίες. Κάθε νέο masterplan αναθεωρούνταν, κάθε άδεια άλλαζε μορφή, και στο μεταξύ, το κτίριο —χωρίς στέγη και σε κατάσταση συνεχούς φθοράς— κινδύνευε να καταρρεύσει.

Το 2006 πέρασε στα χέρια της Real Estate Opportunities (REO) από την Ιρλανδία, οι οποίοι συνεργάστηκαν με το αρχιτεκτονικό γραφείο της Rafael Viñoly. Το δικό τους όραμα περιλάμβανε έναν γυάλινο ουρανοξύστη-καπνοδόχο, μια τεράστια ανάπτυξη σε όλη την περιοχή και πλήρη επανακατασκευή των πραγματικών καμινάδων. Παρά τις εντυπωσιακές μακέτες, η REO χτυπήθηκε από την οικονομική κρίση του 2008. Το Battersea «κόλλησε» για ακόμη μια φορά ανάμεσα σε χρέη, διαφωνίες με το δήμο και έλλειψη χρηματοδότησης.

Μια χρεοκοπία που οδήγησε στη σωτήρια λύση

Το 2012 συνέβη η μεγαλύτερη ανατροπή στην ιστορία του. Και η εταιρεία που κατείχε το ακίνητο μπήκε σε καθεστώς διαχείρισης χρέους, και τότε εμφανίστηκε κοινοπραξία από τη Μαλαισία: η S P Setia, η Sime Darby Property και αργότερα το Employees Provident Fund της Μαλαισίας.

 Συγκεκριμένα, το Permodalan Nasional Berhad (PNB) και το Employees’ Provident Fund (EPF) αγόρασαν το κτήριο του σταθμού ενέργειας μέσω κοινοπραξίας: η PNB έχει το 65%, η EPF το 35%, ενώ στο ευρύτερο έργο συμμετέχουν και οι μαλαισιανές εταιρείες ακινήτων οι Sime Darby Property και SP Setia, δημιουργώντας ένα μεγάλο θεσμικό επενδυτικό σχήμα.

Αυτοί αγόρασαν τελικά τη συνολική έκταση —όχι απλώς το κτίριο, αλλά ολόκληρη την περιοχή γύρω του— και ξεκίνησαν το πιο φιλόδοξο και σταθερό πρόγραμμα ανάπλασης που είχε δει ποτέ το Battersea. Ήταν η πρώτη φορά, μετά από σχεδόν τέσσερις δεκαετίες, που το έργο έδειχνε να έχει επιτέλους σοβαρή χρηματοδότηση, μακροπρόθεσμο masterplan και πολιτική στήριξη. Τότε όμως πια, το κτίριο κατέρρεε. Είχε μείνει να στέκεται και να σαπίζει για σχεδόν 30 χρόνια χωρίς οροφή.

Ωστόσο, η Μαλαισιανή Κοινοπραξία έλυσε όλα τα ζητήματα. Από το 2013 και μετά, οι εργασίες δεν σταμάτησαν. Η στέγη αποκαταστάθηκε, οι καμινάδες ανακατασκευάστηκαν πιστά, τα εσωτερικά κτίρια μετατράπηκαν σε χώρους γραφείων, καταστημάτων, κατοικιών και πολιτισμού. Η ανάπλαση έγινε με όραμα — όχι μόνο οικονομικό, αλλά και πολιτιστικό, κοινωνικό.

Το συγκρότημα των 42 στρεμμάτων γύρω από το σταθμό παραγωγής ενέργειας  Βattersea μετατράπηκε σε μια ολόκληρη περιοχή μικτής χρήσης μια ολόκληρη γειτονιά με κατοικίες, καταστήματα, εστιατόρια, γραφεία, και χώρους αναψυχής. Η ανάπλαση δεν ήθελε απλά να “κάνει ένα όμορφο τουριστικό αξιοθέατο”, αλλά να δημιουργήσει έναν νέο, ζωντανό κόμβο πόλης, όπου θα ζεις, θα δουλεύεις και θα ξεκουράζεσαι.

