• Πολιτισμός

    Το μυστικό μιας ατζέντας Hermès και η αποκάλυψη της διάσημης ιδιοκτήτριάς του

    Πικάσο και Ντόρα Μάαρ, εκείνος με το πάντα διεισδυτικό βλέμμα, εκείνη με θλίψη


    Μια μικρή, καφέ δερμάτινη ατζέντα. Του Hermès βέβαια, αλλά ίσα ίσα για να γράφει κανείς τα τηλέφωνα των φίλων του ή κάποια έκτακτης ανάγκης, ίσως και μερικές σημειώσεις.

    Όταν την βρήκε στο eBay ο σύζυγος της συγγραφέως και δημοσιογράφου Μπριζίτ Μπενκεμούν, σκέφτηκε ότι θα ήταν ένα όμορφο δώρο για τη γυναίκα του και το αγόρασε. Τόσο εύκολα, τόσο απλά. Αλλά έτσι είναι τα σπουδαία πράγματα. Μπορεί καμία φορά να κρύβονται στο πουθενά. Γιατί, αμέσως μετά την «παραλαβή», άρχισαν οι εκπλήξεις. Ορισμένα από τα ονόματα θρύλων της τέχνης και της διανόησης της δεκαετίας του ΄50 ήταν γραμμένα εκεί.

    Με διευθύνσεις και τηλέφωνα!

    Ο Μπαλτίς, ο Μπρασάι, ο Μαρκ Σαγκάλ, ο Αντρέ Μπρετόν, ο Ζαν Κοκτώ, ο Πωλ Ελιάρ, η Λεονόρ Φινί, ο Τζιακομέτι, ο Ζακ Λακάν και πολλοί ακόμη, καταχωρημένοι πλέον στο πάνθεον της πρωτοπορίας του 20ού αιώνα, βρίσκονταν στο μικρό, δερματόδετο σημειωματάριο με ημερομηνία 1951.

    Το σημειωματάριο Hermès της Ντόρα Μάαρ
    Σε ποιον όμως ανήκε;

    Ένα κυνήγι θησαυρού άρχιζε μόλις για την συγγραφέα, ώσπου, εν τέλει, να εντοπίσει την ιδιοκτήτριά του. Την σπουδαία φωτογράφο και ζωγράφο του σουρεαλισμού, γνωστή περισσότερο -και άδικα- ως μούσα του Πικάσο, την περίφημη Ντόρα Μάαρ.

    Το ταξίδι της αναζήτησης κράτησε αρκετά, αλλά το αποτέλεσμα δικαίωσε και την ίδια τη συγγραφέα και τους αναγνώστες της, αφού αποτέλεσε το υλικό για το βιβλίο της, «Βρίσκοντας την Ντόρα Μάαρ». Ή, αλλιώς, την Henriette Theodora Markovitch, όπως ήταν το πραγματικό της όνομα, γεννημένη στο Παρίσι το 1907, μοναχοκόρη του διάσημου, εκείνη την εποχή, Κροάτη αρχιτέκτονα, Joseph Markovitch.

    Η Ντόρα Μάαρ φωτογραφημένη από τον Μαν Ρέι το 1936

    Με σπουδές στο Central Union of Decorative Arts, στη Σχολή Φωτογραφίας του Παρισιού, αλλά επίσης στην École des Beaux-Arts και την Académie Julian, γερά χαρτιά δηλαδή στις αποσκευές της, η Ντόρα Μάαρ, που πήρε το ψευδώνυμό της στις αρχές της φοίτησής της σ΄αυτές τις καλλιτεχνικές σχολές, έγινε πολύ γρήγορα η ηγερία του σουρεαλισμού στο Παρίσι της δεκαετίας του ΄30.

    Όταν γνωρίστηκε με τον Πικάσο, στα τέλη του 1935, εκείνη ήταν 29 χρονών κι εκείνος 54. Τον είχε ξαναδεί, αν και από μακριά, ενώ γύριζε μερικά διαφημιστικά πλάνα για μία ταινία του Ζαν Ρενουάρ (γιου του μεγάλου ζωγράφου), αλλά η συνάντησή τους έμελλε να γίνει λίγο αργότερα στο περίφημο Cafe des Deux Magots.

