Στη Φλωρεντία, την πόλη όπου γεννήθηκε η Αναγέννηση, εκεί όπου κάθε πέτρα κουβαλά τη μνήμη της ομορφιάς, η Μαρία Κάλλας «επιστρέφει» μέσα από το φως και το μέταλλο του διεθνώς αναγνωρισμένου γλύπτη Νίκου Φλώρου.

Ο Έλληνας δημιουργός, ύστερα από πρόσκληση του Δημάρχου της Φλωρεντίας, παρουσιάζει το εμβληματικό του έργο Maria Callas: L’Écho Éternel — ένα γλυπτό ύψους 2,5 μέτρων από ατσάλι και μπρούντζο, αφιερωμένο στη «θεϊκή» Ελληνίδα που καθόρισε την ιστορία της όπερας και του πάθους.

1

Το έργο εκτίθεται στην ιστορική πλατεία της πόλης, κοντά στο Maggio Musicale Fiorentino, το θέατρο όπου η Κάλλας τραγούδησε για πρώτη φορά την αθάνατη «Casta Diva». Μια συμβολική επιστροφή στον τόπο όπου ο ήχος έγινε προσευχή και, τώρα, χάρη στη γλυπτική του Φλώρου, παίρνει ξανά μορφή και σάρκα.

Η ελληνική σημαία που κυματίζει πάνω στο γλυπτό δεν είναι, όπως λέει ο ίδιος, «πολιτικό σύμβολο, αλλά μεταφυσική αναφορά — το φως του πολιτισμού που διαρκεί από τον Όμηρο ως τον σύγχρονο κόσμο».

Με καλλιτεχνική επιμέλεια του Χρήστου Κωνσταντόπουλου, το έργο εντάσσεται αρμονικά στο αναγεννησιακό τοπίο, συνομιλώντας με το πνεύμα του Μποτιτσέλι, του Λεονάρντο ντα Βίντσι και του Μιχαήλ Αγγέλου. Η Φλωρεντία αγκάλιασε τη δημιουργία του Φλώρου ως έναν ύμνο στην ελληνικότητα και στη δύναμη της τέχνης να γεφυρώνει εποχές και πολιτισμούς. Σημαντική ήταν η συμβολή της προξένου της Ελλάδας στη Φλωρεντία, Πέγκυς Πετράκακου, για την υποστήριξη της.

Η έκθεση αποτελεί συνέχεια μιας παγκόσμιας πορείας που ξεκίνησε από τη Βενετία, συνέχισε στη Ρώμη, στην UNESCO στο Παρίσι και στην Όπερα του Ντουμπάι, προτού φτάσει στην Ιταλία. Παντού, η «φωνή» της Κάλλας αντηχεί μέσα από το μέταλλο, μεταμορφωμένη σε φως και μνήμη.

O γλύπτης Νίκος Φλώρος στη βράβευσή του
O γλύπτης Νίκος Φλώρος στη βράβευσή του

«Η Κάλλας είναι φαινόμενο μεταφυσικής φύσεως», μου είπε ο Νίκος Φλώρος στη συνέντευξή μας. «Η φωνή της υπερβαίνει τη μουσική και αγγίζει τη δομή του Είναι. Όταν μελέτησα το ηχόγραμμα της, αντιλήφθηκα πως έβλεπα τον παλμό της ψυχής. Έτσι γεννήθηκε η ανάγκη να αποδώσω τη φωνή ως μορφή· να δώσω σχήμα στο άυλο».

Με τη δική του αισθητική γλώσσα, ο Φλώρος δεν «αναπαριστά» τη Μαρία Κάλλας, τη «μεταφράζει». Δημιουργεί έναν διάλογο ανάμεσα στο παρελθόν και στο παρόν, ανάμεσα στην ύλη και στο πνεύμα, ανάμεσα στο φως της Ελλάδας και την αιωνιότητα της φωνής. Και μέσα από αυτή τη συνομιλία, η Ελλάδα, η τέχνη και η ψυχή της Κάλλας ξανασυναντιούνται — εκεί όπου η φωνή έγινε φως.