Η ανακατασκευή θα κοστίσει 8 δισεκατομμύρια λίρες, συμπεριλαμβανομένης της επέκτασης της Βόρειας Γραμμής, της αποκατάστασης του σταθμού παραγωγής ενέργειας και της κατασκευής 3.400 νέων κατοικιών, 1,7 εκατομμυρίων τετραγωνικών ποδιών γραφείων, 550.000 τετραγωνικών ποδιών καταστημάτων, νέων ξενοδοχείων και μιας περιοχής ψυχαγωγίας.

Το Battersea τα κατάφερε: 11 εκ. επισκεπτες  το χρόνο

Το 2022 το Battersea άνοιξε τις πύλες του στο κοινό, πλήρως ζωντανό για πρώτη φορά μετά το 1975. Σήμερα λειτουργεί ως μικρή πόλη: χώρος εργασίας για χιλιάδες ανθρώπους, οικιστικό συγκρότημα, τουριστικός προορισμός, πολιτιστικό κέντρο και εμπορικό hub. Και, για πρώτη φορά στην ιστορία του μετά το κλείσιμο, είναι οικονομικά βιώσιμο και ενεργό.

Εντελώς ανακαινισμένο, με όλους τους χώρους του ανανεωμένους φιλοξενεί ένα σύγχρονο mall με πάνω από 100 εμπορικά καταστήματα, χώρους εστίασης, διασκέδασης και πολιτισμού και ένα πλήρες πρόγραμμα από events για όλο το χρόνο. Στην καμινάδα οδηγεί  το “Lift 109” — ένα γυάλινο ασανσέρ που ανεβαίνει ψηλά, προσφέροντας θέα σε όλη την πόλη.

Μέσα στον πρώτο χρόνο (μέχρι Οκτώβριο 2023) είχε ήδη πάνω από 11 εκατ. επισκέπτες.

Στον οικιστικό τομέα, πωλήθηκαν διαμερίσματα αξίας £480 εκατ. μέσα στο 2022, και παρεδόθησαν κατοικίες αξίας συνολικά £1,1 δισ. Η περιοχή μεταμορφώθηκε  και η  ζήτηση είναι μεγάλη αφού  πολλοί θέλουν να ζήσουν σε αυτή τη νέα, “πολυλειτουργική” γειτονιά. Παράλληλα, πάνω από 6.000 εργαζόμενοι έχουν ήδη εγκατασταθεί στην περιοχή (γραφεία, εταιρίες, κλπ.).

Η εμπορική δραστηριότητα πάει εξίσου καλά: το 2023 οι συνολικές πωλήσεις καταστημάτων και εστίασης “εκτινάχθηκαν” +52% ενώ  η περίοδος των Χριστουγέννων 2024  σημείωσε ρεκόρ και οι πωλήσεις στους εμπορικούς χώρου αυξήθηκαν 13,4% σε σύγκριση με το 2023.

Η επιτυχία αυτή επιβεβαιώνεται και με βραβεύσεις: το έργο πήρε “World Gold” στο FIABCI για την ανάπλαση του ιστορικού κτιρίου, αναδεικνύοντας τον συνδυασμό σεβασμού της βιομηχανικής κληρονομιάς και σύγχρονου εμπορικού / πολυλειτουργικού προορισμού.

Η επόμενη φάση ανάπτυξης: Μια μεγάλη γειτονιά

Στα επόμενα 5-10 χρόνια στο Battersea Power Station, σύμφωνα με τα σχεδια των επενδυτών του, αναμένεται  μια ακόμη ριζική μεταμόρφωση: η φάση 3C είναι ένα κομβικό κεφάλαιο στην ιστορία του και το παλιό εργοστάσιο θα μετατραπεί με ουσία σε “γειτονιά” και κοινότητα, όχι μόνο σε τουριστικό αξιοθέατο.

