Όταν ο γονιός θέλει να μεταβιβάσει το ακίνητό του στο παιδί, αλλά να εξασφαλίσει ότι αυτός θα κατοικεί εκεί, μπορεί να διατηρήσει την επικαρπία, όμως αν υπάρχουν χρέη, αυτό μπορεί να αποδειχθεί επικίνδυνο για την περιουσία.

Η γονική παροχή ακινήτου είναι μια από τις πιο συνηθισμένες πρακτικές στις ελληνικές οικογένειες, ιδιαίτερα όταν οι γονείς θέλουν να οργανώσουν εγκαίρως την περιουσία τους, να εξασφαλίσουν τα παιδιά τους και να μοιράσουν τα ακίνητα δίκαια στους απογόνους τους.

1

Στις περισσότερες περιπτώσεις, ο γονιός επιθυμεί να παραχωρήσει την κυριότητα στο παιδί, αλλά ταυτόχρονα να εξακολουθήσει να κατοικεί στο ακίνητο. Για να το κάνει αυτό, καλείται να επιλέξει ανάμεσα σε δύο εμπράγματα δικαιώματα που μπορεί να κρατήσει: την επικαρπία ή τη δουλεία οίκησης.

Η επικαρπία είναι η πιο συνηθισμένη επιλογή, όμως σε πολλές περιπτώσεις η δουλεία οίκησης είναι πολύ προτιμότερη (κι ας μην την γνωρίζουν πολλοί), ειδικά όταν υπάρχουν χρέη στην οικογένεια.

Τι ακριβώς είναι η επικαρπία και η δουλεία οίκησης

Η πρώτη κρίσιμη διάκριση αφορά τη φύση των δύο δικαιωμάτων. Η επικαρπία είναι ευρύτερο δικαίωμα, καθώς επιτρέπει στον δικαιούχο πλήρη χρήση και κάρπωση του ακινήτου. Έτσι, ο γονιός παραχωρεί την ψιλή κυριότητα στο παιδί, αλλά μπορεί να κατοικεί στο ακίνητο, να το εκμισθώνει, να εισπράττει μισθώματα και γενικώς να το αξιοποιεί οικονομικά μέχρι τη λήξη της επικαρπίας (που σχεδόν πάντα συμπίπτει με τον θάνατό του).

Η δουλεία οίκησης, αντίθετα, είναι ένα στενά προσωπικό δικαίωμα απλής κατοίκησης μέσα στο ακίνητο. Δεν επιτρέπει μίσθωση ούτε παραχώρηση σε τρίτους, δεν έχει αυτόνομη οικονομική αξία και λήγει αυτοδικαίως με τον θάνατο του δικαιούχου.

Η πιο ουσιαστική διαφορά -πέρα από τη δυνατότητα ή μη εκμίσθωσης του ακινήτου- αφορά το κατασχετό ή όχι του δικαιώματος. Η επικαρπία είναι περιουσιακό στοιχείο που μπορεί να κατασχεθεί, ενώ η δουλεία οίκησης παραμένει εκτός αναγκαστικής εκτέλεσης λόγω του αυστηρά προσωπικού χαρακτήρα της και δεν μπορεί να κατασχεθεί ή να εκπλειστηριασθεί.

Αυτή η λεπτή διάκριση επηρεάζει κομβικά το ποια λύση πρέπει να επιλεγεί από τον γονιό ανάλογα με το αν ο ίδιος έχει χρέη ή όχι.

Όταν δεν υπάρχουν χρέη: Η επικαρπία είναι η πιο πρακτική και εύλογη επιλογή

Στις περιπτώσεις όπου ο γονιός δεν έχει χρέη και δεν υφίσταται πραγματικός κίνδυνος μελλοντικών οφειλών, η επικαρπία αποτελεί την καταλληλότερη λύση. Ο γονιός διατηρεί τον οικονομικό έλεγχο του ακινήτου, μπορεί να το εκμεταλλεύεται και να εισπράττει τα έσοδα που τυχόν παράγει, ενώ το παιδί αποκτά την ψιλή κυριότητα χωρίς να επιφορτίζεται με τη διαχείριση.

Σε τέτοιες συνθήκες, το γεγονός ότι η επικαρπία είναι κατασχετή δεν δημιουργεί πρακτικό κίνδυνο, διότι απλώς δεν υπάρχουν πιστωτές που θα στραφούν κατά αυτής. Η επιλογή της οίκησης θα είχε νόημα μόνο εάν ο γονιός επιθυμεί απλώς να κατοικεί στο ακίνητο χωρίς να το εκμεταλλεύεται οικονομικά, κάτι που δεν συμβαίνει συχνά σε νοικοκυριά που αναζητούν συμπληρωματικό εισόδημα από μισθώματα.

Όταν δεν υπάρχουν χρέη σήμερα, αλλά μπορεί να δημιουργηθούν μελλοντικά

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η περίπτωση όπου ο γονιός δεν χρωστά σήμερα, αλλά υπάρχει εύλογη πιθανότητα να δημιουργηθούν χρέη στο μέλλον (π.χ. λόγω κάποιας ριψοκίνδυνης επιχειρηματικής κίνησης ή απλά επειδή διαβλέπει χειροτέρευση των οικονομικών του μεγεθών).

