• Άρθρα

    Γιατί η Ελλάδα δεν αξιοποιεί τον υγρό χρυσό της;

    • Από την Εριφύλη Γαλλή, BA, MA, Food & Beverage marketing expert

    Εριφύλη Γαλλή, έφορος, Εμπορικού Συλλόγου Κηφισιάς – Αναπληρωτής Γραμματέας Παραγωγικών Τομέων, Νέας Δημοκρατίας


    Σε μια πολύ δύσκολη οικονομική συγκυρία στην ιστορία της χώρας μας, αποτελεί απορίας άξιο για ποιο λόγο η Ελλάδα, η τρίτη ελαιοπαραγωγική χώρα στον κόσμο (!) δεν μπορεί να αξιοποιήσει το «υγρό χρυσό» του Ομήρου για να παραγάγει πλούτο από τις εξαγωγές της.

    Τι κι αν έλεγε ο Ελύτης ότι με μια ελιά, ένα αμπέλι κι ένα καράβι μπορείς να φτιάξεις την Ελλάδα από την αρχή; Η ελιά δεν φαίνεται να δικαιώνει τον ποιητή ούτε όμως και τους χιλιάδες κατοίκους της που ασχολούνται με την καλλιέργεια της ελιάς, την ελαιοποίηση και το εμπόριο του ελαιόλαδου.

    Ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά.

    Καθώς οδεύουμε προς το φθινόπωρο, οι ελαιοπαραγωγοί μας ετοιμάζονται για τη σεζόν της συγκομιδής που ξεκινά. Μιας συγκομιδής που δεν αναμένεται εφέτος να είναι ιδανική, αφού, όπως μου λένε οι ίδιοι, είχαμε καύσωνα στην ανθοφορία, λειψυδρία, αλλά και δάκο σε μεγάλες περιοχές λόγω των καιρικών συνθηκών.

    Παρ΄ όλα αυτά, και εφέτος η Ελλάδα θα καταταγεί στο top-3 της παγκόσμιας παραγωγής, μια απίστευτη θέση, αν αναλογιστεί κανείς τη μικρή έκταση που καλύπτει η χώρα μας σε σχέση, για παράδειγμα, με την Ισπανία ή την Ιταλία που είναι η πρώτη και η δεύτερη, αντίστοιχα, αλλά είναι 5 και 3 φορές μεγαλύτερες.

    Και παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα θα μπορούσε – και θα έπρεπε – να αποτελεί παγκόσμια υπερδύναμη στο ελαιόλαδο, κυρίως εφόσον το 80% της παραγωγής της αφορά εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο σε αντίθεση με τις άλλες ελαιοπαραγωγικές χώρες που ελαιοποιούν κατώτερης ποιότητας λάδια, η χώρα μας αποτυγχάνει παταγωδώς.

    Ένα μεγάλο ποσοστό της παραγωγής μας, από το εξαιρετικό αυτό παρθένο ελαιόλαδο που προκύπτει με τόσο μόχθο (δεν είναι τυχαία η έκφραση «μου βγήκε το λάδι»), θα πουληθεί σε χαμηλότατη τιμή στη γείτονα Ιταλία, η οποία με τη σειρά της θα το εμφιαλώσει, θα το «μπραντάρει» με τη δική της φίρμα και θα εξαγάγει ως ραφιναρισμένο στις Ηνωμένες Πολιτείες, την Αυστρία, τη Βραζιλία, τον Καναδά, έως και την Κίνα.

    Την ίδια ώρα, στην Ελλάδα μόνο το 27% της παραγωγής μας θα αποκτήσει ελληνική ετικέτα, σύμφωνα με στοιχεία της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδας. Έτσι, εκατοντάδες εκατομύρια ευρώ προστιθέμενης αξίας χαρίζονται στην Ιταλία. Λες και περισσεύουν στην Ελλάδα.

    Προς τι αυτή η αδιαφορία;

    Κανένας από τους 540 περίπου αγροτικούς συνεταιρισμούς στη χώρα μας δεν εμφανίζει κύκλο εργασιών που έστω να πλησιάζει το μισό εκατομύριο ευρώ ανά έτος. (Κι αν αυτό το ποσό σας φαίνεται καλούτσικο, σκεφτείτε ότι ο συνεταιρισμός είναι ακριβώς αυτό: μια σύμπραξη πολλών επιμέρους αγροτών).

