Η Ευρωπαϊκή Ένωση βρίσκεται σε μια περίοδο αναπροσαρμογής της στρατηγικής της για την εταιρική κοινωνική ευθύνη (Corporate Social Responsibility – CSR), καθώς νέες οδηγίες, πολιτικές αντιπαραθέσεις και οικονομικές πιέσεις επαναπροσδιορίζουν τα όρια και τον ρόλο της κοινωνικά υπεύθυνης επιχειρηματικότητας. Από την εθελοντική διάσταση των πρώτων χρόνων, η CSR έχει μετατραπεί σε ένα πλέγμα υποχρεωτικών ευρωπαϊκών κανόνων που στοχεύουν στη διαφάνεια, τη βιωσιμότητα και την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε όλο το φάσμα της επιχειρηματικής δραστηριότητας. Ωστόσο, η πίεση για ανταγωνιστικότητα αλλάζει τα δεδομένα, αφού είναι ισχυρή η απαίτηση για μείωση των ρυθμιστικών περιορισμών.

Το ευρωπαϊκό πλαίσιο για την κοινωνική ευθύνη εισέρχεται σε φάση ωρίμανσης και αναστοχασμού. Η επιτυχία του θα εξαρτηθεί από το αν θα καταφέρει να ισορροπήσει ανάμεσα στη φιλοδοξία και τον ρεαλισμό, ανάμεσα στην ηθική ευθύνη και την επιχειρηματική βιωσιμότητα.

1

Οι τελευταίες εξελίξεις

Το 2024 και το 2025 αποτέλεσαν χρονιά-ορόσημο για τη θεσμική κατοχύρωση της κοινωνικής ευθύνης στην Ευρώπη. Η Οδηγία για τη Δέουσα Επιμέλεια στη Βιωσιμότητα των Επιχειρήσεων (Corporate Sustainability Due Diligence Directive – CSDDD), που εγκρίθηκε τον Ιούνιο του 2024, υποχρεώνει τις μεγάλες εταιρείες να εντοπίζουν, να προλαμβάνουν και να αντιμετωπίζουν αρνητικές επιπτώσεις των δραστηριοτήτων τους στα ανθρώπινα δικαιώματα και στο περιβάλλον. Πρόκειται για μια από τις πιο φιλόδοξες νομοθετικές πρωτοβουλίες της ΕΕ, που επιχειρεί να επεκτείνει τη λογοδοσία όχι μόνο στις μητρικές εταιρείες αλλά και στις αλυσίδες εφοδιασμού τους, ακόμα και σε τρίτες χώρες.

Παράλληλα, η Οδηγία για την Αναφορά Βιωσιμότητας των Επιχειρήσεων (Corporate Sustainability Reporting Directive – CSRD) εισέρχεται σε πλήρη εφαρμογή. Περισσότερες από 50.000 εταιρείες στην Ευρώπη θα υποχρεωθούν να δημοσιοποιούν μη χρηματοοικονομικές πληροφορίες σχετικά με τις περιβαλλοντικές, κοινωνικές και διακυβερνητικές τους επιδόσεις. Η δημοσίευση αυτών των δεδομένων, σύμφωνα με τα νέα ευρωπαϊκά πρότυπα (ESRS), αναμένεται να ενισχύσει τη διαφάνεια, να περιορίσει το φαινόμενο του «greenwashing» και να επιτρέψει στους επενδυτές να λαμβάνουν πιο τεκμηριωμένες αποφάσεις.

Ωστόσο, οι εξελίξεις δεν είναι μόνο θετικές. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρότεινε το 2025 περιορισμό του πεδίου εφαρμογής της CSRD, αυξάνοντας το κατώτατο όριο υπαγωγής από 250 σε 1.000 εργαζομένους. Η κίνηση αυτή, που παρουσιάστηκε ως «μέτρο μείωσης της γραφειοκρατίας», προκάλεσε έντονες αντιδράσεις από οργανώσεις και φορείς κοινωνικής ευθύνης, καθώς ενδέχεται να εξαιρέσει χιλιάδες εταιρείες από τις υποχρεώσεις διαφάνειας. Παράλληλα, η Οδηγία για τους Πράσινους Ισχυρισμούς (Green Claims Directive), που στόχευε στον περιορισμό της παραπλανητικής περιβαλλοντικής επικοινωνίας, «πάγωσε» προσωρινά λόγω πολιτικών αντιστάσεων.

Ακόμη και η CSDDD, που αρχικά είχε παρουσιαστεί ως ιστορική νομοθεσία για τα ανθρώπινα δικαιώματα, εγκρίθηκε σε πιο «ήπια» εκδοχή από την αρχική πρόταση. Η τελική μορφή της καλύπτει λιγότερες εταιρείες και προβλέπει πιο περιορισμένο πεδίο ελέγχου στις αλυσίδες αξίας. Όπως σχολίασαν αναλυτές, πρόκειται για έναν «αναγκαίο συμβιβασμό» ανάμεσα στις κοινωνικές φιλοδοξίες της ΕΕ και τις πιέσεις για διατήρηση της ευρωπαϊκής ανταγωνιστικότητας.

Για τις Μικρομεσαίες Επιχειρήσεις (ΜΜΕ), η ΕΕ προχώρησε στη δημιουργία ενός Εθελοντικού Προτύπου Αναφοράς (VSME), πιο ευέλικτου και προσαρμοσμένου στις δυνατότητές τους. Η κίνηση αυτή δείχνει ότι η Ευρώπη προσπαθεί να εξισορροπήσει τη φιλοδοξία της βιωσιμότητας με την πραγματικότητα των μικρότερων οικονομιών.

