Η κληρονομιά θα πάψει να είναι συνώνυμη της σύγκρουσης και θα μετατραπεί σε διαδικασία ορθολογικής μετάβασης περιουσίας από τη μία γενιά στην επόμενη.

Το κληρονομικό δίκαιο είναι από εκείνους τους κλάδους του δικαίου που επηρεάζουν σχεδόν όλους, αλλά συζητούνται συνήθως μόνο όταν προκύπτει πρόβλημα. Για δεκαετίες, το ισχύον πλαίσιο λειτουργούσε με τη λογική της προστασίας της οικογένειας, συχνά όμως εις βάρος της συνοχής και της αξίας της περιουσίας που μεταβιβαζόταν. Το αποτέλεσμα ήταν ακίνητα «παγωμένα» σε καθεστώς εξ αδιαιρέτου, επιχειρήσεις κατακερματισμένες σε ποσοστά και κληρονόμοι που είτε συγκρούονταν μεταξύ τους είτε έσπευδαν να αποποιηθούν κληρονομιές από φόβο για τα χρέη.

1

Η επικείμενη μεταρρύθμιση του Υπουργείου Δικαιοσύνης επιχειρεί κάτι πολύ πιο φιλόδοξο από τυπικές επιμέρους διορθώσεις. Στην πραγματικότητα, αλλάζει τη φιλοσοφία της κληρονομικής διαδοχής, αντιμετωπίζοντάς την όχι μόνο ως οικογενειακό ζήτημα, αλλά και ως ζήτημα διαχείρισης περιουσίας, οικονομικής λειτουργικότητας και προβλεψιμότητας, φιλοδοξώντας να λύσει το πρόβλημα της καταστροφής ολόκληρων περιουσιών ή της ακινησίας τους λόγω αναχρονιστικών ρυθμίσεων που δεν ταίριαζαν πλέον στο προφίλ της σύγχρονης οικονομίας.

Η νόμιμη μοίρα αλλάζει μορφή: Από εμπράγματο δικαίωμα χρηματική αξίωση

Η νόμιμη μοίρα αποτελεί έναν από τους πιο χαρακτηριστικούς και ταυτόχρονα προβληματικούς θεσμούς του ελληνικού (και όχι μόνο φυσικά) κληρονομικού δικαίου. Πρόκειται για το υποχρεωτικό μερίδιο της κληρονομίας που ο νόμος επιφυλάσσει σε συγκεκριμένους συγγενείς του θανόντος, κυρίως στον σύζυγο και τα παιδιά, ή στους γονείς όταν δεν υπάρχουν τέκνα. Η ύπαρξή της περιορίζει την ελευθερία του διαθέτη να κατανείμει την περιουσία του όπως επιθυμεί μέσω διαθήκης.

Εδώ και δεκαετίες, η νόμιμη μοίρα λειτουργεί ως εμπράγματο δικαίωμα. Αυτό σημαίνει ότι, αν κάποιος κληροδοτήσει με διαθήκη ένα ακίνητο ή μια επιχείρηση σε ένα πρόσωπο, ο νόμιμος μεριδούχος δεν αποκτά απλώς αξίωση, αλλά ποσοστό κυριότητας επί του περιουσιακού στοιχείου. Στην πράξη, αυτό οδηγεί σε συνιδιοκτησίες εξ αδιαιρέτου, ακόμη και σε περιπτώσεις όπου η διαθήκη είχε σαφή στόχο τη διατήρηση της περιουσίας σε ενιαία μορφή.

Το πρόβλημα είναι γνωστό και επαναλαμβανόμενο. Ακίνητα που δεν μπορούν να αξιοποιηθούν ή να πωληθούν χωρίς τη συναίνεση όλων, επιχειρήσεις που αποκτούν πολλούς παθητικούς μετόχους, περιουσία που αντί να αποδίδει, απαξιώνεται. Ο θεσμός που σχεδιάστηκε για να προστατεύσει τους οικείους του θανόντος, συχνά καταλήγει να βλάπτει τόσο τους ίδιους όσο και την περιουσία που κληρονομούν.

Με το νέο νομοσχέδιο του Υπουργείου Δικαιοσύνης, η νόμιμη μοίρα δεν πρόκειται να καταργηθεί, όμως θα γίνει πιο ευέλικτη. Η κρίσιμη αλλαγή έγκειται στο ότι η νόμιμη μοίρα θα διατηρηθεί ως ποσοστό, αλλά θα αποκτήσει ενοχική και όχι εμπράγματη ενέργεια. Με απλά λόγια, ο νόμιμος μεριδούχος δεν θα καθίσταται αυτομάτως συνιδιοκτήτης ενός ακινήτου ή μιας επιχείρησης, αλλά θα αποκτά χρηματική αξίωση ίση με το ποσοστό που του αναλογεί.

Αυτό θα μειώσει δραστικά τις περιουσίες εξ αδιαιρέτου και θα επιτρέπει τη διατήρηση της περιουσίας ως ενιαίου συνόλου με τη διαχείρισή της από το πρόσωπο που επέλεξε ο κληρονομούμενος.

Κληρονομικές συμβάσεις: Πλέον θα επιτρέπεται ο εκ των προτέρων σχεδιασμό της διαδοχής

Η δεύτερη μεγάλη τομή της μεταρρύθμισης αφορά τις κληρονομικές συμβάσεις. Στο προϋφιστάμενο δίκαιο, οι περισσότερες μορφές κληρονομικής σύμβασης είναι απολύτως άκυρες, δηλαδή δεν επιτρέπεται ο κληρονομούμενος, όσο βρίσκεται εν ζωή, να συμφωνήσει με τους μελλοντικούς κληρονόμους του ή με τρίτους για το ποιος θα κληρονομήσει τι μετά τον θάνατό του.