    Για την ακρίβεια, οι 400 από αυτούς εμφανίζουν τζίρο κάτω των… 50 χιλ. ευρώ το χρόνο! Από το γεγονός αυτό και μόνο αντιλαμβάνεται κανείς ότι ο συνεταιρισμός δεν μπορεί πλέον να προσελκύσει το ενδιαφέρον – ή για να είμαστε ακριβείς, την εμπιστοσύνη – των ελαιοπαραγωγών, οι οποίοι έχουν ξεκινήσει να προσπαθούν βασιζόμενοι σε ίδιες δυνάμεις.

    Και μετά το χάος.

    Χωρίς να διαθέτουν την απαιτούμενη εμπειρία, εκπαίδευση και τεχνογνωσία σε θέματα πέραν της παραγωγής, δηλαδή στις πωλήσεις, στο marketing & την επικοινωνία, τo branding, τις εξαγωγές, αλλά ακόμα και στα οικονομικά, την οργάνωση ή την ποιότητα, οι αγρότες επιχειρούν μόνοι τους να καλύψουν ένα έδαφος που στις άλλες χώρες τους παρέχεται  υποστηρικτικά από το κράτος.

    Και το παλεύουν φιλότιμα. Παρακολουθούν σεμινάρια. Εκπαιδεύονται στη γευσιγνωσία.

    Μαθαίνουν να επικοινωνούν τα οργανοληπτικά χαρακτηριστικά των προϊόντων τους. Συμμετέχουν σε εμπορικές εκθέσεις. Στέλνουν τα δείγματά τους σε διαγωνισμούς (και σαρώνουν). Συχνά τους τελευταίους μήνες συνάντησα τέτοιες προσπάθειες, τις οποίες θα χαρακτήριζα έως και συγκινητικές.

    Η μεγάλη όμως εικόνα παραμένει απογοητευτική, όσο απογοητευμένοι εμφανίζονται και οι ίδιοι. Ως πότε θα προσπαθούν μόνοι τους; Ως πότε θα πηγαίνουν στα τυφλά, προσπαθώντας να ανοίξουν νέες αγορές ή να διεισδύσουν σε υπάρχουσες; Πώς θα ανταγωνιστούν έτσι κατά μόνας τους πολύ δυνατούς στο marketing Ιταλούς και την υπερδύναμη Ισπανία;

    Μήπως είναι καιρός η πολιτεία να εγκύψει πάνω στο θέμα;

    Αν κάποιος θέλει να βρει πληροφορίες για το ελληνικό ελαιόλαδο θα απογοητευθεί πολύ σύντομα μετά το γκουγκλάρισμά του. Δεν υπάρχει κανένα επίσημο πόρταλ με τη φροντίδα της ελληνικής πολιτείας, το οποίο να παρέχει τις απαραίτητες πληροφορίες, να προβάλλει τις σύγχρονες μεθόδους καλλιέργειας, συγκομιδής και ελαιοποίησης, να φιλοξενεί μια λίστα με τους Έλληνες ελαιοπαραγωγούς και τα στοιχεία επικοινωνίας τους, να λειτουργεί εν πάση περιπτώσει ως ομπρέλα για τους παραγωγούς και ως αιχμή του δόρατος για την επικοινωνία τους με τη διεθνή αγορά.

    Ένα σάιτ με σύγχρονο, αισθητικά προηγμένο design και φιλική προς το χρήση αρχιτεκτονική, από το οποίο θα απουσιάζει παντελώς η ξύλινη γλώσσα, ο χαιρετισμός υπουργού, υφυπουργού και γενικών γραμματέων, και τα δελτία τύπου με τις δραστηριότητές τους. Ένα σάιτ που θα αποτελεί ένα δυναμικό εργαλείο, θα τυγχάνει διαχείρισης από εξειδικευμένη εταιρία και θα δαπανά χρήματα για να βρίσκεται στο παγκόσμιο προσκήνιο του κυβερνοχώρου.

