Ήταν η φωνή του αιώνα. Μια γυναίκα που γεννήθηκε για να αγγίζει τα όρια του θεϊκού. Μα η ίδια φλόγα που την έκανε αθάνατη, ήταν εκείνη που τελικά την κατέκαψε. Η ιστορία της Μαρίας Κάλλας και του Αριστοτέλη Ωνάση δεν είναι απλώς ένα ερωτικό δράμα· είναι η πιο ανθρώπινη όπερα που παίχτηκε ποτέ — χωρίς αυλαία.

Η γυναίκα που έμοιαζε με θρύλο

Η Μαρία Κάλλας σε ηλικία 25 ετών(φωτογραφία αρχείου)
Η Μαρία Κάλλας σε ηλικία 25 ετών
(φωτογραφία αρχείου)

Η Μαρία Άννα Κάλλας δεν ήταν μόνο η πιο διάσημη σοπράνο του 20ού αιώνα· ήταν μια γυναίκα που έζησε στα άκρα. Ανάμεσα στη φωνή και τη σιωπή, στην τέχνη και την απόγνωση, στον θρίαμβο και την απώλεια.

1

Γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη το 1923, κόρη Ελλήνων μεταναστών. Από παιδί ένιωθε διαφορετική — ντροπαλή, αλλά με εσωτερική δύναμη. Η μητέρα της, Ευαγγελία, την πίεζε να τραγουδά, την προέβαλλε σχεδόν εμμονικά. Η μικρή Μαρία υπάκουε· πίσω όμως από τη φωνή της μεγάλωνε μια ψυχή γεμάτη πληγές και φιλοδοξία.

Όταν ο πατέρας της εγκατέλειψε την οικογένεια, η Μαρία έφυγε με τη μητέρα και την αδελφή της για την Αθήνα. Ήταν χρόνια φτώχειας και πολέμου, αλλά και χρόνια μαθητείας. Στο Εθνικό Ωδείο, με δασκάλα την Ελβίρα ντε Ιντάλγκο, η φωνή της άρχισε να παίρνει σχήμα.

Η Κατοχή την έβρισκε να τραγουδά για επιβίωση, όχι για δόξα. Κι όμως, μέσα από τα ερείπια, γεννιόταν ένα ταλέντο που έμελλε να συγκλονίσει τον κόσμο.

Η άνοδος— Από την Αθήνα στη Σκάλα του Μιλάνου

φωτογραφία αρχείου
φωτογραφία αρχείου

Το 1947, η Κάλλας έφυγε από την Ελλάδα για την Ιταλία, αποφασισμένη να κυνηγήσει το όνειρο.

Εκεί, η τύχη της άλλαξε. Η φωνή της ήταν κάτι πρωτόγνωρο — ένα όργανο που συνδύαζε δύναμη και τραγικότητα, γλύκα και μαχαίρι. Δεν τραγουδούσε απλώς, ερμήνευε.

Η Norma του Bellini, η Tosca του Puccini, η Lucia di Lammermoor, η Medea του Cherubini — ρόλοι που με τη Μαρία απέκτησαν ψυχή, βάθος, αίμα.

Το κοινό την λάτρεψε. Οι μαέστροι την φοβόντουσαν. Οι συνάδελφοι τη ζήλευαν. Η La Divina είχε γεννηθεί.

Πίσω όμως από τη δόξα υπήρχε μια γυναίκα που πονούσε. Δούλευε μέχρι εξάντλησης, ακολουθώντας στρατιωτική πειθαρχία. Δεν έπινε, δεν διασκέδαζε. «Η φωνή μου είναι η ζωή μου», έλεγε. Και πράγματι, ζούσε μόνο για τη φωνή της — μέχρι να γνωρίσει εκείνον που θα την έκανε να ζήσει για κάτι άλλο.

Η συνάντηση— Βενετία, 1957

Ήταν καλοκαίρι του 1957 στη Βενετία. Μια δεξίωση στην πολυτελή βίλα του εφοπλιστή Giovanni Agnelli έμελλε να ενώσει δύο θρύλους.

