• Άρθρα

    Η προοπτική της τέλειας παγκόσμιας καταιγίδας

    Να αλλάξει η σύμβαση και η εταιρεία εκμετάλλευσης της Αττικής Οδού

    Αντώνης Κεφαλάς


    Η συζήτηση για την άνοδο των επιτοκίων συχνά επικεντρώνεται στις επιπτώσεις μίας τέτοιας εξέλιξης στα ανεπτυγμένα κράτη.

    Τα προβλήματα που θα δημιουργηθούν, όμως, στις λιγότερο αναπτυγμένες οικονομίας κατά κανόνα αγνοούνται, με εξαίρεση ορισμένους διεθνείς οργανισμούς,– ιδιαίτερα το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ)– που δεν κουράζονται να προειδοποιούν ότι μία νέα διεθνής κρίση χρέους θα έχει τελικά επιπτώσεις στο σύνολο της παγκόσμιας οικονομίας – χωρίς να εξαιρούνται οι αναπτυγμένες οικονομίες.

    Ήδη, από το τέλος του 2019 το παγκόσμιο χρέος ξεπερνούσε τα $250 τρις. –δηλαδή ήταν πάνω από τρεις φορές το ακαθάριστο παγκόσμιο προϊόν. Οι τελευταίες εκτιμήσεις το τοποθετούν στα $300 τρις.!

    Στην διετία 2020/2021 η πανδημία του κορωνοϊού ευθύνεται για την μεγάλη άνοδο. Ο φόβος του πληθωρισμού ευθύνεται για την πίεση αύξησης των επιτοκίων. Στην Ελλάδα, με δημόσιο χρέος στο 200% του ΑΕΠ, ο φόβος είναι υπαρκτός παρά τα ορθά μέτρα που έχει πάρει η κυβέρνηση και ο ΟΔΔΗΧ για να τον μετριάσει.

    Η παγκόσμιος οικονομίας έχει, βέβαια, γνωρίσει και άλλες κρίσεις στο παρελθόν. Δυστυχώς, η μνήμη είναι βραχεία και τείνουμε τα αγνοούμε τα μαθήματα που οφείλαμε να είχαμε αποκομίσει.

    ΟΙ δύο κρίσεις πετρελαίου της δεκαετίας του 1970 οδήγησαν άμεσα στην κρίση χρέους της Λατινικής Αμερικής στην δεκαετία του 1980. Το βασικό στοιχείο της ήταν η αδυναμία των κρατών της περιοχής να εξυπηρετήσουν τα κρατικά δάνεια που είχαν συνάψει με τις αναπτυγμένες χώρες και διεθνείς οργανισμούς.

    Στα επόμενα 15 χρόνια ξέσπασε σειρά κρίσεων: το 1992/3 στην Ευρώπη με το EMS, το 1994 στο Μεξικό, το 1997 στην Ασία, το 1998 στην Ρωσία, το 1999 στην Βραζιλία, το 2002 στην Αργεντινή.

    Η διαφορά ανάμεσα στις κρίσεις των δύο δεκαετιών είναι ότι στη δεύτερη δεκαετία οι κρίσεις προήλθαν από αλλαγές στις ροές κεφαλαίου. Αυτό που συνέβη, δηλαδή, ήταν  ότι βραχυχρόνιες και μεσοπρόθεσμες ροές κεφαλαίων έφευγαν ξαφνικά από μία οικονομία και προξενούσαν κρίση χρηματοδότησης.

    Σε αναλογία με μία επιχείρηση ή κατάσταση ήταν παρόμοια με αυτήν όπου η τράπεζα αρνείται να σου ανανεώσει το δάνειο. Ή, όπου ένα ιδιωτικό δάνειο γίνεται άμεσα απαιτητό, με βάση έναν όρο της σύμβασης.

    Σήμερα, στο 21ο αιώνα, 123 οικονομίες βρίσκονται στην ευάλωτη κατάσταση όπου αν τα επιτόκια αυξηθούν, μάλλον δεν θα μπορούν να εξυπηρετήσουν τα χρέη τους. Αρκεί να αναφερθεί ότι, με βάση τα στοιχεία του ΔΝΤ, το κόστος εξυπηρέτησης χρέους των οικονομιών αυτών αυξήθηκε από το 6,8% των εσόδων των εσόδων το 2010, στο 14,3% το 2020.

    Αν επικρατήσει η παραδοσιακή, ξεπερασμένη από τα γεγονότα θέση, ότι απαιτείται τώρα, άμεσα, αύξηση των επιτοκίων προκειμένου να ελεγχθεί ο πληθωρισμός, τότε η παγκόσμια οικονομία θα βρεθεί στη δίνη μίας κρίσης που θα έχει συνδυασμένα τα χαρακτηριστικά των κρίσεων των δύο δεκαετιών 1980 και 1990.

    Συγκεκριμένα, η έκταση της κρίσης σε σύγκριση με αυτή της Λατινικής Αμερικής θα είναι πολύ μεγαλύτερη. Και η ένταση σε σύγκριση με τις «εθνικές» κρίσεις της δεκαετίας του 1990 πολύ χειρότερη. Απλά, όλα τα μεγέθη θα είναι και μεγαλύτερα και όλες οι κρίσεις θα ξεσπάσουν σχεδόν μαζί.

    Η παγκόσμια οικονομία κινδυνεύει, έτσι, να βρεθεί αντιμέτωπη με την τέλεια καταιγίδα: αδυναμία αποπληρωμής κρατικών δανείων σε συνδυασμό με απότομες εκροές κεφαλαίων που στερούν χρηματοδότηση – ακριβώς τη στιγμή όπου η όλη προσπάθεια είναι να τονωθεί η παραγωγή και η επένδυση

    Αναγνωρίζοντας το πρόβλημα, το ΔΝΤ προχώρησε ήδη στην ίδρυση ενός νέου ταμείου του Resiliency and Sustainability Trust, με κεφάλαια $50 δισ. προκειμένου να προσφέρει μία ομπρέλα στις 40 έως 50  από τις 123 ευάλωτες οικονομίες. Σ’ αυτές, δηλαδή που αντιμετωπίζουν τους μεγαλύτερους κινδύνους, καθώς αφορούν πάνω από 1 δισ. ανθρώπους, που καλύπτει το 60% των φτωχών σε παγκόσμιο επίπεδο.

    Είναι σαφές ότι πρόκειται για μία προσπάθεια περιορισμού της κρίσης – όχι αποφυγής της. Για να αποφευχθεί τα επιτόκια θα πρέπει να μείνουν στα σημερινά χαμηλά επίπεδα τους και, αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό, οι δανειστές – όπως π.χ. η Κίνα στην οποία οφείλεται το 12% των δανείων – θα δεχτεί την αναδιάρθρωση των χρεών με ταυτόχρονο μορατόριουμ στην εξυπηρέτηση. Δυστυχώς, ειδικά από πλευρά της Κίνας, αυτή η προσέγγιση δεν φαίνεται να βρίσκει πολλούς οπαδούς.

     



    ΣΧΟΛΙΑ