«Κατά το επόμενον θέρος, οι Πελοποννήσιοι και οι σύμμαχοι, υπό την αρχηγίαν του βασιλέως των Λακεδαιμονίων Άγιδος, υιού του Αρχιδάμου, ήλθαν μέχρι του Ισθμού με την πρόθεσιν να εισβάλουν εις την Αττικήν αλλ’ επειδή έγιναν πολλοί σεισμοί επέστρεψαν οπίσω, χωρίς να γίνη εισβολή. Κατά την ιδίαν περίπου εποχήν, ενώ εξηκολούθουν οι σεισμοί, η θάλασσα, αφού απεσύρθη από την παραλίαν των Οροβιών της Ευβοίας και επυργώθη εις κύμα, επέδραμε τμήμα της πόλεως, και εν μέρει μεν υπεχώρησεν, εν μέρει όμως κατέκλυσε την ακτήν, ούτως ώστε ό,τι πριν ήτο γη, είναι σήμερον θάλασσα, και όσοι δεν επρόφθασαν να καταφύγουν εις τα υψηλότερα σημεία, επνίγησαν…»

Σπουδαίος και από την λεπτομερή περιγραφή του των γεγονότων του Πελοποννησιακού πολέμου (431 π.Χ. – 404 π.Χ) ο έλληνας ιστορικός Θουκυδίδης, θεμελιωτής της επιστημονικής ιστοριογραφίας δεν αφήνει κανένα γεγονός χωρίς να το αναφέρει από όσα συνέβησαν σ΄εκείνη την καταστρεπτική σύρραξη μεταξύ Αθηναίων και Σπαρτιατών.

1

Και οι σεισμοί που έγιναν εκείνη τη εποχή δεν ήταν ζήτημα αμελητέο, αν προσθέσει κανείς ότι «ἡ θάλασσα ἐπανελθοῦσα ἀπὸ τῆς τότε οὔσης γῆς καὶ κυματωθεῖσα ἐπῆλθε τῆς πόλεως […] καὶ ἀνθρώπους διέφθειρεν ὅσοι μὴ ἐδύναντο φθῆναι πρὸς τὰ μετέωρα ἀναδραμόντες», όπως περιγράφει.

Οι αρχαίοι συγγραφείς είναι οι καλύτερες πηγές και για την καταγραφή φυσικών φαινομένων, όπως οι σεισμοί και τα τσουνάμι. Στην προκειμένη περίπτωση μάλιστα ο Θουκυδίδης προσθέτει, ότι εξ αιτίας των σεισμών αυτών, τεράστιο κύμα είχε παρασύρει και τμήμα του αθηναϊκού τείχους στο νησάκι Αταλάντη της Λοκρίδος καταστρέφοντας δύο τριήρεις που ήταν τραβηγμένες στην ξηρά ενώ το φαινόμενο παρουσιάστηκε και στην Σκόπελο.

Τα αλλεπάλληλα παλιρροϊκά κύματα της Θήρας

Γεγονός είναι, ότι τα τσουνάμι στην Ελλάδα είναι ένα μάλλον σπάνια, όχι όμως και απίθανα. Μπορεί να μην συμβαίνουν τακτικά, όπως σε περιοχές της Ανατολής με την εξαιρετικά ενεργή σεισμική δραστηριότητα, η πραγματικότητα όμως είναι αποκαλυπτική.

Από την βαθιά προϊστορία προέρχεται η πρώτη περίπτωση παλιρροϊκών κυμάτων που προκάλεσαν ανυπολόγιστες καταστροφές και δεν είναι άλλη φυσικά από την λεγόμενη Μινωϊκή έκρηξη.

Η Σαντορίνη, όπως διαμορφώθηκε από την έκρηξη του ηφαιστείου
Η Σαντορίνη, όπως διαμορφώθηκε από την έκρηξη του ηφαιστείου

Την έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας δηλαδή, περί το 1600 π.Χ. και την κατάρρευση της καλντέρας με όλα τα συνοδά φαινόμενα, που έσβησαν κάθε ίχνος ζωής στη Σαντορίνη αφήνοντας ως μοναδικό μάρτυρα της καταστροφής την θαμμένη πόλη του Ακρωτηρίου, αλλά και στα νησιά γύρω από αυτήν σε απόσταση 50-60 χιλιομέτρων.

Πέρα από την ηφαιστειακή στάχτη που μεταφέρθηκε ως την βαθιά Ανατολή αλλεπάλληλα ήταν τα παλιρροϊκά κύματα, ύψους ως και οκτώ μέτρων, που σάρωσαν τις ακτές των κοντινών νησιών και της βορειοανατολικής κυρίως, Κρήτης μέσα σε 20 λεπτά, φθάνοντας στις παράκτιες περιοχές του Ισραήλ, του Λιβάνου, της Αιγύπτου, της Μικράς Ασίας, της Κύπρου κλπ.