Ο Αριστοτέλης Ωνάσης, ήδη παγκοσμίως γνωστός για τον πλούτο και τη γοητεία του, στεκόταν στο μπαλκόνι κοιτάζοντας τη λιμνοθάλασσα, όταν η Μαρία Κάλλας εμφανίστηκε. Ντυμένη με ένα μεταξωτό λευκό φόρεμα, μπήκε στην αίθουσα σαν να μπήκε φως.

Εκείνη τη στιγμή, όσοι βρέθηκαν εκεί είπαν αργότερα ότι ο χρόνος σταμάτησε. Οι ματιές τους συναντήθηκαν, και μέσα στη σιωπή φάνηκε να ειπώνονται όσα δεν χρειάζονταν λόγια: θαυμασμός, περιέργεια, έλξη.

Ήταν δύο κόσμοι που αναγνώρισαν ο ένας τον άλλον — η τέχνη και η εξουσία, το πάθος και η φιλοδοξία. Από εκείνη τη βραδιά, τίποτα δεν θα ήταν πια το ίδιο για κανέναν τους.

Ο έρωτας— Δύο θεοί, ένα πλοίο, μια καταστροφή

Λίγους μήνες μετά, ο Ωνάσης κάλεσε τη Μαρία και τον σύζυγό της, τον Ιταλό βιομήχανο Giovanni Battista Meneghini, σε κρουαζιέρα με το πολυτελές του γιοτ Christina O.. Ήταν εκεί και η σύζυγός του, Τίνα.

Όμως μέσα σε εκείνο το ταξίδι, ανάμεσα σε ήλιους, σαμπάνιες και ματιές, γεννήθηκε ένας από τους πιο πολυσυζητημένους έρωτες του αιώνα.

Η Μαρία ερωτεύτηκε με μια ένταση σχεδόν καταστροφική. Για πρώτη φορά, έπαψε να είναι «η ντίβα». Ήταν απλώς γυναίκα. Τον ακολούθησε σε ταξίδια, του μαγείρευε, του διάβαζε ποίηση, άφησε για εκείνον τη σκηνή και τον σύζυγό της.

Ο Ωνάσης, με τη σειρά του, γοητεύτηκε από το πάθος και τη δύναμή της. Τη θαύμαζε και τη θαύμαζε ειλικρινά — αλλά δεν άντεχε να μοιραστεί την εξουσία. Ήταν άνθρωπος που έπρεπε να κυριαρχεί.

Οι δυο τους έμοιαζαν με φωτιά και βενζίνη. Κάθε συνάντηση ξεκινούσε με έρωτα και τελείωνε με καβγά. Όμως κανείς δεν μπορούσε να αποχωριστεί τον άλλον.

Μαρία Κάλλας και Ωνάσης στην «Χριστίνα» το 1967 (φωτογραφία αρχείου)
Μαρία Κάλλας και Ωνάσης στην «Χριστίνα» το 1967 (φωτογραφία αρχείου)

Η πίστη της στο όνειρο

Για τη Μαρία, ο Ωνάσης δεν ήταν μόνο εραστής· ήταν μοίρα. Ήθελε να τον παντρευτεί, να κάνει οικογένεια, να ζήσει μια ήσυχη ζωή.

«Ο Αρίστος θα με παντρευτεί», έλεγε στους φίλους της. «Δεν είναι άντρας που θα με αφήσει.»

Όμως ο Ωνάσης είχε άλλες προτεραιότητες. Η επιτυχία, το χρήμα, οι πολιτικές του φιλοδοξίες, όλα ζητούσαν την προσοχή του. Η Κάλλας, που είχε ζήσει για το χειροκρότημα, ζούσε τώρα για το τηλέφωνο που δεν χτυπούσε.

Η καριέρα της άρχισε να φθίνει. Εμφανίσεις ακυρώνονταν, η φωνή της κουραζόταν. Οι φήμες για ασθένεια και κατάθλιψη πλήθαιναν.

Η ίδια απαντούσε:

«Δεν είμαι άρρωστη. Είμαι απλώς κουρασμένη από τον κόσμο.»