Η συνέντευξή μας, που ακολουθεί, αποκαλύπτει τον στοχασμό, την πίστη και τη φιλοσοφία ενός καλλιτέχνη που μετουσιώνει το ελληνικό φως σε παγκόσμια γλώσσα.

Στα εγκαίνια του εντυπωσιακού γλυπτού του Νίκου Φλώρου αφιερωμένο στη Μαρία Κάλλας, στη Φλωρεντία.
Στα εγκαίνια του εντυπωσιακού γλυπτού του Νίκου Φλώρου αφιερωμένο στη Μαρία Κάλλας, στη Φλωρεντία.

 Πώς ξεκίνησε η ιδέα να δημιουργήσετε ένα γλυπτό αφιερωμένο στη Μαρία Κάλλας;

Η ιδέα δεν ξεκίνησε ως καλλιτεχνική πρόθεση, αλλά ως εσωτερική κλήση. Δεν «επέλεξα» τη Μαρία Κάλλας· με επέλεξε εκείνη, μέσα από τη δόνηση του ονόματός της. Η Κάλλας είναι φαινόμενο μεταφυσικής φύσεως — η φωνή της υπερβαίνει τη μουσική και αγγίζει τη δομή του Είναι. Όταν μελέτησα το ηχόγραμμα της φωνής της, αντιλήφθηκα ότι δεν έβλεπα ένα απλό φάσμα ήχου, αλλά έναν οπτικοποιημένο παλμό ψυχής. Εκεί γεννήθηκε η ανάγκη να αποδώσω τη φωνή ως μορφή, να αποτυπώσω στο ατσάλι αυτό που είναι άυλο.

Η γλυπτική μου προσέγγιση υπήρξε, από την αρχή, μια πράξη αποκάλυψης: να υλοποιήσω την αϋλότητα, να κάνω τον ήχο να πάρει σάρκα, να επιτρέψω στη φωνή να αποκτήσει σώμα.

Το εντυπωσιακό γλυπτό του Νίκου Φλώρου αφιερωμένο στη Μαρία Κάλλας.
Το εντυπωσιακό γλυπτό του Νίκου Φλώρου αφιερωμένο στη Μαρία Κάλλας.

Τι σας συγκινεί περισσότερο στην προσωπικότητα της Κάλλας — η φωνή, η δύναμη ή η τραγικότητα της διαδρομής της;

Με συγκινεί η αντίφαση που αποτελεί τον πυρήνα της ύπαρξής της. Η Κάλλας ήταν ένα ον που κινήθηκε διαρκώς ανάμεσα στην τελειότητα και στη συντριβή. Η φωνή της γεννήθηκε από το φως, αλλά το φως της αυτό το πλήγωσε. Σε αυτήν την αντίφαση, βλέπω τον αρχέτυπο καλλιτέχνη — εκείνον που γνωρίζει ότι η τέχνη δεν είναι λύτρωση, αλλά καταδίκη να αναζητάς το απόλυτο.

Η συγκίνηση που προκαλεί η Κάλλας δεν οφείλεται στην τεχνική της, αλλά στην τραγικότητα της επίγνωσής της: ήξερε ότι κάθε της νότα είναι μια μάχη με το θάνατο. Αυτή η συνειδητότητα είναι το καλλιτεχνικό της μεγαλείο.

Το εντυπωσιακό γλυπτό του Νίκου Φλώρου αφιερωμένο στη Μαρία Κάλλας.
Το εντυπωσιακό γλυπτό του Νίκου Φλώρου αφιερωμένο στη Μαρία Κάλλας.

Ο τίτλος “Maria Callas: L’Écho Éternel” είναι ποιητικός. Τι εκφράζει για εσάς;

Ο τίτλος είναι ένα φιλοσοφικό αξίωμα: πως ο ήχος δεν πεθαίνει ποτέ. Ο απόηχος —το “écho”— είναι η μνήμη του φωτός. Όταν μια φωνή όπως της Κάλλας εγγράφεται στον κόσμο, δεν σβήνει· μεταμορφώνεται σε ενέργεια. Το “Éternel” είναι η επιβεβαίωση ότι ο πολιτισμός υπάρχει πέρα από τη βιολογική φθορά.
Το έργο μου επιδιώκει να αποδώσει αυτή την αιώνια επιστροφή του ήχου μέσα από το φως του μετάλλου. Ο τίτλος δεν είναι λογοτεχνικός, αλλά οντολογικός — περιγράφει την αδιάκοπη παρουσία της Κάλλας στον χρόνο.