    (Ευτυχώς το κενό έρχεται να καλύψει η Αμερικανή καθηγήτρια Πανεπιστημίου, Δρ Λίσα Ραντινόφσκι, με πτυχίο από το Πρίνστον, η οποία ερωτεύθηκε το δικό μας ελαιόλαδο και  αφιερώνει χρόνο, χρήματα και όλο της το είναι για να το προβάλλει. Αναζητήστε το εδώ: http://www.greekliquidgold.com/index.php/en/ )

    Και σαν να μην έφτανε το γεγονός ότι οι ελαιοπαραγωγοί μας υποχρεούνται να πουλήσουν σε τιμή κάτω της χοντρικής το ελαιόλαδο στους Ιταλούς, οι οποίοι θα το μεταπουλήσουν για δικό τους, έχουν τώρα να ανταγωνιστούν και συναδέλφους τους από την Τουρκία, το Ισραήλ, την Τυνησία, αλλά και άλλες χώρες στη λεκάνη της Μεσογείου που αναδύονται ως ελαιοπραγωγικές δυνάμεις και απειλούν τη θέση της Ελλάδας.

    Το αυτοδιοίκητο συνεταιριστικό σχήμα απέτυχε παταγωδώς.

    Πακτωλοί ευρωπαϊκών και εθνικών πόρων φαγώθηκαν από φαύλες διοικήσεις με την ανοχή των πολιτικών τους προϊσταμένων. Από την άλλη, οι μεμονωμένες προσπάθειες των ελαιοπαραγωγών, όσο φιλότιμες κι αν είναι, δεν αρκούν για να ικανοποιήσουν τη ζήτηση που το άνοιγμα μεγάλων αγορών θα δημιουργούσε.

    Πολλοί από τους παραγωγούς, μάλιστα, δεν μπορούν να εγγυηθούν τη σταθερότητα που οι ξένες αγορές ζητούν στο γευστικό προφίλ, τις οργανοληπτικές ιδιότητες και την ποιότητα στο ίδιο τους το προϊόν – τους λείπουν οι γνώσεις για κάτι τέτοιο.

    Τι μπορεί να γίνει λοιπόν;

    Καταρχάς θα πρότεινα την ίδρυση ενός Παρατηρητηρίου. Ένα ευέλικτο σχήμα που θα παρακολουθεί τις διεθνείς εξελίξεις, θα συμβουλεύει την κυβέρνηση και θα εισηγείται προτάσεις. Δεν είναι δυνατόν οι «ελιές Καλαμών» να απώλεσαν την Προστατευμένη Ονομασία Προέλευσης και να τρώει τωρα η Αμερική Αιγυπτιακές ελιές Καλαμών.

    Θεωρείται σκανδαλώδες το γεγονός ότι η Τυνησία κατάφερε να πωλεί το ελαιόλαδό της στην Ευρωπαϊκή αγορά άνευ δασμών, με αποτέλεσμα μεγάλες ευρωπαϊκές εταιρίες να αγοράζουν από εκεί αντί να αγοράζουν από την Ελλάδα. Πού ήταν η Ελλάδα σε όλες αυτές τις εξελίξεις; Γιατί δεν αντέδρασε;

    Σε ό,τι αφορά την παραγωγή αυτή καθαυτή, μεγάλοι ξένοι συμβουλευτικοί οίκοι προτείνουν τη δημιουργία ενός ενοποιημένου ελαιουργικού κλάδου με τη την ανάπτυξη δύο ή τριών τεράστιων μονάδων ελαιοποίησης και συσκευασίας ώστε να επιτευχθεί οικονομία κλίμακας.

    Η Ελλάδα όμως δεν είναι Ισπανία, στην οποία ο μεγαλύτερος όγκος του ελαιόλαδου της προέρχεται από μία μόνο περιοχή, την Ανδαλουσία. Το προφίλ του ελαιόλαδου της Μεσσηνίας δεν έχει καμία σχέση με αυτό της Κρήτης, της Χαλκιδικής, της Μυτιλήνης ή των περιοχών που βρέχονται από το Ιόνιο πέλαγος.