Ακολουθώντας την ανάγκη για socia housing, στην έκταση του Battersea πλέον σχεδιάζονται κατοικίες προσιτές στον κόσμο και όχι μόνο ακριβά διαμερίσματα.

Η επόμενη φάση ξεκινά με τον σχεδιασμό νέων κατοικιών: περίπου 306 διαμερίσματα θα οικοδομηθούν σε δύο κτίρια, τα οποία δεν θα είναι απλά πολυτελή διαμερίσματα, αλλά θα ενσωματώνουν  “senior living” — δηλαδή κατοικίες σχεδιασμένες για ηλικιωμένους, προσφέροντας άνεση, ασφάλεια, αλλά και κοινωνική ενσωμάτωση. Αυτά τα κτίρια θα έχουν χειμερινά κήπους (“winter gardens”), μεγάλα παράθυρα, φυσικό φως — έτσι ώστε οι ένοικοι να αισθάνονται σχεδόν ότι ζουν μέσα σε έναν χώρο ανάμεσα στο παλιό και το νέο.

Κεντρικό στοιχείο της 3C θα είνα οι χώροι για τον κόσμο: σχεδιάζεται ένα Community Hub περίπου 15.000 τετραγωνικών ποδιών, όπου θα μπορεί να φιλοξενεί εκδηλώσεις, εργαστήρια, ανοιχτές συναντήσεις, καλλιτεχνικά δρώμενα και ό,τι άλλο μπορεί να φέρει κοντά τους κατοίκους της γειτονιάς. Αυτός ο χώρος, σε συνδυασμό με δημόσιες πλατείες και πεζόδρομους, θα διαμορφώσει μια λεωφόρο– την Electric Boulevard – που θα λειτουργεί ως η νέα καρδιά του συγκροτήματος.

Στη 3C θα δοθεί πολύ βάρος στη βιωσιμότητα: στα σχέδια προβλέπονται “πράσινες στέγες”, διαμορφώσεις που αυξάνουν τη βιοποικιλότητα (“biodiversity net gain”) και περιβαλλοντικά φιλικές λύσεις. Επιπλέον, θα υπάρχει ένα Bike Hub με περίπου 600 θέσεις ποδηλάτων, ενθαρρύνοντας τη χρήση ποδηλάτου ως μέσο μετακίνησης για κατοίκους και επισκέπτες — ιδέα που συνδέεται άμεσα με το όραμα για μια πιο πράσινη, λιγότερο αυτοκινητιστική γειτονιά.

Ο ρυθμός κατασκευής αναμένεται να είναι σταδιακός, αλλά αρκετά δυναμικός και προβλέπεται ότι οι εργασίες θα ξεκινήσουν μέσα στα επόμενα χρόνια και θα ολοκληρωθούν γύρω στο 2029. Μέσα σε αυτό το διάστημα, η περιοχή θα δει όχι μόνο νέα κτίρια, αλλά και περισσότερη ζωή: νέοι κάτοικοι, συνεκτική κοινότητα, και καθημερινές δραστηριότητες στους χώρους μέσα και γύρω από το σταθμό.

Παράλληλα, αναμένεται ότι η φάση θα ενσωματώσει πολιτιστικές λειτουργίες: χώροι για τέχνη, εκθέσεις, εργαστήρια, που θα δίνουν ακόμα πιο ισχυρό χρώμα “κοινότητας” στο έργο. Οι καμινάδες και τα ιστορικά κτίρια θα διατηρηθούν και θα αναδειχθούν με τέτοιο τρόπο ώστε να συνυπάρχουν αρμονικά με τις νέες κατασκευές.

Με την ολοκλήρωση της τρίτης φάσης η εμβληματική μονάδα απο  “παλιός σταθμός ενέργειας”, θα μετατραπει σε  μια πραγματική μικρή πόλη: με κατοίκους, κοινότητα, βιώσιμη μετακίνηση, πράσινο και πολιτισμό, οδηγώντας τον γκρίζο σταθμό ηλεκτροπαραγωγής του παρλεθόντος σε ένα πολλά υποσχόμενο μέλλον.