 Ποια ήταν η μεγαλύτερη πρόκληση στην απόδοση της μορφής της μέσα από ατσάλι και μπρούντζο;

Το μέταλλο είναι ο πιο ειλικρινής αντίπαλος του δημιουργού. Δεν συγχωρεί, δεν υποχωρεί, δεν χαρίζεται. Όμως σε αυτή την αντίσταση βρίσκεται και η ομορφιά του. Ήθελα να επιβάλω στο ατσάλι μια πνοή, να του εμφυσήσω τη ρευστότητα της μουσικής. Η δυσκολία δεν ήταν τεχνική· ήταν οντολογική: πώς μπορείς να μετατρέψεις το ψυχρό σε ζωντανό, το βαρύ σε αιθέριο;

Η απάντηση ήρθε μέσα από τη φωτιά. Το ατσάλι λιώνει μόνο όταν συναντήσει τη θερμοκρασία της πίστης. Και η πίστη, στην τέχνη, είναι πιο καυτή κι από τη φλόγα.

Αν έπρεπε να περιγράψετε το έργο με μία λέξη, ποια θα ήταν;

Αθανασία. Όχι με τη μεταφυσική έννοια, αλλά ως αντίσταση στη λήθη. Η αθανασία είναι η επιμονή της μορφής απέναντι στο πέρασμα του χρόνου. Κάθε έργο που στέκεται απέναντι στη φθορά του κόσμου είναι μια μορφή αθανασίας.

Πώς προέκυψε η πρόσκληση από τον Δήμο της Φλωρεντίας και ποια ήταν η πρώτη σας σκέψη όταν τη δεχθήκατε;

Η πρόσκληση από τη Φλωρεντία ήρθε σαν ένα συμβολικό επιστέγασμα. Δεν τη θεώρησα απλώς τιμή, αλλά μια συνομιλία ανάμεσα σε δύο κόσμους: τον ελληνικό και τον ιταλικό, τον αρχέγονο και τον αναγεννησιακό.

Η πρώτη μου σκέψη ήταν ότι η Μαρία Κάλλας, ως μύθος που συνδέει την Ελλάδα με την Ιταλία, επιστρέφει στο λίκνο της τέχνης για να ξαναγεννηθεί μέσα από το φως. Η Φλωρεντία είναι η πόλη όπου ο λίθος μετατράπηκε σε σώμα και το σώμα σε ιδέα· να παρουσιάζεις εκεί ένα έργο ελληνικής ψυχής σημαίνει να ολοκληρώνεις έναν κύκλο πολιτισμού που ξεκίνησε με τον Φειδία και συνεχίστηκε με τον Μιχαήλ Άγγελο.

Η Φλωρεντία είναι η γενέτειρα της Αναγέννησης. Τι σημαίνει για εσάς να παρουσιάζετε ένα έργο ελληνικής έμπνευσης ανάμεσα σε τόσο εμβληματικά μνημεία;

Η Αναγέννηση, στην ουσία της, ήταν η ανακάλυψη του ελληνικού πνεύματος από τη Δύση. Ήταν η επιστροφή στο φως, στην αρμονία, στη μαθηματική καθαρότητα του κάλλους. Άρα, το να παρουσιάζω ένα ελληνικό έργο στη Φλωρεντία δεν είναι απλώς τιμή — είναι μια επιστροφή της πηγής στην εκβολή της.