    Ένα μυτερό στιλέτο

    Η σκηνή της γνωριμίας τους, μάλιστα, όπως περιγράφεται από τον συγγραφέα και δημοσιογράφο Ζαν Πολ Κρεσπέλ, φαίνεται ότι ήταν καθοριστική: «Το σοβαρό, νεανικό πρόσωπό της φωτιζόταν από τα ανοικτά μπλε μάτια, που έμοιαζαν ακόμη πιο απαλά, λόγω των έντονων φρυδιών της, ένα ευαίσθητο πρόσωπο, με το φως και τη σκιά να περνούν εναλλάξ πάνω του. Συνέχισε να παίζει, καρφώνοντας ένα μικρό μυτερό στιλέτο, ανάμεσα στα δάχτυλά της, στο ξύλο του τραπεζιού. Μερικές φορές έχανε τον ρυθμό και εμφανιζόταν μια σταγόνα αίματος ανάμεσα στα τριαντάφυλλα, που ήταν κεντημένα στα μαύρα γάντια της…».

    Πικάσο και Ντόρα Μάαρ, εκείνος με το πάντα διεισδυτικό βλέμμα, εκείνη με θλίψη

    Ο Πικάσο εντυπωσιάστηκε, ζήτησε τα ματωμένα γάντια για να τα βάλει σε μια βιτρίνα, μαζί με άλλα πολύτιμα γι΄αυτόν αντικείμενα και η σχέση τους μόλις θα άρχιζε. Παρ΄ότι ήταν ακόμη παντρεμένος με την πρώτη του σύζυγο, την χορεύτρια Όλγκα Χόχλοβα, ενώ είχε και ερωμένη την πανέμορφη Μαρί-Τερέζ Βαλτέρ, με την οποία μόλις είχε αποκτήσει την κόρη του, Μάγια, ο Πικάσο δεν δίστασε να ανοίξει νέο δρόμο στη ζωή του.

    Θα μείνει με την Ντόρα Μάαρ κάτι παραπάνω από εννιά χρόνια, ένα ιδιαίτερα δύσκολο διάστημα γι΄αυτόν, στο οποίο, όμως, θα ζωγραφίσει την εμβληματική «Γκερνίκα», με την σύντροφό του, αποκλειστική φωτογράφο, να απαθανατίζει όλες τις στιγμές της δημιουργίας της.

    Δεν είναι μύθος, εξάλλου, αλήθεια είναι, πως όταν η Μαρί – Τερέζ ανακάλυψε τη σχέση τους και οι δύο γυναίκες συναντήθηκαν στο ατελιέ του ενώ εκείνος ζωγράφιζε την «Γκερνίκα», τις προέτρεψε να λύσουν το πρόβλημα μόνες τους. Και αυτές πράγματι πάλεψαν μπροστά του, με τον ίδιο να σημειώνει αργότερα, ότι επρόκειτο για «μία από τις ωραιότερες αναμνήσεις» του.

    Φωτογραφίες, έργα της Ντόρα Μάαρ

    Η απόλυτη παράδοση

    Πότε παραδόθηκε η Ντόρα Μάαρ στον Πικάσο, χάνοντας την δική της καλλιτεχνική της προσωπικότητα, την οποία δεν ξαναβρήκε ποτέ, μαζί και την ταυτότητά της, είναι άγνωστο. Αλλά όχι δύσκολο να το φανταστεί κανείς, με όσα είναι γνωστά για τον χαρακτήρα του μεγάλο ζωγράφου. Το βέβαιο είναι, λοιπόν, ότι μόνο κακό της προκάλεσε αυτή η σχέση. Κατάθλιψη, ψυχοθεραπεία από τον φίλο της Ζακ Λακάν, νοσηλεία σε ψυχιατρική κλινική με «θεραπεία» μέσω ηλεκτροσόκ, όλα τα πέρασε, αλλά ουδέποτε συνήλθε πραγματικά.

    Είναι περίεργο, λοιπόν, που, σ΄αυτή την ατζέντα του 1951, έξι χρόνια μετά το χωρισμό της από τον Πικάσο, το όνομά του δεν αναφέρεται;
    Η Ντόρα Μάαρ σε φωτογραφία του 1936

    «Πρόκειται για μια γυναίκα που πέρασε από πολλά δεινά, με την ψυχανάλυση, το ηλεκτροσόκ, την καταφυγή στη θρησκεία και τη μοναξιά. Η κάτοχος αυτής της ατζέντας, που ήταν σύντροφος του Πικάσο για σχεδόν δέκα χρόνια, από το 1936 έως το 1945, πριν από αυτόν ήταν μια μεγάλη φωτογράφος. Μετά από αυτόν, μία ζωγράφος που βυθίστηκε στην τρέλα, στη συνέχεια στον μυστικισμό και, τελικά, στην αποχώρηση», λέει η Μπριζίτ Μπενκεμούν.

