• Άρθρα

    Θα πάει μακριά αυτή η βαλίτσα;

    Στην κρίση, ηγεσία σημαίνει φυγή προς τα εμπρόςσύγκρουση ΕΚΤ- Επιτροπής και ΕΜΣ;

    Αντώνης Κεφαλάς-Αρθρογράφος


    Η Τράπεζα της Ελλάδος αποτελούσε πάντα μία σταθερή αξία στην ελληνική οικονομία -με την βαθιά ανάλυση και την έντονη διορατικότητα που κατά κανόνα την χαρακτήριζε.

    Εξαιρέσεις όπου η πολιτική υπερίσχυσε της αντικειμενικότητας υπήρξαν. Ευτυχώς ήταν λίγες. Ειδικά, στην λαίλαπα του ΣΥΡΙΖΑ η Τράπεζα στάθηκε στο ύψος της—ανεπηρέαστη και αγέρωχη—παρά την προσπάθεια να υπονομευτεί ο θεσμικός της ρόλος. Η ιστορία, δε, δείχνει ότι όσες κυβερνήσεις επέλεξαν να αγνοήσουν τις συστάσεις της κεντρικής τράπεζας το έπραξαν σε βάρος τους.

    Στη βάση αυτή, διαβάζοντας την τελευταία έκθεση της Τράπεζας για το χρηματοπιστωτικό σύστημα, θεωρώ ότι εκπέμπει μία προειδοποίηση. Ότι χτυπά καμπανάκι κινδύνου για το τραπεζικό σύστημα. Δεν θεωρεί πως ο κίνδυνος είναι άμεσος, προειδοποιεί, όμως, για αδυναμίες που υπάρχουν. Το κακό είναι πως αυτές είναι πλέον χρόνιες και ο χρόνος ίσως δεν βοηθά.

    Το πρώτο, και ίσως λιγότερο σημαντικό θέμα, αφορά τα αποτελέσματα. Συνολικά, το 2020 το τραπεζικό σύστημα κατέγραψε ζημιές 2 δις. ευρώ σε σύγκριση με κέρδη 200 εκατ. το 2019. Οι τράπεζες υποχρεώθηκαν να αυξήσουν τις προβλέψεις τους από 2,7 δισ. το 2019 σε 5,6 δισ. το 2020. Ο ισχυρισμός ότι αυτό αντανακλά τις αρνητικές μακροοικονομικές εξελίξεις ευσταθεί ως ένα βαθμό. Όπως αναφέρεται στην έκθεση ο συσχετισμός αυτός εξηγεί το 1 δισ. από το σύνολο των προβλέψεων. Στην ουσία η μεγάλη αλλαγή προέρχεται από τις ζημιές από την πώληση δανείων (1,5 δισ.) συν τις γενικές προβλέψεις που έφτασαν τα 3,1 δισ.

    Το τραπεζικό σύστημα βρίσκει και πάλι μπροστά του το πρόβλημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ). Το σύνολο τους μειώθηκε μεν κατά 31% (η κατά 21 δισ.) αλλά εξακολουθούν να στέκονται στα 47 δισ. με τα νέα κόκκινα δάνεια να ανέρχονται σε 3,9 δισ. Έναντι αυτών οι συσσωρευμένες προβλέψεις ανέρχονται σε περίπου 20 δισ. Είναι ένα πρόβλημα που δεν θα αντιμετωπιστεί εύκολα καθώς – κι’ αυτό είναι ένα δεύτερο θέμα—το ύψος των ΜΕΔ αναμένεται να αυξηθεί με την σταδιακή απόσυρση των μέτρων στήριξης. Οι αισιόδοξες προβλέψεις τοποθετούν το νέο κύμα στα 5 δισ. ευρώ. Οι απαισιόδοξες πιο πάνω.

    Ένα τρίτο θέμα αφορά την κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών. Εδώ μεγάλο ρόλο παίζει η αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση (ΑΦΑ). Για να γίνει κατανοητή η εξέλιξη και το μέγεθος του συγκεκριμένου προβλήματος που δημιουργεί η ΑΦΑ, το ύψος της από 2,3 δις, το 2010 εκτινάχτηκε στα 10 δισ, το 2013 για να σταθεροποιηθεί πλέον από το 2018 και μετά στα 21 δισ.