Ο Νίκος Φλώρος μιλά στη βράβευσή του
Ο Νίκος Φλώρος μιλά στη βράβευσή του

Στο γλυπτό σας κυματίζει η ελληνική σημαία. Τι συμβολίζει για εσάς αυτή η παρουσία στο κέντρο μιας ιταλικής πόλης;

Η σημαία, στο έργο μου, δεν λειτουργεί ως πολιτικό σύμβολο, αλλά ως μεταφυσική αναφορά. Είναι η υπόμνηση ότι η Ελλάδα δεν είναι μόνο τόπος — είναι τρόπος ύπαρξης. Όταν η ελληνική σημαία κυματίζει στη Φλωρεντία, δεν αντιπροσωπεύει ένα έθνος, αλλά ένα φως που διαρκεί από τον Όμηρο έως τον σύγχρονο κόσμο.

Είναι η επιβεβαίωση ότι η ελληνική ταυτότητα δεν είναι στατική· είναι ένα συνεχές ρεύμα δημιουργίας που διαπερνά αιώνες.

Η έκθεση συνομιλεί με το σημείο όπου η Κάλλας τραγούδησε πρώτη φορά την “Casta Diva”. Πόσο σας συγκίνησε αυτό το ιστορικό βάρος;

Η “Casta Diva” είναι κάτι περισσότερο από άρια· είναι προσευχή. Το να παρουσιάζω το έργο μου στον τόπο όπου αυτή η προσευχή ακούστηκε πρώτη φορά ήταν μια εμπειρία ιεροτελεστικής φύσης.

Εκεί ένιωσα ότι το γλυπτό δεν ανήκει πλέον σε μένα. Έγινε φορέας μνήμης· η φωνή της Κάλλας, μέσα από το μέταλλο, επέστρεψε στο σημείο της γένεσής της. Η ιστορική συγκίνηση γίνεται τότε αισθητική εμπειρία — και η τέχνη ξαναβρίσκει τη θεία της διάσταση.

Πώς συνεργαστήκατε με τον επιμελητή της έκθεσης, τον Χρήστο Κωνσταντόπουλο, για να ενταχθεί το έργο αρμονικά στο περιβάλλον της πόλης;

Η συνεργασία μας υπήρξε διάλογος ουσίας, όχι διαδικασίας. Ο Χρήστος Κωνσταντόπουλος είναι ένας στοχαστής του χώρου. Αντιλαμβάνεται ότι η τοποθέτηση ενός έργου δεν είναι διαρρύθμιση, αλλά σχέση με τον τόπο και τον χρόνο.

Η Φλωρεντία είναι μια πόλη όπου κάθε πέτρα έχει συνείδηση· το έργο έπρεπε να σταθεί εκεί με σεβασμό, σαν να συνομιλεί με τον Ντονατέλλο και τον Τσέλι. Μαζί επιδιώξαμε να μην επιβάλουμε την παρουσία του γλυπτού, αλλά να το αφήσουμε να αναπνεύσει μέσα στον αστικό ρυθμό, σαν να υπήρχε πάντα εκεί.

Τα έργα σας συχνά εμπνέονται από εμβληματικές ελληνικές μορφές. Πώς αντιλαμβάνεστε την έννοια της ελληνικότητας στη σύγχρονη τέχνη;

Η ελληνικότητα, για μένα, δεν είναι μια εθνική διακόσμηση ή ένα ρητορικό σχήμα· είναι κοσμοαντίληψη. Είναι ο τρόπος που ο άνθρωπος στέκεται απέναντι στο φως, στη φύση και στην ιδέα της ομορφιάς. Η ελληνική τέχνη —από τον αρχαϊκό κορμό έως τον Παρθενώνα— θεμελιώθηκε πάνω στη σχέση του σώματος με το πνεύμα. Αυτή η σχέση παραμένει για μένα ο πυρήνας της ελληνικότητας.

Στη σύγχρονη τέχνη, η ελληνικότητα δεν είναι αναπαραγωγή της παράδοσης, αλλά αναβίωση του τρόπου σκέψης που βλέπει την ύλη ως φορέα ιδέας. Όταν δουλεύω το ατσάλι, δεν το βλέπω ως ύλη· το βλέπω ως φορέα μνήμης του φωτός. Αυτή είναι η δική μου Ελλάδα.

