Τα δικαστήρια δίνουν πλέον ιδιαίτερη έμφαση στην τυπικότητα της διαδικασίας, ώστε να αποφεύγονται οι μαζικοί πλειστηριασμοί με ελλιπείς εγγυήσεις προστασίας των δικαιωμάτων του οφειλέτη.

Η νομολογία των τελευταίων ετών δείχνει ότι οι πλειστηριασμοί δεν αποτελούν μια αυτόματη και ανεξέλεγκτη διαδικασία. Αντίθετα, τα δικαστήρια παρεμβαίνουν ολοένα και συχνότερα, θέτοντας αυστηρά όρια στην αναγκαστική εκτέλεση, ελέγχοντας τη νομιμότητα των απαιτήσεων και προστατεύοντας ουσιαστικά δικαιώματα οφειλετών και τρίτων.

1

Ειδικά το τελευταίο διάστημα, έχουν εκδοθεί αρκετές αποφάσεις που αποτυπώνουν τη μεταστροφή προς την προστασία των οφειλετών, με πέντε πρόσφατες δικαστικές αποφάσεις να αναδιαμορφώνουν το τοπίο των πλειστηριασμών.

Όταν η απαίτηση είναι αόριστη, η κατάσχεση ακυρώνεται

Σημαντική ανατροπή στην πορεία αναγκαστικής κατάσχεσης ακινήτου έφερε το Εφετείο Αθηνών με την υπ’ αριθμ. 5545/2025 απόφασή του, ακυρώνοντας κατάσχεση που είχε επιβληθεί για ποσό προερχόμενο από παλαιά διαταγή πληρωμής. Το κρίσιμο στοιχείο της υπόθεσης ήταν ότι η απαίτηση, βάσει της οποίας επισπεύσθηκε η εκτέλεση, δεν είχε εκκαθαριστεί με σαφή και προσδιορισμένο τρόπο.

Η διαδικασία είχε ξεκινήσει χρόνια μετά την έκδοση της διαταγής πληρωμής, χωρίς όμως να αποσαφηνίζεται ποια ακριβώς κονδύλια συγκροτούσαν το συνολικό ποσό της οφειλής. Παρότι το Πρωτοδικείο είχε απορρίψει την ανακοπή του οφειλέτη, το Εφετείο επανεξέτασε την υπόθεση και κατέληξε ότι η έλλειψη αναλυτικού προσδιορισμού της απαίτησης καθιστούσε την εκτέλεση αβέβαιη και νομικά αόριστη.

Σύμφωνα με το σκεπτικό της απόφασης, η αναγκαστική εκτέλεση προϋποθέτει απαίτηση πλήρως εκκαθαρισμένη, ώστε ο καθ’ ου η εκτέλεση να γνωρίζει επακριβώς τι καλείται να καλύψει μέσω της κατάσχεσης. Η μη διάκριση των επιμέρους κονδυλίων σε κεφάλαιο, τόκους και έξοδα συνιστά ουσιώδες ελάττωμα που αρκεί για να ακυρώσει ολόκληρη τη διαδικασία.

Η μακρόχρονη νομή ως φραγμός στην εκτέλεση

Μια εξίσου καθοριστική απόφαση εξέδωσε το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά, το οποίο με την υπ’ αριθμ. 3993/2025 απόφασή του ακύρωσε πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης κατά ακινήτου, κρίνοντας ότι η επίσπευσή τους παραβίαζε την καλή πίστη και συνιστούσε καταχρηστική άσκηση δικαιώματος.