    Αν τα κεφάλαια, πάντως, στη ζωή της Ντόρα Μάαρ έχουν καταγραφεί από διάφορους βιογράφους της, η Μπενκεμούν έκανε τη δική της προσέγγιση, λειτουργώντας λίγο σαν ντετέκτιβ. Αρχίζοντας από τα πρώτα γράμματα της αλφαβήτου και προχωρώντας ως τα τελευταία, με την μία ανακάλυψη μετά την άλλη, αλλά και τις δυσκολίες που χρειάζονταν περαιτέρω έρευνα.

    Φωτογραφίες, έργα της Ντόρα Μάαρ

    Στο Α βρήκε τον ARAGON, στο Β τον BRETON, τον BRASSAÏ και τον BALTHUS, στο C τον COCTEAU και τον CHAGALL και ακολούθως όλους τους άλλους. Κάθε γράμμα και μία φωνή ενθουσιασμού. Γιατί, σιωπηρά, η ιδιοκτησία της ατζέντας αποκαλύφθηκε μέσω αυτών των σχέσεων. Ήταν κάποιος που έκανε παρέα με τους μεγαλύτερους ποιητές και καλλιτέχνες της εποχής.

    Το βιβλίο της Μπριζίτ Μπενκεμούν «Βρίσκοντας την Ντόρα Μάαρ»

    Μία βασανισμένη ζωγράφος

    «Πολλοί σουρεαλιστές, μερικοί ιδιοκτήτες γκαλερί, ένας συντηρητής του καμβά. Αυτό ήταν πιθανώς το σημειωματάριο διευθύνσεων ενός ζωγράφου! Και αφού περιελάμβανε τον αριθμό τηλεφώνου του Λακάν, αυτός ο ζωγράφος πρέπει να είχε ξαπλώσει στον καναπέ του. Ήταν ένας βασανισμένος, καταθλιπτικός, μελαγχολικός ζωγράφος. Όμως όχι μποέμ, όχι καταραμένος ποιητής: Γιατί αυτός ή αυτή είχε καταγράψει και στοιχεία επικοινωνίας με έναν υδραυλικό, έναν μαρμαροτεχνίτη, μια κλινική, έναν κτηνίατρο, έναν κομμωτή!», ήταν οι πρώτες σημειώσεις της Μπενκεμούν. Αλλά υπήρχαν κι άλλες καταγραφές, όπως η διεύθυνση ενός σαλονιού ομορφιάς κι ενός καταστήματος με γούνες στη λεωφόρο Σεν – Ζερμέν.

    Η ιδιοκτήτρια του σημειωματάριου ήταν γυναίκα, κατέληξε μετά απ΄όλα αυτά η συγγραφέας: «Συνοψίζοντας, μια γυναίκα ζωγράφος με ισχυρούς δεσμούς με το
    σουρεαλιστικό κίνημα, ψυχαναλυμένη από τον Λακάν και με σχέσεις με όλους σχεδόν τους μεγάλους της εποχής. Επίσης, μια γυναίκα που έκανε κάποια ορθογραφικά λάθη, δείχνοντας ότι πιθανότατα ήταν ξένη».

    Η Ντόρα Μάαρ στο ατελιέ της το 1943

    Ως και σε τηλεφωνικό κατάλογο του 1952 πρόστρεξε, προκειμένου να επιβεβαιώσει κάποιες διευθύνσεις, πράγματι με επιτυχία. Και η τελική διασταύρωση με το πρόσωπο της Ντόρα Μάαρ ήρθε μέσω ενός αρχιτέκτονα από την Αβινιόν. Η Ντόρα Μάαρ είχε αποκτήσει ένα σπίτι εκεί κοντά, στο χωριό Λουμπερόν και χρειαζόταν έναν αρχιτέκτονα για να επιβλέπει τις εργασίες σ΄αυτό. Νέα έρευνα για την Μπενκεμούν, αλλά η απάντηση εδώ ήρθε γρήγορα: Μόνον δύο ζωγράφοι είχαν ζήσει κάποιο χρόνο εκεί στις αρχές της δεκαετίας του ΄50 και ο ένας από τους δύο ήταν η Ντόρα Μάαρ.

    «Νομίζω ότι θυμάμαι να βγάζω μια κραυγή σαν ποδοσφαιριστής που βάζει γκολ. Το βρήκα, φώναξα», λέει σήμερα η συγγραφέας. Ήταν η στιγμή που το σημειωματάριο επέστρεψε στην κάτοχό του, χρόνια μετά το θάνατό της, το 1997 κι αφού πλέον όλα τα ονόματα που αναφέρονταν σ΄αυτό ήταν παρελθόν.

    Η συγγραφέας Μπριζίτ Μπενκεμούν



    ΣΧΟΛΙΑ