Θεωρείτε ότι η Ελλάδα αναγνωρίζεται επαρκώς στον διεθνή καλλιτεχνικό χάρτη;

Η Ελλάδα δεν μετριέται με δείκτες αναγνώρισης, διότι είναι μήτρα του ίδιου του πολιτισμού. Το πρόβλημα δεν είναι η διεθνής αναγνώριση, αλλά η εσωτερική μας λήθη. Ο κόσμος γνωρίζει το ελληνικό φως, αλλά εμείς συχνά το ξεχνάμε.

Η αληθινή αναγνώριση θα έρθει όταν εμείς οι ίδιοι πάψουμε να μιμούμαστε τη Δύση, η Ελλάδα δεν χρειάζεται να αποδείξει τίποτα· χρειάζεται να θυμηθεί.

Όταν παρουσιάζετε ένα έργο στο εξωτερικό, αισθάνεστε ότι εκπροσωπείτε την πατρίδα σας ή τον εαυτό σας ως δημιουργό;

Η τέχνη είναι πράξη αυτογνωσίας — κι αυτή η αυτογνωσία δεν είναι ποτέ ατομική. Όταν σμιλεύω ένα έργο, αισθάνομαι ότι εκπροσωπώ έναν συλλογικό ψυχισμό που ξεκινά από τα αρχαία αγάλματα και φτάνει στο σήμερα. Ο καλλιτέχνης δεν είναι απλώς πρόσωπο· είναι φορέας μιας ιστορικής συνέχειας.

Όταν παρουσιάζω ένα έργο, δεν εκπροσωπώ την Ελλάδα ως γεωγραφία, αλλά ως πνευματικό κύμα που εκτείνεται πέρα από τόπους και εποχές.

Ποια είναι για εσάς η ουσία του να “μεταφέρεις την Ελλάδα” μέσα από την τέχνη;

Να μεταφέρεις την Ελλάδα σημαίνει να αποκαλύπτεις τον ρυθμό της ύπαρξης. Η Ελλάδα δεν είναι απλώς χώρα — είναι τρόπος να βλέπεις το φως, να κατανοείς την αναλογία, να αισθάνεσαι τη σιωπή ως γλώσσα.

Όταν ένα έργο μεταφέρει αυτό το μέτρο, τη διαύγεια, τη λιτότητα, την ένταση του φωτός, τότε μεταφέρει την Ελλάδα. Γιατί η Ελλάδα είναι πάνω απ’ όλα μια ηθική του Ωραίου.

Πώς αντιδρά το διεθνές κοινό όταν βλέπει την ελληνική σημαία πάνω στα έργα σας;

Το κοινό δεν βλέπει ένα εθνικό σύμβολο· βλέπει μια ενέργεια. Η σημαία, στο πλαίσιο του έργου, λειτουργεί σαν φλόγα μνήμης. Οι άνθρωποι στέκονται μπροστά της και καταλαβαίνουν —χωρίς λόγια— ότι βλέπουν κάτι διαχρονικά ελληνικό, κάτι που κουβαλά το φως του Αιγαίου, τη σιωπή των ναών, τη μελαγχολία του μύθου.

Συχνά με ρωτούν γιατί βάζω τη σημαία· και απαντώ: γιατί είναι η σφραγίδα του φωτός. Όχι του κράτους, αλλά του πολιτισμού.

Το έργο έχει ήδη παρουσιαστεί στη Βενετία, στη Ρώμη, στην UNESCO στο Παρίσι και στο Ντουμπάι. Πώς νιώθετε βλέποντάς το να ταξιδεύει από πόλη σε πόλη;

Νιώθω ότι το έργο έχει αποκτήσει δική του βιογραφία. Δεν μου ανήκει πια· ανήκει στο κοινό, στις πόλεις, στα βλέμματα που το αγγίζουν. Κάθε τόπος το μεταμορφώνει: στη Βενετία αντανάκλασε το νερό, στη Ρώμη τη μνήμη, στο Παρίσι τη σκέψη, στο Ντουμπάι τη μελλοντικότητα.

