Tη θέση της Ελλάδας και της Ιταλίας ως ενεργειακών κόμβων στη Μεσόγειο θα ενισχύσει η νέα διασύνδεση συνεχούς ρεύματος (DC) μεταξύ Ιταλίας και Ελλάδας, που τριπλασιάζει τη μεταφορική  ικανότητα  του  υποβρυχίου καλωδίου που συνδέει τις δύο χώρες στα 1500 GW.

Ο νέος ενεργειακός διάδρομος μεταξύ Ελλάδας και Ιταλίας θα επεκτείνει το περιθώριο ανταλλαγών ηλεκτρικής ενέργειας ενώ θα ενισχύσει την ασφάλεια εφοδιασμού και την αποδοτικότερη λειτουργία της ενοποιημένης ευρωπαϊκής αγοράς ηλεκτρισμού, προσφέροντας απτά οφέλη στους καταναλωτές και των δύο χωρών.

1

Το νέο καλώδιο, όταν τεθεί σε λειτουργία από το 2031, θα αυξήσει τις εξαγωγικές δυνατότητες της Ελλάδας, και θα εξασφαλίσει μια νέα ισχυρής ζήτησης αγορά ενέργειας για τους έλληνες παραγωγούς ενέργειας από ΑΠΕ. Ταυτόχρονα καθώς η ιταλική αγορά είναι ακριβότερη από την ελληνική και με ισχυρή και αυξανόμενη ζήτηση δημιουργεί καλύτερους όρους για τη βιωσιμότητα των έργων παραγωγής ενέργειας στην Ελλάδα.

Tο δεύτερο καλώδιο προς την Ιταλία  θα αποτελέσει τη πρώτη μεγάλη διασύνδεση που θα απορροφήσει μέρος από το πλεόνασμα των ΑΠΕ. H Ιταλία διαθέτει τη δεύτερη μεγαλύτερη βιομηχανία στην Ευρώπη, έχει ανάγκες που ξεπερνούν κατά πολύ την εγχώρια παραγωγή ηλεκτρισμού, με αποτέλεσμα να είναι αν όχι ο μεγαλύτερος, ένας από τους μεγαλύτερους καταναλωτές ρεύματος στην Ευρώπη, ενώ η ζήτηση κινείται και θα συνεχίσει να κινείται αυξητικά.

Σημειώνεται ότι ήδη τα μεσημέρια, που αυξάνεται η παραγωγή ενέργειας από ΑΠΕ οι εξαγωγές ρεύματος από την Ελλάδα προς την Ιταλία βρίσκονται στην ημερήσια διάταξη, καθώς οι τιμές στο χρηματιστήριο της Ρώμης (GME) είναι σχεδόν πάντα υψηλότερες από τις δικές μας. Σύμφωνα με το ΕΣΕΚ η παραγωγή ενέργειας από ΑΠΕ στην Ελλάδα, θα ανέρχονται σε   25 GW το 2030,  και μπορεί να ξεπερνούν τα 30 GW μέχρι τα τέλη της δεκαετίας και το στοίχημα για τη βιωσιμότητας της ελληνικής παραγωγής ενέργειας.

Οι επαφές των δύο   Διαχειριστών TERNA και ΑΔΜΗΕ κατέληξαν στην απόφαση για τη νέα διασύνδεση, και το χθεσινό MOU. Έχουν προηγηθεί επαφές   σε τεχνικό επίπεδο για τις τεχνολογίες που θα χρησιμοποιηθούν, καθώς και για το πώς θα μοιραστούν οι αρμοδιότητες του έργου.

Έργο στρατηγικής σημασίας

Η νέα διασύνδεση συνεχούς ρεύματος (DC) μεταξύ Ιταλίας και Ελλάδας αποτελεί έργο στρατηγικής σημασίας που θα υποστηρίξει τις υφιστάμενες υποδομές αλλά και τη μελλοντική ανάπτυξη των δικτύων. Ταυτόχρονα δημιουργώντας μια διέξοδο στη  μεγάλη παραγωγή ΑΠΕ της Ελλάδας συμβάλει στην αύξηση της διείσδυσή τους, και την επίτευξη των στόχων απανθρακοποίησης.  Όπως δήλωσε η Ιταλίδα πρωθυπουργός, Τζιόρτζια Μελόνι, “δεσμευόμαστε να προωθήσουμε νέες διασυνδέσεις, όπως το έργο ύψους 2 δισ. ευρώ για το διπλασιασμό της μεταξύ μας ηλεκτρικής διασύνδεσης”.