Μαρία Κάλλας και Αριστοτέλης Ωνάσης (φωτογραφία αρχείου)
Μαρία Κάλλας και Αριστοτέλης Ωνάσης (φωτογραφία αρχείου)

1968 — Ο γάμος που τη διέλυσε

O γάμος του Αριστοτέλη Ωνάση με την Τζάκι Κένεντι(φωτογραφία αρχείου)
O γάμος του Αριστοτέλη Ωνάση με την Τζάκι Κένεντι
(φωτογραφία αρχείου)

Στις 20 Οκτωβρίου 1968, τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων έγραφαν: «Ο Αριστοτέλης Ωνάσης παντρεύτηκε την Τζάκι Κένεντι στον Σκορπιό.» Ήταν σαν να σταμάτησε ο χρόνος.

Η Τζάκι — πρώην Πρώτη Κυρία των Ηνωμένων Πολιτειών, σύμβολο πένθους και κομψότητας — γινόταν η νέα κυρία Ωνάση. Η Κάλλας, στο διαμέρισμά της στο Παρίσι, διάβαζε τις ειδήσεις με τα χέρια να τρέμουν. Δεν έκλαψε μπροστά σε κανέναν. Έκλεισε τις κουρτίνες και εξαφανίστηκε για εβδομάδες. Φίλοι της θυμούνται εκείνη την περίοδο ως μια από τις πιο σιωπηλές και σκοτεινές της ζωής της. Δεν μιλούσε, δεν έτρωγε, δεν κοιμόταν. Έμοιαζε να έχει απομείνει μόνη μέσα σε έναν κόσμο που κάποτε της ανήκε. Κάποιοι από τους κοντινούς της ανθρώπους έλεγαν αργότερα πως την άκουσαν να ψιθυρίζει κάτι που έμοιαζε με εξομολόγηση, όχι παράπονο: πως δεν την κατέστρεψε ο Ωνάσης, αλλά η πίστη της σε εκείνον. Ήταν ίσως η πιο ακριβή παραδοχή της ζωής της — και η πιο σιωπηλή.

Η πτώση— Μια φωνή που έσβησε σιγά σιγά

Μαρία Κάλλας (φωτογραφία αρχείου)
Μαρία Κάλλας (φωτογραφία αρχείου)

Μετά το 1968, η Μαρία προσπάθησε να επιστρέψει στη σκηνή. Έκανε περιοδείες, δίδαξε σε νέους τραγουδιστές, αλλά τίποτα δεν ήταν όπως πριν.

Η φωνή της είχε χάσει τη λάμψη, το σώμα της είχε αδυνατίσει επικίνδυνα, τα μάτια της έμοιαζαν βυθισμένα. Η μοναξιά έγινε σύντροφος. Η καριέρα της, παρελθόν. Ο Ωνάσης, αν και παντρεμένος, συνέχισε να την βλέπει μυστικά. Έλεγαν ότι την επισκεπτόταν στο Παρίσι, ότι δεν μπορούσε να τη διαγράψει. Αλλά τίποτα δεν μπορούσε να γιατρέψει εκείνη την πληγή.

Η Μαρία Κάλλας, η γυναίκα που τραγουδούσε σαν θεά, περπατούσε πλέον σαν φάντασμα στους δρόμους του Παρισιού.

1975 — Ο θάνατος του Ωνάση

Όταν ο Αριστοτέλης Ωνάσης πέθανε το 1975, η Κάλλας έμαθε την είδηση στο ραδιόφωνο.

Κανείς δεν ξέρει τι ένιωσε. Κάποιοι λένε ότι γονάτισε και έκλαψε. Άλλοι ότι έμεινε σιωπηλή, κοιτώντας ένα ποτήρι κρασί. Ό,τι κι αν συνέβη, ένα κεφάλαιο έκλεισε για πάντα. Είχε χάσει τον άνθρωπο που λάτρεψε — κι ας μην ήταν ποτέ δικός της.