Η τέχνη, όταν ταξιδεύει, αναπνέει διαφορετικά σε κάθε πολιτισμό, όπως η φωνή της Κάλλας αντηχεί αλλιώς σε κάθε ακροατή. Κάθε παρουσίαση είναι μια νέα μετενσάρκωση του ίδιου πνεύματος.

Υπάρχει κάποια τοποθεσία που θεωρείτε ότι “συγκινήθηκε” περισσότερο από το έργο;

Το Παρίσι. Εκεί το έργο λειτούργησε σαν τελετουργία επιστροφής. Ήταν η πόλη όπου η Κάλλας έζησε, θριάμβευσε, και σώπασε. Όταν τοποθετήθηκε το γλυπτό, ένιωσα ότι κάτι ολοκληρώθηκε· ότι η φωνή της βρήκε το υλικό της αντίστοιχο, εκεί όπου κάποτε αντηχούσε το σώμα της.

Το Παρίσι έχει την ικανότητα να θυμάται αισθητικά· και η μνήμη της αυτή αγκάλιασε το έργο με τρόπο σχεδόν θρησκευτικό.

Σε κάθε χώρα, το κοινό βλέπει διαφορετικά την Κάλλας. Ποια ερμηνεία ή σχόλιο σάς άγγιξε περισσότερο;

Στο Παρίσι, μια γυναίκα μου είπε: «Η Κάλλας, μέσα από το έργο σας, δεν είναι πλέον τραγουδίστρια — είναι σύμβολο της ανθρώπινης ψυχής που αγωνίζεται να ακουστεί».

Αυτό το σχόλιο με συγκλόνισε. Γιατί η ουσία της τέχνης —και ειδικά της δικής μου αναζήτησης— είναι αυτή: να δώσεις φωνή στο άρρητο, μορφή στο άυλο, πρόσωπο στη σιωπή.

Η Κάλλας υπήρξε το σύμβολο αυτής της πάλης. Το έργο δεν την υμνεί· τη δικαιώνει.

Πώς προετοιμάζεστε για τις επόμενες στάσεις — Νέα Υόρκη, Παρίσι και Τόκιο;

Κάθε πόλη είναι ένας διαφορετικός διάλογος. Δεν προετοιμάζομαι τεχνικά, αλλά πνευματικά. Η Νέα Υόρκη, όπου ξεκίνησα την καλλιτεχνική μου πορεία, είναι για μένα η πόλη του παρόντος· εκεί το έργο θα σταθεί σαν καθρέφτης του σύγχρονου ανθρώπου.

Το Παρίσι είναι η πόλη της νοητικής αισθητικής, εκεί όπου το βλέμμα σκέφτεται. Το Τόκιο, αντίθετα, είναι το μέλλον, η απόλυτη πειθαρχία του φωτός και της σιωπής. Σε κάθε στάση, το έργο αλλάζει· κι εγώ αλλάζω μαζί του. Γιατί η τέχνη είναι μια μορφή διαρκούς μετενσάρκωσης.

 Αν η Μαρία Κάλλας “παρατηρούσε” το έργο σας, τι πιστεύετε ότι θα ένιωθε;

Πιστεύω πως θα ένιωθε αναγνώριση  προς το ίδιο της το πνεύμα. Θα έβλεπε ότι κάποιος δεν επιχείρησε να την αναπαραστήσει, αλλά να τη μεταφράσει.
Η Κάλλας δεν ανήκει στην Ιστορία· ανήκει στη Μυθολογία. Και οι μύθοι δεν χρειάζονται προσωπογραφίες, χρειάζονται αντηχήσεις. Αν με κοιτούσε, ίσως να έλεγε σιωπηλά: «Ναι, αυτός κατάλαβε πως η φωνή μου ήταν μορφή φωτός».

Τα έργα έχουν ήδη παρουσιαστεί στη Βενετία, στη Ρώμη, στην UNESCO στο Παρίσι και στο Ντουμπάι. Πώς νιώθετε βλέποντάς τα να ταξιδεύουν από πόλη σε πόλη;

Κάθε πόλη είναι μια νέα γέννηση του ίδιου φωτός. Η Μαρία Κάλλας, φτιαγμένη από ατσάλι, κουβαλά κάτι παράδοξο: είναι ψυχρή στην ύλη αλλά φλεγόμενη στην ψυχή. Δεν είναι ήχος, είναι ύλη που τραγουδά.