    Ο δείκτης φορολογικής επάρκειας (CET 1 ή common equity trend) μειώθηκε από 16,2% το 2019 στο 14,9% το 2020. Απλοποιώντας τα πράγματα αυτά είναι τα κεφάλαια που μπορεί άμεσα να διαθέσει η τράπεζα σε περίπτωση ανάγκης.

    Ο δείκτης συνολικής επάρκειας κεφαλαίων (ΤCR –total capital ratio) επίσης μειώθηκε από 17,3% στο 16,6%.

    Αλλά, η χώρα μας δεν εφαρμόζει ακόμη τα διεθνή πρότυπα χρηματοπιστωτικής αναφοράς (ΔΠΧΑ). Αν τα ακολουθούσε η επάρκεια κεφαλαίων είναι ακόμη χαμηλότερη¨12,5% για κεφάλαια CET και 14,2% για το TCR.

    Το βάρος της ΑΦΑ γίνεται κατανοητό αν υπολογιστεί ως ποσοστό επί του συνόλου των (εποπτικών) κεφαλαίων των τραπεζών: ανέρχεται στο 55%.

    Το τρίτο πρόβλημα αφορά το άνοιγμα του τραπεζικού συστήματος στην κεντρική κυβέρνηση. Οι εξελίξεις με την πανδημία δεν έχουν βοηθήσει, αλλά αυτή είναι η πραγματικότητα με την οποία οφείλουμε να συμβιβαστούμε. Πολύ απλά το άνοιγμα αυτό ως ποσοστό του ενεργητικού των τραπεζών ανήλθε στο 18,4% το 2020 από 13,8% το 2019 και ως ποσοστό επί του ΑΕΠ από 21,4% στο 31,5%. Σε συνδυασμό με την αύξηση της θέσης των τραπεζών σε ομόλογα από14% το 2019 σε 18% το 2020, είναι σαφές ότι μία αύξηση επιτοκίων μεταξύ άλλων θα μειώσει την ρευστότητα – που το 2020 βελτιώθηκε οριακά.

    Το ερώτημα τώρα είναι: Ποια είναι η βαλίτσα του τίτλου;

    Η βαλίτσα του τίτλου είναι η εμμονή της κυβέρνησης να θέλει να αντιμετωπίσει το θέμα των ΜΕΔ μέσω του Σχήματος Προστασίας Στοιχείων Ενεργητικού και της θέσης της κεντρικής τράπεζας να λυθεί το πρόβλημα με την ίδρυσης «κακής τράπεζας».

    Στο παρόν στάδιο το θέμα έχει φύγει από την επικαιρότητα –καθώς ο αρμόδιος υπουργός εμμένει στη θέση του. Η Τράπεζα συμβουλεύει. Δεν μπορεί να κάνει άλλο. Είναι, όμως, αναμφισβήτητο γεγονός ότι με την υπουργική πολιτική δεν λύνεται το θέμα της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης, ενώ αντίθετα κι αυτό λύνεται με την ίδρυση της «κακής τράπεζας».

    Εξάλλου, με την σημερινή τακτική το πρόβλημα χρονίζει και το τραπεζικό σύστημα δεν μπορεί να πάρει ανάσα – πολύ περισσότερο είναι ερώτημα αν θα μπορέσει να ανταπεξέλθει στις μεγάλες απαιτήσεις που δημιουργεί το σχέδιο Ελλάδα 2.0 (Ταμείο Ανάκαμψης);

    Είναι καιρός να σταματήσουν οι διαφωνίες και εισακουστεί η λογική της κεντρικής τράπεζας – παρόλο τον βραχυχρόνιο πόνο που θα επιφέρει είναι η μόνη πολιτική που θα αντιμετωπίσει ένα χρονίζων πρόβλημα και θα επιτρέψει στο τραπεζικό σύστημα να σταθεί στα πόδια του και να συνεισφέρει αποτελεσματικά στην ανάκαμψη και αναδιάρθρωση της οικονομίας.



    ΣΧΟΛΙΑ