Σε αυτό το σενάριο, η καταλληλότερη επιλογή τείνει να είναι η δουλεία οίκησης. Κι αυτό γιατί ο βασικός κίνδυνος σε κάθε γονική παροχή που γίνεται από κάποιον που χρωστάει είναι η πιθανότητα οι πιστωτές να προσβάλουν τη μεταβίβαση με την αγωγή διάρρηξης ως καταδολιευτική. Να επιδιώξουν, δηλαδή, να την ακυρώσουν, ώστε να μπορέσουν να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις τους, εκπλειστηριάζοντας το ακίνητο.

Για να ευδοκιμήσει όμως αυτή η αγωγή, οι προϋποθέσεις του Αστικού Κώδικα είναι αυστηρές και απαιτούν είτε να υπάρχουν ήδη ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις τη στιγμή της γονικής παροχής είτε να αποδεικνύεται ότι ο οφειλέτης ενήργησε με πρόθεση να ζημιώσει συγκεκριμένους μελλοντικούς πιστωτές. Στην πράξη, η πρώτη προϋπόθεση είναι η καθοριστική, καθώς η διάρρηξη προϋποθέτει υφιστάμενο και ληξιπρόθεσμο χρέος κατά τον χρόνο της μεταβίβασης.

Αν λοιπόν η γονική παροχή γίνει πριν από τη γέννηση των οφειλών, τότε η μεταβίβαση προς το παιδί δεν μπορεί να προσβληθεί ως καταδολιευτική. Σε μια τέτοια περίπτωση, το ακίνητο παραμένει ασφαλές στο όνομα του παιδιού, ενώ η δουλεία οίκησης που κρατά ο γονιός παραμένει ακατάσχετη και δεν μπορεί να αγγιχθεί από μελλοντικούς πιστωτές, εφόσον τελικά δημιουργηθούν χρέη.

Η επικαρπία, αντιθέτως, θα μπορούσε να κατασχεθεί από μελλοντικούς πιστωτές, οδηγώντας σε απώλεια της χρήσης του ακινήτου.

Όταν υπάρχουν ήδη χρέη: Υπάρχει λύση;

Εάν ο γονιός έχει ήδη ληξιπρόθεσμα χρέη και συντρέχουν οι προϋποθέσεις της αγωγής διάρρηξης, τότε καμία νομική επιλογή δεν μπορεί πραγματικά να διασώσει τη μεταβίβαση. Με λίγα λόγια, αν η υπόλοιπη περιουσία του δεν είναι αρκετή, για να ικανοποιηθούν από αυτή οι δανειστές, θα στραφούν αναγκαστικά κατά του ακινήτου που μεταβιβάστηκε στο τέκνο. Η γονική παροχή θα προσβληθεί ως καταδολιευτική και θα ακυρωθεί, μαζί με οποιοδήποτε δικαίωμα οίκησης ή επικαρπίας τη συνοδεύει.

Τι γίνεται, όμως, όταν ο γονιός έχει μεν χρέη, όμως ταυτόχρονα η υπόλοιπη περιουσία του επαρκεί για να ικανοποιηθούν οι πιστωτές; Αυτό μπορεί, για παράδειγμα, να συμβεί αν ο γονιός έχει δύο ακίνητα και θέλει να παραχωρήσει το ένα στο παιδί του και παράλληλα αυτός να συνεχίσει να μένει μέσα στο σπίτι.

Σε ένα τέτοιο σενάριο, η δουλεία οίκησης παραμένει ασφαλέστερη για τον γονιό, επειδή δεν μπορεί να κατασχεθεί και τον προστατεύει τουλάχιστον ως προς το δικαίωμα κατοικίας. Έτσι, το παιδί διατηρεί την κυριότητα του ακινήτου, καθώς οι δανειστές θα αναγκαστούν να στραφούν κατά άλλων περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη και παράλληλα ο γονέας συνεχίζει να μένει μέσα στο σπίτι του.

Αντίθετα, αν διατηρούσε την επικαρπία, θα υπήρχε πάντα η δυνατότητα οι πιστωτές να στραφούν κατά της επικαρπίας. Αυτό είναι ένα σύνηθες σενάριο, αν το ακίνητο είναι μεγάλης αξίας και το χρέος μικρό, οπότε ο δανειστής κρίνει ότι μπορεί να κατασχέσει απλώς την επικαρπία και να λαμβάνει, για παράδειγμα, τα ενοίκια έως την αποπληρωμή του χρέους.

Το συμπέρασμα είναι ότι η επιλογή μεταξύ επικαρπίας και δουλείας οίκησης δεν έχει μία ενιαία απάντηση. Αντίθετα, εξαρτάται από το οικονομικό προφίλ του γονιού, τον κίνδυνο χρεών και τον στόχο της οικογενειακής ρύθμισης. Εκεί όπου δεν υπάρχουν χρέη, η επικαρπία προσφέρει ευελιξία και οικονομική αξιοποίηση. Εκεί όπου υπάρχει πιθανότητα μελλοντικών δυσμενών εξελίξεων, η δουλεία οίκησης λειτουργεί ως πιο ασφαλές καταφύγιο για το δικαίωμα κατοικίας και το ίδιο ισχύει αν υπάρχουν μεν χρέη, όμως οι πιστωτές μπορούν να κατασχέσουν κάποιο άλλο συγκεκριμένο ακίνητο και όχι το συγκεκριμένο, όπου διαμένει ο γονιός.