Τοιχογραφία από το Ακρωτήρι της Θήρας με απεικόνιση του στόλου του νησιού (λεπτομέρεια)
Τοιχογραφία από το Ακρωτήρι της Θήρας με απεικόνιση του στόλου του νησιού (λεπτομέρεια)

Τρία ήταν για την ακρίβεια τα τσουνάμι που εκδηλώθηκαν, σύμφωνα με τους επιστήμονες, το πρώτο στην αρχική φάση του μεγάλου σεισμού, το δεύτερο κατά τη διάρκεια της έκρηξης και το τελευταίο με την κατάρρευση της καλντέρας. Ο εμπορικός στόλος των δραστήριων Μινωιτών θα καταστράφηκε εντελώς εξ αιτίας τους, το ίδιο και οι παραθαλάσσιοι οικισμοί της.

Αν και διχογνωμία υπάρχει αναφορικά με τον ρόλο της έκρηξης στην κατάρρευση του Μινωικού πολιτισμού, όπως είχε διατυπωθεί παλαιότερα από τον αρχαιολόγο Σπυρίδωνα Μαρινάτο καθώς νεώτερες απόψεις, όπως του καθηγητή Χρίστου Ντούμα ανασκαφέα του Ακρωτηρίου, θέλουν εσωτερικούς τους λόγους της πτώσης του. Δεδομένου μάλιστα, και ότι με τις πιο σύγχρονες μελέτες δεν υπάρχει σύμπτωση των χρονολογήσεων.

Από τους Πέρσες στην Ελίκη

Στα ιστορικά χρόνια, το πρώτο καταγεγραμμένο τσουνάμι στην Ελλάδα φαίνεται ότι συνέβη στην Χαλκιδική, στην Κασσάνδρα συγκεκριμένα, το 479 π.Χ. σύμφωνα με την καταγραφή του Ηρόδοτου στις «Ιστορίες» του, όπου αναφέρει την καταστροφή του περσικού στόλου υπό τον Αρτάβαζο από ένα τεράστιο παλιρροιακό κύμα, το οποίο πάντως εκείνος ερμήνευσε, κατά τις πεποιθήσεις της εποχής ως τιμωρία των εισβολέων από τον Ποσειδώνα (σημερινές επιστημονικές μελέτες επισημαίνουν πράγματι την ύπαρξη ενός θαλάσσιου φαινομένου μεγάλης ισχύος στην περιοχή).

Εξ αιτίας ενός σφοδρού σεισμού, τον χειμώνα του 373 π.Χ. επήλθε εξάλλου, η καταστροφή της αρχαίας Ελίκης -κοντά στο σημερινό Αίγιο-, η οποία βυθίστηκε και καλύφθηκε από θάλασσα.

Η προκυμαία του λιμανού της αρχαίας Φαλάσαρνας στην Κρήτη, σήμερα σε απόσταση εκατό μέτρων από την θάλασσα
Η προκυμαία του λιμανού της αρχαίας Φαλάσαρνας στην Κρήτη, σήμερα σε απόσταση εκατό μέτρων από την θάλασσα

Αλλά το πραγματικά μεγάλο τσουνάμι, συνέπεια του μεγαλύτερου σεισμού που έχει καταγραφεί στην Μεσόγειο, της τάξης των 8,5 ρίχτερ, όπως εκτιμάται σήμερα, συνέβη το 365 μ.Χ. στην Δυτική Κρήτη.

Εξ αιτίας του το νησί ανυψώθηκε ως και εννέα μέτρα όσο για το τσουνάμι, οι επιπτώσεις του εξαπλώθηκαν σε όλη την Ανατολική Μεσόγειο με τεράστιες καταστροφές από την Παλαιστίνη και το Ισραήλ ως την Σικελία αλλά βέβαια και την Αλεξάνδρεια. Σύμφωνα με τους επιστήμονες άλλωστε, τα κύματα που έφθασαν στα νότια παράλια της Κρήτης είχαν ύψος ως και 20 μέτρα.

Η καταστροφή της Αλεξάνδρειας

Όπως γράφει ο ρωμαίος συγγραφέας του 4ου αιώνα Αμμιανός Μαρκελλίνος «Την 21η του Ιουλίου, μετά από βροντές και κεραυνούς, ένας μεγάλος σεισμός έκανε τη γη να ταρακουνηθεί, η θάλασσα τραβήχτηκε πίσω και απομακρύνθηκε από τη στεριά, έτσι άνθρωποι μπορούσαν να περπατήσουν στον βυθό της θάλασσας και να δουν ψάρια και άλλα θαλάσσια πλάσματα, που δεν είχαν ξαναδεί. Πολλά πλοία επίσης, προσάραξαν στη στεριά.

Μετά όμως η θάλασσα επέστρεψε με μεγάλο θόρυβο. Ισοπέδωσε αναρίθμητα κτίρια, πολλοί άνθρωποι πνίγηκαν και ένας μεγάλος αριθμός πλοίων βρέθηκε στην κορυφή των κτηρίων της Αλεξάνδρειας».

