• Άρθρα

    Η ιστορικά συνετή οικονομική πολιτική της κυβέρνησης Μητσοτάκη

    Αντώνης Κεφαλάς

    Αντώνης Κεφαλάς


    Είναι πασίγνωστη η φράση του Ισπανό-Αμερικανού Φιλόσοφου George Santayana ότι «όσοι δεν μπορούν να θυμούνται το παρελθόν, είναι καταδικασμένοι να το επαναλάβουν»– μία φράση που ταιριάζει γάντι στην αντιπολίτευση, και ιδιαίτερα στον ΣΥΡΙΖΑ, καθώς και –για τον αντίθετο λόγο– στην κυβέρνηση. Διότι, ο μεν Αλέξης Τσίπρας δεν θέλει να θυμάται το παρελθόν – ίσως διότι η μνήμη είναι τραυματική—ο δε Κυριάκος Μητσοτάκης το θυμάται πολύ καλά, γι’ αυτό και επιδιώκει να μην υπάρξουν… επαναλήψεις.

    Αφορμή γι’ αυτήν την παρατήρηση, δίνουν οι παγκόσμιες εξελίξεις στο μέτωπο του πληθωρισμού και η λελογισμένη αντίδραση του ελληνικού οικονομικού επιτελείου στη νέα αυτή πρόκληση.

    Δύο είναι τα θέματα.  Το πρώτο αφορά την διαφαινόμενη επιβράδυνση του πληθωρισμού στις ΗΠΑ σε σύγκριση με την Ευρώπη. Και το δεύτερο, την οικονομική πολιτική που ακολουθεί η κυβέρνηση και ειδικά το δίδυμο Σταϊκούρα – Σκυλακάκη.

    Είναι πολλές οι κατηγορίες που αποδίδονται στον διοικητή της κεντρικής τράπεζας των ΗΠΑ Jerome Powell, με κύρια πως καθυστέρησε να αυξήσει τα επιτόκια. Η συγκεκριμένη μομφή αντανακλά το μεγάλο έλλειμμα κοινωνικής ευαισθησίας που διακρίνει σήμερα την πλειοψηφία των οικονομολόγων, ταυτόχρονα δε την κατά μία έννοια την παραχάραξη της ιστορίας.

    Όπως υπογραμμίζει σε άρθρο του ο γνωστός οικονομολόγος του Princeton και πρώην υποδιοικητής της FED, Alan Blinder, ο ιστορικός (της δεκαετίας του 1980) φόβος για τον πληθωρισμό ήταν δικαιολογημένος τότε, διότι οι πληθωριστικές προσδοκίες είχαν εγκαθιδρυθεί μετά από χρόνια στην οικονομία—οπότε τα μέτρα του Paul Volcker για την τιθάσευση του ρυθμού αύξησης των τιμών ήταν υποχρεωτικά σκληρά.

    Σήμερα, όμως, αυτό δεν συμβαίνει. Αντίθετα, μάλιστα, οι έρευνες που γίνονται δείχνουν ότι, τουλάχιστον στις ΗΠΑ, ο κόσμος πιστεύει ότι μεσοπρόθεσμα ο πληθωρισμός θα επιστρέψει στα επίπεδα του 2% – 3% σε ετήσια βάση. Ο Powell δεν βιάστηκε όχι επειδή δεν ήταν…διαβασμένος, αλλά επειδή γνώριζε πολύ καλά ότι απαιτείται χρόνος για να δημιουργηθούν εκείνες οι πληθωριστικές προσδοκίες που φέρνουν τον φαύλο κύκλο της διαδοχικής αύξησης των τιμών και των αμοιβών.

    Σε αντίθεση, στην Ευρώπη, λόγω της ενέργειας οι πληθωριστικές προσδοκίες έχουν αρχίσει να εμφανίζονται. Οι προβλέψεις των οικονομολόγων, εξάλλου, τις καλλιεργούν και έτσι σήμερα, ζούμε την εμπειρία όπου η αρχικά σχετικά χαλαρή στάση της ΕΚΤ υποκαθίσταται από μία πιο σκληρή – καθώς η Christine Lagarde προειδοποιεί ότι η άνοδος του κόστους χρήματος θα συνεχιστεί.

