• Τράπεζες

    Η μεγάλη φυγή από τις προθεσμιακές καταθέσεις

    WarningExclamation mark in a circleΑπαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη


    Στροφή σε ασφαλιστικά προϊόντα πραγματοποιούν οι καταθέσεις στην προσπάθειά τους να εξασφαλίσουν θετικές αποδόσεις

    Την ασφάλεια των προθεσμιακών καταθέσεων εγκαταλείπουν σταδιακά οι καταθέτες, οι οποίοι στρέφονται σε επενδυτικά ασφαλιστικά προγράμματα, που εξασφαλίζουν υψηλότερες αποδόσεις.

    Είναι χαρακτηριστικό ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, τους δύο τελευταίους μήνες οι προθεσμιακές καταθέσεις επιχειρήσεων και νοικοκυριών έχουν υποχωρήσει κατά 707 εκατ. ευρώ, ενώ την ίδια στιγμή ισχυρή άνοδο κατά 19,1% ετησίως εμφανίζουν τα ιδιωτικά προγράμματα ασφάλισης ζωής και αποταμίευσης που πραγματοποιήθηκαν το δεκάμηνο Ιανουαρίου – Οκτωβρίου 2019.

    Όπως προκύπτει από τα στοιχεία της Ένωσης Ασφαλιστικών Εταιρειών Ελλάδος, τα ατομικά ασφάλιστρα του κλάδου ζωής και αποταμίευσης αυξήθηκαν κατά 15,2% και ανήλθαν σε 1,2 δις ευρώ. Αυξημένα κατά 25,8%, στα 210,7 εκατ. ευρώ είναι τα κεφάλαια που έχουν τοποθετηθεί σε επενδυτικά ασφαλιστικά προγράμματα (unit linked), τα οποία προβάλλουν ως εναλλακτική μορφή αποταμίευσης, λόγω και της πτώσης των επιτοκίων στις καταθέσεις.

    Τη στροφή από τις προθεσμιακές καταθέσεις σε ιδιωτικά ασφαλιστικά προγράμματα, σηματοδοτεί η πτώση των επιτοκίων στις παραδοσιακές καταθέσεις, που έχει υποχωρήσει σε ιστορικά χαμηλά, με συνέπεια η μέση απόδοση να διαμορφώνεται κοντά στο 0,30%, ενώ η πραγματική απόδοση είναι αρνητική, εάν ληφθεί υπόψη και ο πληθωρισμός.

    Ο καθοδικός κύκλος των επιτοκίων δεν περιορίζεται στις καταθέσεις. Σε ιστορικά χαμηλά κινούνται και οι αποδόσεις των κρατικών τίτλων, με το 70% των κρατικών ομολόγων στην Ευρωζώνη να έχει αρνητική απόδοση, καθιστώντας ακόμη πιο δύσκολη την προσπάθεια των τραπεζών να πετύχουν ικανοποιητικές αποδόσεις προς όφελος των πελατών τους. Σημείο αναφοράς για την πτώση των επιτοκίων στις προθεσμιακές καταθέσεις στη χώρα μας αποτελεί, άλλωστε, το επιτόκιο των εντόκων του Ελληνικού Δημοσίου, που έχει υποχωρήσει σε αρνητικά επίπεδα.

    Οι αποδόσεις των ιδιωτικών ασφαλιστικών προγραμμάτων αποταμίευσης εξασφαλίζουν θετική απόδοση, της τάξης του 1% – 1,2%, ενώ τα επενδυτικά προγράμματα τύπου unit linked, αν και δεν έχουν εγγυημένη απόδοση, «υπόσχονται» υψηλές αποδόσεις για όσους μείνουν πιστοί στην αποταμίευση και δεσμεύσουν τα χρήματά τους σε βάθος χρόνου.

    Οι προϋποθέσεις για αποδόσεις

    Η αποταμίευση σε ιδιωτικά ασφαλιστικά προγράμματα απαιτεί την τήρηση τριών βασικών προϋποθέσεων:

    1. Μακροχρόνια δέσμευση, γιατί οι κραδασμοί που μπορούν να υπάρξουν κάποιες χρονιές σε συγκεκριμένες επενδυτικές κατηγορίες, στις οποίες τα ιδιωτικά ασφαλιστικά προγράμματα επενδύουν, μπορούν να απορροφηθούν μόνο σε μακροχρόνιο ορίζοντα, δηλαδή σε δέκα ή δεκαπέντε χρόνια, τουλάχιστον. Αντίστοιχα άλλωστε, μπορεί να μεγιστοποιηθεί η απόδοση. Οι μετρήσεις δείχνουν ότι ένα μέσο συντηρητικό χαρτοφυλάκιο την τελευταία δεκαετία έχει εξασφαλίσει απόδοση 2%-3% – όταν οι αποδόσεις στις προθεσμιακές καταθέσεις δεν ξεπερνούν το 0,30% – ενώ αποδόσεις της τάξης του 4%-5% έχουν την τελευταία δεκαετία τα χαρτοφυλάκια μεσαίου επενδυτικού κινδύνου.

    2. Η συνέπεια είναι επίσης απαράβατος όρος, όταν μιλάμε για αποταμίευση. Η συνθήκη αυτή έχει αυξημένη σημασία όταν πρόκειται για προγράμματα που απαιτούν τακτικές καταβολές, κάθε μήνα, τρίμηνο, εξάμηνο ή χρόνο, και για τον λόγο ότι όλοι οι υπολογισμοί και οι πίνακες εξαγοράς που συνοδεύουν κάθε ασφαλιστικό πρόγραμμα, και δείχνουν τι θα πάρει ο ασφαλισμένος σε κάθε χρονική στιγμή, γίνονται με την προϋπόθεση ότι θα κρατήσει το συμβόλαιό του έως τη λήξη.