Η υπόθεση αφορά ένα πρόσωπο που είχε αγοράσει ακίνητο ήδη από το 2009, είχε καταβάλει το πλήρες τίμημα και είχε εγκατασταθεί σε αυτό, χρησιμοποιώντας το σαν πραγματικός ιδιοκτήτης. Το κρίσιμο, ωστόσο, στοιχείο είναι ότι το συμβόλαιο αγοραπωλησίας δεν είχε μεταγραφεί στο Υποθηκοφυλακείο. Αυτό σημαίνει ότι, τυπικά, η κυριότητα του ακινήτου δεν είχε μεταβιβαστεί νομικά στο όνομά του. Παρ’ όλα αυτά, στην πράξη, το πρόσωπο αυτό ασκούσε επί περισσότερα από 15 χρόνια τη νομή του ακινήτου, κατοικώντας εκεί, καταβάλλοντας φόρους, κοινόχρηστα και έξοδα συντήρησης, χωρίς καμία αντίδραση ή διεκδίκηση από την πλευρά των προηγούμενων ιδιοκτητών.

Αυτή ακριβώς η πραγματική κατάσταση αγνοήθηκε πλήρως όταν το 2023 η τράπεζα ξεκίνησε αναγκαστική εκτέλεση κατά του ακινήτου, βασιζόμενη σε παλαιότερη οφειλή της προηγούμενης ιδιοκτήτριας, φτάνοντας μάλιστα μέχρι τη διενέργεια πλειστηριασμού το 2024.

Το Δικαστήριο έκρινε ότι, υπό αυτές τις συνθήκες, η απλή επίκληση του τυπικού δικαιώματος κυριότητας, αποκομμένη από την πραγματική εικόνα που είχε διαμορφωθεί επί δεκαπέντε και πλέον χρόνια, δεν αρκούσε για να δικαιολογήσει την αναγκαστική εκτέλεση. Αντιθέτως, έκρινε ότι η επίσπευση της εκτέλεσης παραβίαζε την αρχή της καλής πίστης και συνιστούσε καταχρηστική άσκηση δικαιώματος κατά το άρθρο 281 του Αστικού Κώδικα.

Η σημασία της απόφασης είναι ιδιαίτερα πρακτική, καθώς αναδεικνύει ότι στους πλειστηριασμούς δεν αρκεί μόνο το «ποιος φαίνεται ιδιοκτήτης στα έγγραφα». Όταν έχει δημιουργηθεί μια μακρόχρονη και εμφανής κατάσταση νομής, η οποία έχει γεννήσει εύλογες προσδοκίες, η αναγκαστική εκτέλεση δεν μπορεί να προχωρά αγνοώντας πλήρως αυτή την πραγματικότητα.

Όταν η εταιρεία διαχείρισης δεν έχει νομιμοποίηση

Στην ακύρωση διαταγής πληρωμής που είχε εκδοθεί υπέρ εταιρείας διαχείρισης απαιτήσεων προχώρησε το Εφετείο Αθηνών με την υπ’ αριθμ. 5008/2025 απόφασή του, θέτοντας στο επίκεντρο το ζήτημα της ενεργητικής νομιμοποίησης των servicers.

Η απαίτηση για την οποία εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής προερχόταν από ανοιχτό αλληλόχρεο λογαριασμό, δηλαδή από μια μορφή χρηματοδότησης που χρησιμοποιείται κυρίως σε επιχειρηματικές σχέσεις και λειτουργεί διαφορετικά από ένα κλασικό στεγαστικό δάνειο. Η συγκεκριμένη απαίτηση είχε ενταχθεί σε διαδικασία τιτλοποίησης, γεγονός που σημαίνει ότι είχε μεταβιβαστεί σε τρίτο φορέα και η είσπραξή της ανατέθηκε σε εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων.

Το κρίσιμο, όμως, σημείο της υπόθεσης ήταν ότι η εταιρεία διαχείρισης δεν κατάφερε να αποδείξει ότι είχε πράγματι την εξουσία να διεκδικήσει δικαστικά τη συγκεκριμένη οφειλή. Συγκεκριμένα, προσκόμισε σύμβαση διαχείρισης, η οποία κάλυπτε αποκλειστικά στεγαστικά δάνεια, δηλαδή απαιτήσεις διαφορετικής φύσης από αυτές που προέρχονται από αλληλόχρεους λογαριασμούς.