Στοιχεία μάλιστα αυτού του τσουνάμι έχει εντοπίσει σήμερα από τις ανασκαφές της στην πόλη του Αλέξανδρου η ελληνίδα αρχαιολόγος Καλλιόπη Λιμανίου-Παπακώστα, καθώς η εξέταση των ευρημάτων της, συγκεκριμένα ενός μνημειώδους δημόσιου οικοδομήματος προσδιορίζει την καταστροφή του στην εποχή του φαινομένου. Κι αυτό, παρ΄ότι η απόσταση της τοποθεσίας αυτής από την θάλασσα είναι σήμερα περί τα 800 μέτρα, ενώ στον 4ο αιώνα θα ήταν μεγαλύτερη.

Πράγματι, όπως υπολογίζεται σήμερα το τσουνάμι έφθασε στα 3 χιλιόμετρα στην ενδοχώρα με το ύψος των κυμάτων να υπολογίζεται περί τα 9,5 μέτρα ενώ στα 12 μέτρα ήταν το ύψος τους στην νοτιοδυτική Κρήτη

Στο γεγονός πάντως αναφέρονται και άλλες πηγές. Όπως ο Πατριάρχης Αθανάσιος Αλεξανδρείας, σύμφωνα με τον οποίο «ένας σεισμός έγινε στις 27 του μήνα Έπιφη (21 Ιουλίου κατά το αιγυπτιακό ημερολόγιο), η θάλασσα επέστρεψε από ανατολικά και κατέστρεψε πολλούς ανθρώπους και προκλήθηκαν πολλές ζημιές».

Ο Ιωάννης Επίσκοπος Νικίου εξάλλου, τον 7ο αιώνα αναφέρει, ότι ο ωκεανός έφτασε στην Αλεξάνδρεια σε τέτοιο ύψος, που θα είχε βυθίσει την πόλη, αν ο άγιος Αθανάσιος δεν την έσωζε με τις προσευχές του.

Και τέλος ο Γεώργιος Μοναχός μεταφέρει κι αυτός, δύο αιώνες αργότερα τα της καταστροφής γράφοντας πως «σε αυτόν τον καιρό έγινε μεγάλος και φοβερός σεισμός, ώστε στην Αλεξάνδρεια η θάλασσα υποχώρησε και πλοία βρέθηκαν να κείτονται σαν σε ξηρά.

Οι άνθρωποι ήρθαν να δουν το εκπληκτικό θέαμα, αλλά η θάλασσα επέστρεψε σε έκταση πέρα από την κανονική της έκταση και έπνιξε 50.000 ανθρώπους»…

Το τσουνάμι της Κρήτης

Μία χιλιετία περίπου αργότερα, το 1303 ένας ακόμη τεράστιος σεισμός της τάξης των 8 ρίχτερ στο ανατολικό τμήμα της Κρήτης επηρεάζοντας επίσης την Ρόδο και την Αίγυπτο -Κάιρο και Αλεξάνδρεια- είχε ως αποτέλεσμα το δεύτερο μεγαλύτερο τσουνάμι της Μεσογείου. Περισσότερο επλήγη ο Χάνδακας (Ηράκλειο) υπό ενετική διοίκηση τότε, από όπου και προέρχονται οι αναφορές, που μιλούν για ολοκληρωτική καταστροφή και χιλιάδες θύματα.

Το ανάκτορο της Κνωσού
Το ανάκτορο της Κνωσού

Στην Αλεξάνδρεια τα κύματα, ύψους 9 μέτρων έφθασαν για μία ακόμη φορά βίαια, προκαλώντας καταστροφές στο λιμάνι με την βύθιση των πλοίων αλλά και στην ενδοχώρα, όπου εισχώρησαν σε βάθος 2-3 χιλιομέτρων ενώ παραπλήσια προβλήματα αντιμετώπισαν το λιμάνι της Άκρας στο Ισραήλ.

Τσουνάμι έχουν συμβεί και άλλα φυσικά, και εξακολουθούν να συμβαίνουν στον ελλαδικό χώρο, καταγεγραμμένα με μεγαλύτερη ευκρίνεια πλέον στα νεώτερα χρόνια και σήμερα με σύγχρονα συστήματα. Σε κάθε περίπτωση όμως, η μελέτη των αρχαίων τσουνάμι προσφέρει πολύτιμα στοιχεία στην έρευνα, γιατί το φαινόμενο δεν θα πάψει ποτέ να υπάρχει.

Διαβάστε επίσης:

Οι 5 πιο ισχυροί σεισμοί στην Ιστορία – Σε ποια θέση της παγκόσμιας κατάταξης βρίσκεται ο σεισμός των 8,8 Ρίχτερ

Ένα σπίτι 4000 ετών με «υπογραφή»

Τζορτζ Λούκας: Ένα μουσείο – ναός για την τέχνη του λαού