    3. Επαγγελματική διαχείριση, γιατί μόνο έτσι εξασφαλίζεται η αξιοπιστία στην τοποθέτηση των χρημάτων και η ευελιξία στα «γυρίσματα» των αγορών. Αυτό με δεδομένο ότι το περιβάλλον των χαμηλών επιτοκίων που έχει εδραιωθεί τα τελευταία χρόνια, οδηγώντας τις αποδόσεις ακόμη και σε αρνητικά επίπεδα, έχει στρέψει πλέον καθολικά σχεδόν την ιδιωτική ασφαλιστική αγορά σε προϊόντα επενδυτικού τύπου που δεν φέρουν εγγυημένες αποδόσεις. Τα ασφαλιστικά προγράμματα με εγγυημένο επιτόκιο τείνουν προς εξαφάνιση και τα λιγοστά προϊόντα που διατίθενται ακόμη με αυτή τη μορφή αναμένεται ότι θα μειώσουν την ελάχιστη εγγυημένη απόδοση στο επίπεδο της μονάδας τη νέα χρονιά.

    Το 2020 θα είναι η χρονιά των προϊόντων unit linked, δηλαδή των αμιγώς επενδυτικών προγραμμάτων, τα οποία δεν έχουν εγγυημένη απόδοση και στις περισσότερες περιπτώσεις ούτε εγγύηση κεφαλαίου, και ο ασφαλισμένος φέρει εξ ολοκλήρου τον επενδυτικό κίνδυνο. Σε μια προσπάθεια να άρουν την αυξημένη αβεβαιότητα, ορισμένες ασφαλιστικές εταιρείες εισάγουν στην αγορά επενδυτικά προϊόντα που έχουν «κατώφλι» στην ενδεχόμενη ζημία. Πρόκειται για unit linked νέας γενιάς που εγγυώνται ότι ένα κεφάλαιο, π.χ. 1.000 ευρώ, δεν μπορεί να πέσει κάτω των 950 ευρώ, αλλά πάντα προϋπόθεση είναι η διατήρηση του συμβολαίου έως τη λήξη του.

    Απάντηση στη γενικευμένη αβεβαιότητα που δημιουργεί το περιβάλλον των χαμηλών επιτοκίων αποτελεί η επαγγελματική διαχείριση που υπόσχονται οι μεγάλοι διαχειριστές κεφαλαίων σε όλο τον κόσμο, σχεδιάζοντας ειδικά προγράμματα για τις ασφαλιστικές εταιρείες που επιδιώκουν να μετριάσουν τον κίνδυνο. Η κατάργηση των capital controls διευρύνει τις δυνατότητες που δημιουργούνται στη χώρα μας, καθώς μέχρι πρόσφατα τα εγχώρια χρήματα που τοποθετούνταν σε επενδύσεις του εξωτερικού θεωρούνται εξαγωγή κεφαλαίων και ουσιαστικά απαγορεύονταν. Πλέον η μία μετά την άλλη οι ασφαλιστικές εταιρείες σχεδιάζουν επενδυτικά προγράμματα που χαρακτηρίζονται από ευρεία διασπορά κινδύνου, έτσι ώστε να περιορίσουν το ρίσκο.

    Βασικό κριτήριο για την επιλογή ενός ασφαλιστικού προγράμματος που στόχο έχει την αποταμίευση είναι η ευελιξία, δηλαδή η δυνατότητα να αλλάξει το επενδυτικό καλάθι ανάλογα με την πορεία των αγορών. Τη δυνατότητα αυτή έχουν συνήθως οι μεγάλοι διαχειριστές κεφαλαίων που είναι σε θέση όχι μόνο να παρακολουθούν στενά τις αγορές, αλλά είναι και σε θέση να δεσμευθούν έναντι του ασφαλισμένου ότι θα διαχειριστούν αποτελεσματικά τον κίνδυνο, μεταβάλλοντας την επενδυτική πολιτική του χαρτοφυλακίου.

    Παρότι αμιγώς επενδυτικά, τα σύγχρονα ασφαλιστικά προϊόντα ανήκουν στην κατηγορία της αποταμίευσης. Αυτό, γιατί ακόμη και με μικρά ποσά της τάξης των 100 ευρώ τον μήνα ή 1.500 ευρώ τον χρόνο, κάποιος μπορεί να σχεδιάσει μια συστηματική αποταμίευση, απολαμβάνοντας παράλληλα τα οφέλη της παγκόσμιας διασποράς των επενδυτικών επιλογών που μπορεί να του δώσει ένας αξιόπιστος χρηματοοικονομικός σύμβουλος.

    Ο ασφαλισμένος θα πρέπει να γνωρίζει ότι τα ασφαλιστικά προϊόντα επιβαρύνονται με διαχειριστικά έξοδα, που απομειώνουν ένα μικρό κομμάτι του επενδεδυμένου κεφαλαίου, συνήθως έως 2%, και κατά κανόνα επιβάλλονται στα πρώτα χρόνια της ασφάλισης. Σε αυτό ενσωματώνεται και το κόστος της ασφάλισης, δηλαδή το κόστος για την ασφάλιση ζωής που μπορεί να συνοδεύει το προϊόν, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις πρόσθετο έξοδο συνιστά η αλλαγή του επενδυτικού μείγματος.



    ΣΧΟΛΙΑ