    Και ναι, έχει και η ελιά το «τερουάρ» της, που διαμορφώνει σε μεγάλο βαθμό τα γευστικά χαρακτηριστικά του τελικού προϊόντος.

    Το κράτος όμως μπορεί να ενθαρρύνει την ίδρυση σχηματισμών από 10 – 15, ας πούμε, παραγωγούς, οι οποίοι θα συνασπιστούν για να δημιουργήσουν οικονομίες κλίμακας και αθροιστικά να μπορούν αν υποστηρίξουν τις ποσότητες που ζητούν οι ξένοι διανομείς. Όμως οι σχηματισμοί αυτοί πρέπει να εποπτεύονται αυστηρά, προδιαγραφές πρέπει να δίνονται για κάθε στάδιο της διαδικασίας, οι έλεγχοι θα πρέπει να διεξάγονται εξαντλητικά και αυστηρά.

    Και βέβαια, πριν φτάσουμε εκεί, οι αγρότες πρέπει να γνωρίζουν τις βέλτιστες πρακτικές. Το κράτος πρέπει να τους εκπαιδεύσει στις σύγχρονες μεθόδους συγκομιδής, ελαιοποίησης και τυποποίησης, γιατί – ας μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας – οι Έλληνες αγρότες βρίσκονται 20 χρόνια πίσω στις μεθόδους και τα standards που (δεν) ακολουθούν.

    Ασφαλώς, όλα αυτά προϋποθέτουν την ύπαρξη μιας ξεκάθαρης εθνικής στρατηγικής που θα υπαγορεύσει πόσο απο το ελαιόλαδό μας θα παραχθεί ως εξαιρετικό παρθένο και ποιο ως απλά παρθένο· πόσο θα εξαχθεί και σε ποιες αγορές· μια στρατηγική που θα επιχειρήσει να αναδείξει το ελληνικό εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο ως ένα premium προϊόν με μοναδικές ιδιότητες και εξέχουσα ποιότητα, αξιοποιώντας και το momentum που υπάρχει στην εποχή μας για την υγιεινή διατροφή και τη βιωσιμότητα.

    Μεγάλη μερίδα των αγροτών μας αρνείται να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα. Συνεχίζει να ελαιοποιεί με μεθόδους ξεπερασμένες που υποβαθμίζουν το προϊόν. Ήρθε η ώρα αυτοί να καταρτιστούν και να προσαρμοστούν.

    Μέσω των σχημάτων που θα κληθούν να συμμετάσχουν, αυτό μπορεί να επιτευχθεί, εφόσον για την κρατική υποστήριξη προϋπόθεση θα είναι η τήρηση σαφών προδιαγραφών. Ας μην επαναληφθεί το φαινόμενο το κράτος και η ΕΕ να χρηματοδοτούν τα τελάρα, τα χρήματα να εξαφανίζονται και οι αγρότες να συνεχίζουν να πηγαίνουν τις ελιές στο ελαιοτριβείο μέσα σε σακιά.

    Υπάρχουν όμως και ελαιοπαραγωγοί, συχνά δεύτερης και τρίτης γενιάς που πλέον αναλαμβάνουν τα ηνία από τους μεγαλύτερους, οι οποίοι έχουν όραμα και άριστο προϊόν. Έχω τουλάχιστον 4-5 υπόψη – ρίξτε μια ματιά στην https://alpha2omegaoil.com/ για να καταλάβετε τι εννοώ.

    Παλεύουν μόνοι τους να ενημερωθούν για τις νέες καλλιεργητικές μεθόδους και τις ακολουθούν ευλαβικά  προσαρμοζόμενοι στις παγκόσμιες απαιτήσεις. Απευθύνονται σε ειδικούς του είδους για το branding. Επενδύουν σε σπουδές, σε εγκαταστάσεις, σε συσκευασίες, σε επικοινωνία.

    Εμφανίζονται όμως μόνοι τους στη διεθνή αγορά – όταν καταφέρουν να χρηματοδοτήσουν την παρουσία τους εκεί – συχνά ως οι φτωχοί συγγενείς. Μήπως ήρθε η ώρα να τους στηρίξουμε;



    ΣΧΟΛΙΑ