1977 — Η τελευταία αναπνοή

Στις 16 Σεπτεμβρίου 1977, η Μαρία Κάλλας βρέθηκε νεκρή στο διαμέρισμά της στην Avenue Georges Mandel στο Παρίσι. Ήταν μόλις 53 ετών. Η επίσημη αιτία θανάτου που καταγράφηκε ήταν καρδιακή ανακοπή.

Όμως για όσους τη γνώριζαν, η καρδιά της είχε αρχίσει να σβήνει πολύ νωρίτερα — από τη μοναξιά, τη σιωπή και τη νοσταλγία εκείνων που έχασε. Οι τελευταίες της στιγμές παραμένουν αβέβαιες· κάποιοι λένε πως το πικάπ της έπαιζε Βέρντι, άλλοι πως απλώς κοιμόταν ήρεμα. Το πρόσωπό της βρέθηκε γαλήνιο, σαν να είχε συμφιλιωθεί με όλα. Κανείς δεν άκουσε τη φωνή της να σβήνει — μα όλος ο κόσμος άκουσε τη σιωπή που άφησε πίσω της.

Τι την κατέστρεψε

Η Μαρία Κάλλας δεν ήταν μια γυναίκα που έζησε για τα φώτα. Ήταν μια γυναίκα που έζησε για την αγάπη — και για τη μουσική, που ήταν μια άλλη μορφή της. Την κατέστρεψε το ίδιο πράγμα που την έκανε αθάνατη: η απόλυτη αφοσίωση. Αφοσίωση στη φωνή της, στον έρωτά της, στην ιδέα ότι το πάθος μπορεί να είναι λύτρωση. Όμως ο κόσμος δεν αντέχει το απόλυτο. Και οι άνδρες σαν τον Ωνάση δεν σώζουν — κατακτούν. Η Τζάκι έγινε η σύζυγος. Η Κάλλας έμεινε η ιστορία. Κι ίσως αυτό, τελικά, να είναι δικαιοσύνη της μοίρας: εκείνη που έχασε τον άνδρα, κράτησε για πάντα το μύθο.

Η τελευταία πράξη

Μαρία Κάλλας και Αριστοτέλης Ωνάσης (φωτογραφία αρχείου)
Μαρία Κάλλας και Αριστοτέλης Ωνάσης (φωτογραφία αρχείου)

Στο τέλος, η Κάλλας έγινε αυτό που φοβόταν πιο πολύ — μια ηρωίδα τραγωδίας. Η Μαρία Κάλλας συνήθιζε να λέει πως για να τραγουδήσει κανείς πραγματικά, πρέπει να έχει ζήσει, να έχει πονέσει, να έχει αγαπήσει. Για εκείνη, η τέχνη δεν ήταν ποτέ ξεχωριστή από τη ζωή· κάθε συναίσθημα, κάθε πληγή, κάθε αγάπη περνούσε μέσα στη φωνή της. Κι όταν η αγάπη έγινε πόνος, η φωνή σώπασε. Όχι γιατί δεν μπορούσε πια να τραγουδήσει — αλλά γιατί είχε ήδη πει τα πάντα. Σήμερα, κάθε φορά που ακούγεται η φωνή της — εκείνη η φωνή που μοιάζει να βγαίνει από πληγή — ο κόσμος θυμάται πως η ομορφιά και η οδύνη είναι αχώριστες. Η Κάλλας δεν πέθανε από έρωτα· πέθανε από την ανάγκη να αγαπηθεί όπως τραγουδούσε: ολοκληρωτικά, αθεράπευτα, θεϊκά. Η φωνή της ήταν φωτιά. Ο έρωτάς της, στάχτη. Και ανάμεσά τους, γεννήθηκε ο πιο συγκλονιστικός μύθος της σύγχρονης εποχής.

 

Διαβάστε επίσης :

Ωνάσης: Το deal που θα άλλαζε τον κόσμο και θα τον έκανε «αυτοκράτορα»

Αριστοτέλης Ωνάσης: Η απίστευτη σοφία του μέσα από 15 ατάκες (AI Video)

Το imperium του Ωνάση: O άνθρωπος που δίδαξε στον κόσμο πώς να χτίζει αυτοκρατορίες στη θάλασσα