• Άρθρα

    Μεγάλο λάθος ετοιμάζεται να κάνει η Ε.Ε.

    Αντώνης Κεφαλάς - Αρθρογράφος

    Αντώνης Κεφαλάς – Αρθρογράφος


    Μόλις άνοιξε η συζήτηση για το μέλλον του Συμφώνου Ανάπτυξης και Σταθερότητας (ΣΑΣ) με τους φανερούς και κρυφούς ιέρακες να έχουν το πάνω χέρι.

    Στην ουσία θα διεξαχθεί μία μάχη ανάμεσα σ’ αυτούς που επιθυμούν την επιστροφή σε μία ανύπαρκτη πλέον κανονικότητα και σ’ αυτούς που βλέπουν μπροστά, επιδιώκοντας να προετοιμαστούν για το νέο μέλλον.

    Η εμμονή στην διατήρηση του θεωρητικού (σε μεγάλο βαθμό διότι διαρκώς καταστρατηγείται) ορίου του δημόσιου χρέους στο 60% του ΑΕΠ στηρίζεται σε ένα οικονομικό περιβάλλον που δεν υπάρχει πια. Το ξήλωμα του άρχισε το 2008/9 και η ανατροπή του συντελέστηκε με αφορμή την πανδημία του κορονοϊού.

    Όπως αποδεικνύει η μελέτη του European Stability Mechanism, το 60% ήταν ο μέσος όρος χρέους στην Ε.Ε. στο τέλος του 20ου αιώνα. Σήμερα, ο μέσος όρος είναι πλέον 100%.

    Προσπαθώντας να συμβιβάσει τα ασυμβίβαστα, η ομάδα του Dombrovskis προτείνει την με διάφορους τρόπους (χωρίς να υπάρχει τελική θέση) επιμήκυνση της περιόδου προσαρμογής. Οι πληθωριστικές τάσεις που έχουν εμφανιστεί πρόσφατα ενισχύουν την θέση τους καθώς θεωρούν σχεδόν αυτονόητη πλέον την αύξηση των επιτοκίων.

    Η άνοδος τους θα αυξήσει το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους – οπότε θέλουν προκαταβολικά να διατηρήσουν τον περιορισμό στο ύψος του, προκειμένου να περάσουν το μήνυμα ότι συνεχίζεται η πολιτική της δημοσιονομικής πειθαρχίας.

    Το επιχείρημα εμφανίζεται ισχυρό αλλά είναι εν πολλοίς άσχετο. Η καινούργια οικονομική πραγματικότητα είναι ότι, όπως δείχνουν οι καμπύλες των επιτοκίων, οι αγορές προεξοφλούν πως τα πραγματικά μακρόχρονα επιτόκια θα παραμείνουν αρνητικά ή πολύ χαμηλά.

    Οι τεχνοκράτες της Ε.Ε. δεν δείχνουν να το λαμβάνουν υπόψη τους.

    Επιπρόσθετα, το μετά-κορονοϊό περιβάλλον χαρακτηρίζεται ήδη από το πρόβλημα που οι οικονομολόγοι ονομάζουν «αδυναμία απορρόφησης των αποταμιεύσεων» (savings absorption problem) – που με απλά λόγια μεταφράζεται τελικά στην αδυναμία του επιτοκίου να επηρεάσει την συνολική ζήτηση.

    Αν, λοιπόν, η επένδυση δεν ανταποκρίνεται στις αλλαγές του επιτοκίου τότε έχουμε τέσσερα βασικά προβλήματα.

    Πρώτο, η οικονομία εγκλωβίζεται σε φάση που μπορεί γενικά να χαρακτηριστεί – όπως έχει υποστηρίξει ο πρώην υπουργός οικονομικών των ΗΠΑ και διακεκριμένος οικονομολόγος Larry Summers – δομική στασιμότητα (secular stagnation).

    Δεύτερο, με τα χαμηλά επιτόκια διατηρούνται στην ζωή επιχειρήσεις που δεν είναι υποχρεωτικά ανταγωνιστικές.

    Τρίτο, οι επενδυτές αναζητούν αποδόσεις και έτσι αποκτούν την τάση να αποδέχονται ολοένα και μεγαλύτερα ρίσκα.

    Τέταρτο, ενισχύεται η οικονομική ανισότητα – και όχι μόνο.

    Θα πρέπει να σημειωθεί ότι τόσο η Ευρώπη όσο και η Ιαπωνία βρίσκονται σ’ αυτήν την φάση της οικονομικής στασιμότητας εδώ και αρκετά χρόνια. Η πρώτη από τις αρχές του 21ου αιώνα, η δεύτερη περίπου από το τέλος του 1980. Η πρώτη με χαμηλό δημόσιο χρέος, η δεύτερη με υψηλό.

    Το πρόβλημα δεν είναι το χρέος, αλλά η εμμονή στην νομισματική ορθοδοξία που έχει επιβάλει η Γερμανία – οπότε η Ευρώπη κινδυνεύει να περάσει άμεσα σε νέα φάση χαμηλής ανάπτυξης με παράλληλα την περαιτέρω αύξηση των ανισοτήτων, την ακόμη μεγαλύτερη διάρρηξη της ήδη εύθραυστης κοινωνικής συνοχής και την σαφή ενίσχυση ακραίων πολιτικών κινημάτων.

    Η απάντηση βρίσκεται στον επαναπροσδιορισμό της έννοιας της δημοσιονομικής σταθερότητας. Πράγμα που σημαίνει στην ουσία την αποδοχή ελλειμμάτων που κατευθύνονται σε επενδύσεις με ιδιαίτερη έμφαση σ’ αυτές που αναδομούν, ενισχύοντάς το, το κοινωνικό κράτος και την πράσινη ανάπτυξη – χωρίς, όμως, η δεύτερη να παίρνει την πρωτοκαθεδρία από την πρώτη, διότι τότε θα αντιμετωπίσουμε μεν μερικά από τα αρνητικά φαινόμενα της κλιματικής αλλαγής αλλά θα έχουμε δημιουργήσει δε νέες συνθήκες κοινωνικών και πολιτικών συγκρούσεων.

    Θα ήταν ευχής έργον αν οι τεχνοκράτες των Βρυξελλών στρέψουν την προσοχή τους στα λάθη που έκαναν στην εικοσαετία που πέρασε, επανεντάξουν την πολιτική και κοινωνική διάσταση στους τεχνικούς και ιδεολογικούς υπολογισμούς τους και αναθεωρήσουν τα εργαλεία αποτίμησης, δίνοντας έμφαση στην ικανότητα εξυπηρέτησης του χρέους και όχι στο απόλυτο ύψος του και στην διαδικασία μείωσης του προς ένα όριο που έτσι κι αλλιώς σήμερα πλέον δεν έχει καμία αξία.

    Διαβάστε επίσης:

    ΠΟΕΣΕ: Βρήκαμε παπά να θάψουμε τέσσερις

    Οι ευθύνες μας ως κοινωνία ημιμαθών



    ΣΧΟΛΙΑ