Όπου κι αν σταθεί, νιώθω πως η Ελλάδα αποκτά σώμα, μορφή και ανάσα. Από τη Βενετία μέχρι τη Ρώμη, κι από εκεί στην UNESCO του Παρισιού, κάθε στάση είναι ένας καθρέφτης του τι σημαίνει να είσαι Έλληνας δημιουργός στον κόσμο — ένας φορέας φωτός χωρίς σημαίες, χωρίς πολιτικές.

Στην UNESCO, στο Παρίσι, το έργο σας συγκέντρωσε ιδιαίτερο ενδιαφέρον και είχατε συνάντηση με τον Πρόεδρο της Γαλλίας, Εμανουέλ Μακρόν, και τη σύζυγό του, Μπριζίτ Μακρόν. Τι σας άφησε αυτή η εμπειρία;

Ήταν μια στιγμή αληθινής ευγένειας. Ο Πρόεδρος Μακρόν στάθηκε μπροστά στο έργο με σιωπή, όχι από τυπικότητα, αλλά από κατανόηση. Ένας πολιτικός που είδε στην τέχνη όχι ένα αντικείμενο προβολής, αλλά έναν χώρο πνευματικής επικοινωνίας.

Η Μπριζίτ Μακρόν, με το βλέμμα μιας γυναίκας καλλιεργημένης και ειλικρινά ευαίσθητης, εξέφρασε τον θαυμασμό της. Εκείνη τη στιγμή, δεν αισθάνθηκα ότι τιμούν εμένα — τιμούσαν την Ελλάδα μέσα από το έργο μου. Και αυτό έχει για μένα ανυπολόγιστη αξία.

Κι όμως, από την Ελλάδα δεν υπήρξε κάποια επίσημη αναγνώριση. Πώς το ερμηνεύετε;

Δεν ζητώ αναγνώριση.

Αυτό που λείπει δεν είναι τα βραβεία, είναι η ευγένεια. Ένα “ευχαριστώ”, ένα τηλεφώνημα, μια φράση από εκείνους που εκπροσωπούν τη χώρα, .

Κι είναι παράδοξο: ο Πρόεδρος της Γαλλίας  βρήκε τον χρόνο να σταθεί με σεβασμό μπροστά στο έργο ενός Έλληνα, ενώ η Ελλάδα, η δική μου πατρίδα, επέλεξε τη σιωπή.

Κι αυτό πονά όχι ως παράπονο, αλλά ως διαπίστωση. Γιατί μια χώρα που μιλά για “αριστεία” θα όφειλε πρώτα να την αναγνωρίζει, πριν τη διαφημίσει.

Αυτή η σιωπή σας πληγώνει;

Η σιωπή της πατρίδας δεν πληγώνει — παιδεύει.

Ίσως είναι η μοίρα του Έλληνα δημιουργού να κατανοείται πρώτα από τους ξένους και αργότερα από τους δικούς του.

Δεν κρατώ καμία πικρία. Συνεχίζω να δημιουργώ, γιατί πιστεύω ότι η Ελλάδα είναι κάτι ανώτερο από τις κυβερνήσεις της

Διαβάστε επίσης:

Έμιλυ Βαφειά: Η τέχνη δεν μπήκε στη ζωή μου· ήταν πάντα εκεί, όπως το νερό που κυλά χωρίς να ρωτά αν του ανήκει το ποτάμι

Κωνσταντίνος Πάτσιος: Η τέχνη δεν είναι διακοσμητική ή παρηγορητική· είναι εκεί για να φωτίζει ό,τι η καθημερινότητα αποσιωπά

Frédéric Jousset: «Η τέχνη πρέπει να ανήκει σε όλους» – Μια συνάντηση με τον Πρόεδρο του Art Explora Festival στο πρώτο πλωτό μουσείο