Παρά το γεγονός ότι οι κληρονομικές συμβάσεις αναγνωρίζονται σε πολλές έννομες τάξεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στην Ελλάδα αντιμετωπίζονταν διαχρονικά με καχυποψία. Ο λόγος ήταν ο φόβος ότι ο κληρονομούμενος θα μπορούσε να δεχθεί πιέσεις ή να δεσμευθεί πρόωρα, στερούμενος τη δυνατότητα να αλλάξει γνώμη. Σε αντίθεση με τη διαθήκη, η οποία είναι μυστική και ελεύθερα ανακλητή, η κληρονομική σύμβαση προϋποθέτει συμφωνία πολλών προσώπων και συνεπάγεται δέσμευση.

Η μεταρρύθμιση του κληρονομικού δικαίου αλλάζει ριζικά αυτή την προσέγγιση. Προβλέπεται η εισαγωγή κληρονομικών συμβάσεων, οι οποίες θα επιτρέπουν στον κληρονομούμενο να διαμοιράζει την περιουσία του πριν από τον θάνατό του, όχι μόνο στα παιδιά του, αλλά και σε τρίτους, ακόμη και με ποσοστά επί της συνολικής περιουσίας.

Το κρίσιμο ζήτημα αφορά τη συνύπαρξη των κληρονομικών συμβάσεων με τον θεσμό της νόμιμης μοίρας, ο οποίος, σύμφωνα με τις επίσημες τοποθετήσεις της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής του Υπουργείου Δικαιοσύνης, δεν πρόκειται να καταργηθεί.

Αντιθέτως, οι κληρονομικές συμβάσεις αναμένεται να λειτουργήσουν συμπληρωματικά προς το υφιστάμενο πλαίσιο, καλύπτοντας το μέρος της περιουσίας που ο διαθέτης μπορεί ελεύθερα να ρυθμίσει, χωρίς να θίγονται τα υποχρεωτικά δικαιώματα των νόμιμων μεριδούχων. Με τον τρόπο αυτό, εισάγεται για πρώτη φορά στο ελληνικό δίκαιο ένας θεσμός που επιτρέπει τον προσχεδιασμό της διαδοχής σε σταθερή βάση, χωρίς να ανατρέπεται η προστατευτική λειτουργία της νόμιμης μοίρας, αλλά ενισχύεται η ασφάλεια και η προβλεψιμότητα στη διαχείριση της περιουσίας λόγω θανάτου.

Κληρονομιά χωρίς φόβο χρεών: Τέλος στις μαζικές αποποιήσεις

Ο τρίτος πυλώνας της μεταρρύθμισης αφορά ένα ζήτημα που έχει λάβει εκρηκτικές διαστάσεις τα τελευταία χρόνια: την υπερχρεωμένη κληρονομία. Καθώς το ιδιωτικό χρέος αυξάνεται, όλο και περισσότεροι κληρονόμοι βρίσκονται αντιμέτωποι με την προοπτική να κληρονομήσουν υποχρεώσεις που υπερβαίνουν την αξία της περιουσίας.

Στο σύστημα που θα ισχύει μέχρι να ψηφιστεί ο νέος νόμος, προβλέπεται η σιωπηρή αποδοχή της κληρονομίας. Αν ο κληρονόμος δεν ενεργήσει εντός τεσσάρων μηνών από τότε που έμαθε ότι είναι κληρονόμος, θεωρείται ότι αποδέχθηκε την κληρονομία και ευθύνεται για τα χρέη ακόμη και με την προσωπική του περιουσία. Η μόνη διέξοδος είναι η έγκαιρη αποποίηση ή η αποδοχή με το ευεργέτημα της απογραφής, διαδικασίες που απαιτούν γνώση, χρόνο και αυστηρή τήρηση προθεσμιών.

Το αποτέλεσμα είναι ένα σύστημα που παράγει ανασφάλεια και μαζικές αποποιήσεις. Συχνά, μάλιστα, αποποιούνται οι άμεσοι συγγενείς και καλούνται στην κληρονομία μακρινότεροι, οι οποίοι μπορεί να μην έχουν καν γνώση των γεγονότων. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις όπου πολίτες βρέθηκαν αντιμέτωποι με χρέη απλώς επειδή δεν γνώριζαν ότι είχαν καταστεί κληρονόμοι.

Σύμφωνα με το νέο πλαίσιο, η αποδοχή μιας υπερχρεωμένης κληρονομίας θα πρέπει να είναι ρητή. Αν ο κληρονόμος δεν δηλώσει ότι αποδέχεται την κληρονομία, θα θεωρείται ότι την έχει αποποιηθεί. Παράλληλα, δεν θα ευθύνεται πλέον με την ατομική του περιουσία για τα χρέη της κληρονομίας, οπότε ο κληρονόμος δεν θα έχει κίνητρο να αποποιηθεί την κληρονομία.

Γίνεται, επομένως, σαφές ότι δίνεται από το Υπουργείο μεγαλύτερο βάρος στην ασφάλεια δικαίου και την προστασία των κληρονόμων έναντι της προστασίας των πιστωτών, σε μια προσπάθεια να «ξεπαγώσουν» κληρονομίες που λόγω των διαδοχικών αποποιήσεων κατέληγαν στο Δημόσιο.