    Αν στην εικόνα αυτή προσθέσουμε τον παράγοντα Κίνα, με όλες τις απροσδόκητες επιπτώσεις που έχει η αλόγιστη πολιτική της για την αντιμετώπιση του covid, τότε προκύπτει ίσως μία παγκόσμια ανισορροπία, όπου στις ΗΠΑ η ανεργία θα παραμένει χαμηλή, οι τιμές υπό έλεγχο και η ανάπτυξη σταθερή, ενώ στην Ευρώπη και στην Κίνα θα συμβαίνουν ακριβώς τα αντίθετα.

    Μέσα στο πλαίσιο αυτό, η οικονομική πολιτική της κυβέρνησης είναι η μόνη ενδεδειγμένη. Είναι δεδομένο πως δεν μπορεί να επέμβει στη νομισματική πολιτική που καθορίζεται από το αρχηγείο της ΕΚΤ στην Φρανκφούρτη (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η Bundesbank έχει χάσει την επιρροή της).

    Είναι, επίσης, δεδομένο ότι τα περιθώρια της δημοσιονομικής πολιτικής είναι αυστηρά περιορισμένα, από τις Βρυξέλλες αλλά και από τους οίκους αξιολόγησης (μολονότι λειτουργούν σε καθεστώς αδιαφάνειας και με έντονη σύγκρουση συμφερόντων) και τις αγορές ευρύτερα.

    Η μία εναλλακτική θα ήταν να κρυφτεί η κυβέρνηση πίσω από την απόλυτα ορθή δικαιολογία του εισαγόμενου πληθωρισμού και να μην κάνει πολλά. Η άλλη, θα ήταν να ακολουθήσει την λογική του ΣΥΡΙΖΑ που, λίγο-πολύ, ήταν η λογική του ΠΑΣΟΚ στην δεκαετία του 1980: πλήρη κάλυψη της απώλειας αγοραστικής δύναμης για όλους.

    Το ΠΑΣΟΚ χρεώθηκε αυτήν την επιλογή και χρειάστηκε η πολιτική Κωνσταντίνου Μητσοτάκη και Στέφανου Μάνου για να γλυτώσει η χώρα την έλευση των μνημονίων ήδη από το 1990. Η πολιτική Σημίτη-Παπαντωνίου ήταν το άκρως αντίθετο από την πολιτική «Τσοβόλα δώστα όλα», ακριβώς επειδή είχε μάθει από την ιστορία. Ως ένα βαθμό είναι τυχαίο το γεγονός ότι τα μνημόνια έσκασαν στα χέρια του Γιώργου Παπανδρέου, καθώς η δημοσιονομική διαχείριση Κώστα Καραμανλή-Γιώργου Αλογοσκούφη δεν είχε αφήσει περιθώρια αντοχής για την αντιμετώπιση της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008/9.

    Σήμερα, η Ν.Δ. του Κυριάκου Μητσοτάκη, δείχνει ότι δε έχει ξεχάσει την ιστορία. Επιλέγει να στηρίξει τους αδύναμους, να φορολογήσει αυτούς που το αντέχουν και να εξαντλήσει τα όρια που πραγματικά διαθέτει ο συνδυασμός της δημοσιονομικής πειθαρχίας και της σκληρής νομισματικής πολιτικής που της επιβάλλεται. Οι βαθμοί ελευθερίας που έχει για να ασκήσει κοινωνική πολιτική είναι ελάχιστοι. Θεωρώ πως τους εκμεταλλεύεται όσο καλύτερα μπορεί και, πάντως, πολύ πιο αποτελεσματικά και με τις μικρότερες δυνατόν αρνητικές επιπτώσεις με το αν ακολουθούσε τις συνταγές του ΣΥΡΙΖΑ.

    Για τις συνταγές του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ δεν έχω να πω κάτι—διότι τις…έχασα (όπως φαντάζομαι και η συντριπτική πλειοψηφία τα ελληνικής κοινωνίας). Κρίμα, διότι είμαι σίγουρος ότι ο Νίκος Χριστοδουλάκης θα έχει γράψει πράγματα πολύ πιο ενδιαφέροντα από τις υποκλοπές.

    Διαβάστε επίσης

    Ν.Δ.: Η ευρηματική χρήση της τιμαριθμικής αναπροσαρμογής στριμώχνει ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ



    ΣΧΟΛΙΑ