Το Δικαστήριο έκρινε ότι αυτή η διάκριση δεν αποτελεί τυπική λεπτομέρεια, αλλά ουσιώδες νομικό ζήτημα. Κάθε κατηγορία απαίτησης πρέπει να περιλαμβάνεται ρητά στη σύμβαση διαχείρισης, ώστε να είναι σαφές ποιος έχει το δικαίωμα να κινείται δικαστικά κατά του οφειλέτη. Εφόσον η συγκεκριμένη απαίτηση από αλληλόχρεο λογαριασμό δεν περιλαμβανόταν στη σύμβαση, η εταιρεία διαχείρισης στερούνταν ενεργητικής νομιμοποίησης και, κατά συνέπεια, δεν μπορούσε νόμιμα να εκδώσει διαταγή πληρωμής.

Φωτοαντίγραφα χωρίς επικύρωση δεν θεμελιώνουν καταγγελία

Με την υπ’ αριθμ. 386/2025 απόφασή του, το Μονομελές Πρωτοδικείο Κορίνθου ακύρωσε διαταγή πληρωμής σε βάρος δανειολήπτριας, κρίνοντας ότι η καταγγελία της δανειακής σύμβασης ήταν ανυπόστατη.

Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι το εξώδικο έγγραφο καταγγελίας είχε επιδοθεί ως απλό φωτοαντίγραφο, χωρίς επικύρωση και χωρίς ιδιόχειρες υπογραφές. Ελλείψει πρωτοτύπου ή νομίμως επικυρωμένου αντιγράφου, η καταγγελία θεωρήθηκε νομικά ανύπαρκτη και, κατά συνέπεια, η απαίτηση δεν είχε καταστεί ληξιπρόθεσμη.

Η απόφαση είναι ιδιαίτερα σημαντική, καθώς υπενθυμίζει ότι ακόμη και σε μαζικές διαδικασίες είσπραξης, οι τυπικές εγγυήσεις δεν μπορούν να παρακάμπτονται. Χωρίς έγκυρη καταγγελία, δεν μπορεί να υπάρξει διαταγή πληρωμής και, τελικά, ούτε πλειστηριασμός.

Ο Άρειος Πάγος κλείνει οριστικά τον δρόμο στους πρόχειρους πλειστηριασμούς

Με την υπ’ αριθμ. 978/2025 απόφασή του, ο Άρειος Πάγος επικύρωσε κρίσιμη νομολογιακή γραμμή, απορρίπτοντας αίτηση αναίρεσης χρηματοπιστωτικού ιδρύματος. Το ανώτατο δικαστήριο έκρινε ότι η απλή εξώδικη πρόσκληση σε πληρωμή δεν αρκεί για να θεωρηθεί ότι έχει καταγγελθεί δανειακή σύμβαση.

Το Εφετείο είχε ήδη αποφανθεί ότι από τα εξώδικα της τράπεζας δεν προέκυπτε ρητή ή έστω τεκμαρτή δήλωση καταγγελίας, καθώς απουσίαζαν κρίσιμα στοιχεία, όπως ο αριθμός των καθυστερούμενων δόσεων που ενεργοποιούσαν το σχετικό δικαίωμα. Ο Άρειος Πάγος επικύρωσε πλήρως αυτή την κρίση, απορρίπτοντας όλους τους λόγους αναίρεσης.

Με λίγα λόγια, το ανώτατο δικαστήριο εξέδωσε μια εξαιρετικά κρίσιμη απόφαση που χτίζει νομολογιακή γραμμή ότι χωρίς σαφή και αποδεδειγμένη καταγγελία, η απαίτηση δεν καθίσταται απαιτητή και κάθε επόμενη πράξη εκτέλεσης στερείται νομικού ερείσματος. Πρόκειται για απόφαση-ορόσημο που λειτουργεί ως φρένο σε πλειστηριασμούς οι οποίοι στηρίζονται σε τυπικές και ελλιπείς ενέργειες.