• Άρθρα

    Η έλλειψη ψηφιακής παιδείας εμπόδιο στην ανάπτυξη

    Αντώνης Κεφαλάς

    Αντώνης Κεφαλάς


    Αν δεν ήταν για την κρίση, στα τελευταία τρία χρόνια η χώρα μας θα όφειλε να είχε ακολουθήσει μία αυστηρά αντικυκλική πολιτική. Ακολουθώντας, δηλαδή, τις οικονομικές συνταγές του Washington Consensus και της Γερμανικής ορθοδοξίας, η περίοδο 2019-2022 θα είχε υψηλό ρυθμό ανάπτυξης και την απαίτηση της Ε.Ε. για πρωτογενή πλεονάσματα.

    Κατά μία παράξενη έννοια οι αλλεπάλληλες κρίσεις …βόλεψαν την χώρα. Από την πρώτη στιγμή η ευρωπαϊκή βοήθεια επέτρεψε στην κυβέρνηση να στηρίξει τους ευάλωτους και να τρέξει υψηλά ελλείμματα που σωρευτικά στην διετία 2020-2021 ξεπέρασαν τις 14 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ. Σε κάθε άλλη περίπτωση η χώρα θα είχε εξοβελιστεί στο οικονομικό πυρ. Στην συγκεκριμένη φάση εισέπραξε οφέλη.

    Το 2021 θα πρέπει να παραμείνει ως σταθμός στην οικονομική πορεία της χώρας, με την οικονομία να καλύπτει την απώλεια του 9% της προηγούμενης χρονιάς και να κερδίζει πάνω από 8 ποσοστιαίες μονάδες επιπλέον. Παρά τις φωνές της αντιπολίτευσης, οι στοχευμένες παρεμβάσεις ήταν πετυχημένες κατά κανόνα και βοήθησαν στην ανάκτηση των μεγάλων απωλειών από την πανδημία.

    Μπορεί άλλες χώρες να ήταν πιο σφικτοχέρες στα επιδόματα. Λάθη έγιναν. Αετονύχιδες υπήρξαν. Ορθά, όμως, η κυβέρνηση εκτίμησε ότι ένας λαός που έχει δει στην τελευταία δεκαετία το εισοδήματα του να μειώνεται κατά μέσο όρο κατά 25% (που σημαίνει ότι για πολλούς η απώλεια ήταν ακόμη μεγαλύτερη) δεν άντεχε να περάσει κι αυτήν την κρίση χωρίς απλόχερη βοήθεια.

    Το στοίχημα βγήκε καλά το 2021 με την χώρα μας δακτυλοδεικτούμενη για την επιτυχία της. Το 2022 ήρθε νέα κρίση—της ενέργειας και του πληθωρισμού που σχεδόν νομοτελειακά την ακολουθεί. Νέα πολιτική παροχών, που συνοδεύονται όμως, με σχετικά ευφάνταστες πολιτικές συγκράτησης των τιμών, ενώ παράλληλα η σχετική κάμψη της οικονομικής δραστηριότητας βοηθά προς την ίδια κατεύθυνση.

    Ο πληθωρισμός, βέβαια, όπως αναμενόταν, έχει το πλεονέκτημα ότι συνεισφέρει στην συγκράτηση της σχέσης χρέους προς ΑΕΠ—και από την πλευρά αυτή η χώρα είναι τυχερή, διότι έτσι μερικώς καλύπτεται η δημοσιονομική πίεση. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι ο πληθωρισμός ήρθε την κατάλληλη στιγμή.

    Το μεγάλο ερώτημα αφορά το 2023. Υπάρχει γενική συμφωνία ότι ο ρυθμός ανάπτυξης θα επιβραδυνθεί σημαντικά—ο πάντα «δύσκολος» ΟΟΣΑ τον τοποθετεί ίσα πάνω από το 1,5%. Το περιθώριο που το χωρίζει από το στατιστικό λάθος είναι πολύ μικρό. Αυτή είναι η αρνητική προοπτική. Η θετική είναι να κάνει ξανά έκπληξη ο τουρισμός – η ύφεση χτυπά το ευρωπαϊκό και το παγκόσμιο πορτοφόλι, αλλά ο παγωμένος ευρωπαίος του Βορά, θα θυσιάσει για να βρει θαλπωρή ήλιου το καλοκαίρι.

    Με το 2023 έτος εκλογών και με την πολιτική προοπτική ομιχλώδη, η διαχείριση της οικονομίας έχει παγίδες – ιδίως με την ανευθυνότητα που δείχνουν οι χειρισμοί σύσσωμης της αντιπολίτευσης. ΟΙ επόμενοι μήνες ίσως να μην είναι πιο κατάλληλοι, ίσως και να είναι. Στις δύσκολες στιγμές γίνονται ανατροπές και τώρα ακόμη μπορεί η κυβέρνηση να θέσει τις βάσεις αντιμετώπισης του μεγάλου εμποδίου που θα βρει η ελληνική οικονομία μπροστά της, αρχίζοντας ήδη τώρα: την έλλειψη εξειδικευμένου προσωπικού.

    Η έκθεση του ΟΟΣΑ είναι πολύ σαφής στο θέμα αυτό και όποιος την αγνοήσει παίρνει τεράστιο ρίσκο. Η πίεση στην αγορά εργασίας φέρνει τον πληθωρισμό και καμία κυβέρνηση δεν θέλει να αντιμετωπίσει διπλή πίεση από την εργασία και την ενέργεια ταυτόχρονα.

    Όπως η χώρα κατάφερε την ψηφιακή επανάσταση έτσι οφείλει να επιφέρει την ψηφιακή επανάσταση στην παιδεία. Θα είναι ένα μεγάλο εγχείρημα που θα έχει λίγα άμεσα και πολλά οφέλη αργότερα. Άλλη καθυστέρηση, όμως, δεν μπορεί να υπάρξει. Η κυβέρνηση να συμπεριφερθεί σαν να έχει ήδη κερδίσει τις εκλογές και να πράξει ανάλογα—κάνοντας την χώρα ένα τεράστιο εκπαιδευτικό campus.

    Διαβάστε επίσης

    Τα λαμπρά μάρμαρα και ο αξιοθρήνητος ΣΥΡΙΖΑ



    ΣΧΟΛΙΑ