“Μέσω αυτής της συμφωνίας για την ηλεκτρική διασύνδεση, τριπλασιάζεται η δυναμικότητα από τα 500, σε 1.500 μεγαβάτ. Έχει εξαιρετική σημασία σε ένα ευρωπαϊκό περιβάλλον όπου συζητάμε για την ένωση των ευρωπαϊκών δικτύων. Η Ελλάδα είναι πλέον εξαγωγική και μια τέτοια διασύνδεση είναι προς όφελος και των δύο χωρών. Η κατεύθυνση δίνουμε στους δύο διαχειριστές είναι για σύντομη υλοποίηση του έργου”, ανέφερε ο Κυριάκος Μητσοτάκης.

Το έργο θα έχει μεταφορική ικανότητα 1.000 MW και συνολικό μήκος περίπου 300 χλμ. Το υποβρύχιο τμήμα θα εκτείνεται σε μήκος περίπου 240 χλμ. με μέγιστο βάθος πόντισης 1.000 μέτρων. Η νέα διασύνδεση θα λειτουργεί συμπληρωματικά προς την υπάρχουσα, ισχύος 500 MW, που ξεκίνησε τη λειτουργία της το 2002. Τέλος, ο ΑΔΜΗΕ και η Terna αναμένεται να επενδύσουν στο έργο περίπου 1,9 δισ. ευρώ.

Στην ιταλική πλευρά, το υποθαλάσσιο καλώδιο θα καταλήγει στον δήμο Melendugno, ενώ ο νέος Σταθμός Μετατροπής θα κατασκευαστεί στον δήμο Galatina, οι οποίοι υπάγονται στην επαρχία Λέτσε.

Το τριετές Μνημόνιο Συνεργασίας θεσπίζει μια κοινή διοικητική δομή του έργου, με στόχο τον σχεδιασμό της συνολικής στρατηγικής και τον συντονισμό των δραστηριοτήτων. Ο ΑΔΜΗΕ και η Terna θα προχωρήσουν επίσης στη σύναψη συμφωνιών για την από κοινού διαχείριση των διαγωνιστικών διαδικασιών προμήθειας καλωδίων και Σταθμών Μετατροπής, καθώς και για την κατασκευή των υποδομών.

Νέος ενεργειακός διάδρομος μεταξύ Ελλάδας και Ιταλίας

«Η ηλεκτρική διασυνδεσιμότητα διαδραματίζει κομβικό ρόλο στην προώθηση των κλιματικών στόχων της Ευρώπης και στην “πράσινη” ενεργειακή μετάβαση. Ο νέος ενεργειακός διάδρομος μεταξύ Ελλάδας και Ιταλίας θα επεκτείνει το περιθώριο ανταλλαγών ηλεκτρικής ενέργειας ενώ θα ενισχύσει την ασφάλεια εφοδιασμού και την αποδοτικότερη λειτουργία της ενοποιημένης ευρωπαϊκής αγοράς ηλεκτρισμού, προσφέροντας απτά οφέλη στους καταναλωτές και των δύο χωρών. Ο ΑΔΜΗΕ και η Terna, αξιοποιώντας την εκτεταμένη τους τεχνογνωσία και έχοντας εδραιώσει μία στενή συνεργασία, έχουν όλα τα εφόδια για να υλοποιήσουν επιτυχώς αυτό το στρατηγικής σημασίας έργο υποδομής», δήλωσε ο Μάνος Μανουσάκης, Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος του ΑΔΜΗΕ.

«Η νέα υποθαλάσσια ηλεκτρική διασύνδεση μεταξύ Ιταλίας και Ελλάδας θα ενισχύσει την ενεργειακή ασφάλεια στη νότια Ιταλία και θα διευκολύνει την αποδοτική προμήθεια ενέργειας, επιτρέποντας την αξιοποίηση νέων πηγών και τη συνέχιση των ανταλλαγών ηλεκτρισμού μεταξύ των δύο χωρών. Λειτουργώντας παράλληλα με την υφιστάμενη διασύνδεση, που τέθηκε σε λειτουργία το 2002, το έργο αυτό θα αυξήσει περαιτέρω την αποτελεσματικότητα της μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας», τόνισε η Giuseppina Di Foggia, Διευθύνουσα Σύμβουλος και Γενική Διευθύντρια της Terna. «Πιστεύουμε ακράδαντα ότι ένα διασυνδεδεμένο ευρωπαϊκό σύστημα ηλεκτρικής ενέργειας είναι το κλειδί για ένα αξιόπιστο και βιώσιμο δίκτυο».

Το GRITA 2 έχει ήδη συμπεριληφθεί στο Δεκαετές Πρόγραμμα Ανάπτυξης Δικτύων (TYNDP) 2024 των Ευρωπαϊκών Διαχειριστών Συστημάτων Μεταφοράς και έχει προταθεί από κοινού για ένταξη στον δεύτερο κατάλογο Έργων Κοινού και Αμοιβαίου Ενδιαφέροντος (PCI/PMI).