Οι προκλήσεις της νέας εποχής

Το νέο πλαίσιο CSR ανοίγει ευκαιρίες αλλά και σημαντικά ερωτήματα. Από τη μία πλευρά, η νομοθετική εδραίωση της κοινωνικής ευθύνης ενισχύει την εμπιστοσύνη των πολιτών, την προστασία του περιβάλλοντος και τη διαφάνεια στις επιχειρηματικές πρακτικές. Από την άλλη, όμως, δημιουργεί διοικητικά και οικονομικά βάρη, ιδιαίτερα για εταιρείες χωρίς εμπειρία σε αναφορές βιωσιμότητας.

Η πρόκληση δεν είναι μόνο νομική, αλλά κυρίως πολιτισμική: η CSR χρειάζεται να γίνει κουλτούρα μέσα στην επιχείρηση, όχι απλώς ένα σύνολο υποχρεώσεων ή δείκτες που συμπληρώνονται για συμμόρφωση. Πολλές εταιρείες εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν το reporting ως τεχνική διαδικασία, χωρίς ουσιαστική ενσωμάτωση των αρχών βιωσιμότητας στη στρατηγική τους.

Ταυτόχρονα, οι παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού παραμένουν αδύναμος κρίκος. Η αποτελεσματική εφαρμογή της CSDDD θα εξαρτηθεί από το κατά πόσο οι ευρωπαϊκές εταιρείες μπορούν να επιβάλουν υπεύθυνες πρακτικές στους προμηθευτές τους εκτός ΕΕ, όπου τα ανθρώπινα δικαιώματα και οι περιβαλλοντικές προδιαγραφές δεν είναι πάντα δεδομένα.

Η ανταγωνιστικότητα αποτελεί επίσης καθοριστικό παράγοντα. Οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν πλέον σκληρό ανταγωνισμό από αγορές με χαμηλότερες ρυθμιστικές απαιτήσεις. Εάν το ευρωπαϊκό πλαίσιο θεωρηθεί υπερβολικά αυστηρό, ενδέχεται να οδηγήσει σε απώλεια επενδύσεων ή μεταφορά παραγωγικών δραστηριοτήτων εκτός ΕΕ. Από την άλλη πλευρά, η ενίσχυση της κοινωνικής ευθύνης μπορεί να εξελιχθεί σε ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, προσελκύοντας επενδυτές και καταναλωτές που επιλέγουν υπεύθυνες εταιρείες.

Στην πράξη, οι επιχειρήσεις που ενσωματώνουν την CSR στρατηγικά αποκομίζουν οφέλη: καλύτερη σχέση με εργαζόμενους και πελάτες, πρόσβαση σε βιώσιμη χρηματοδότηση, και υψηλότερη ανθεκτικότητα απέναντι σε κρίσεις. Οι μελέτες δείχνουν ότι οι εταιρείες με ισχυρή κοινωνική δέσμευση ανέκαμψαν ταχύτερα μετά την πανδημία, ενώ αποτελούν πόλο έλξης για ταλαντούχους νέους επαγγελματίες.

Τα επόμενα βήματα

Η προσεχής διετία θα είναι καθοριστική για το μέλλον της ευρωπαϊκής κοινωνικής ευθύνης. Έως το τέλος του 2025, τα κράτη-μέλη θα πρέπει να ενσωματώσουν την CSDDD στο εθνικό τους δίκαιο, ενώ η εφαρμογή της CSRD θα επεκταθεί σταδιακά και σε μικρότερες εταιρείες. Το ζητούμενο δεν είναι πλέον να θεσπιστούν νέοι κανόνες, αλλά να εφαρμοστούν αποτελεσματικά οι υφιστάμενοι, με έμφαση στην ποιότητα των αποκαλύψεων και στην πραγματική αλλαγή εταιρικής συμπεριφοράς.

Η επιτυχία της ευρωπαϊκής στρατηγικής θα κριθεί από την ικανότητα να δημιουργηθεί ένα ενιαίο, συνεκτικό και ρεαλιστικό πλαίσιο, που θα συνδυάζει την κοινωνική πρόοδο με την οικονομική βιωσιμότητα. Για τις ελληνικές επιχειρήσεις, ιδίως τις εξαγωγικές και τις συνεργαζόμενες με ευρωπαϊκούς ομίλους, η προσαρμογή στις νέες απαιτήσεις δεν αποτελεί πολυτέλεια αλλά όρο συμμετοχής στην αγορά.

Από το εθελοντικό στο υποχρεωτικό: μια σύντομη ιστορική αναδρομή

Η ευρωπαϊκή στρατηγική για την εταιρική κοινωνική ευθύνη ξεκίνησε το 2001, όταν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρουσίασε την πρώτη ανακοίνωση για την προώθηση της CSR ως εθελοντικής πρακτικής πέρα από τις νομικές υποχρεώσεις. Το 2011, με τη «Νέα Στρατηγική για την ΕΚΕ (2011-2014)», η έννοια επαναπροσδιορίστηκε ως «ευθύνη των επιχειρήσεων για τις επιπτώσεις τους στην κοινωνία».

Έκτοτε, η CSR ενσωματώθηκε σταδιακά σε ευρύτερες πρωτοβουλίες, όπως η Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία (European Green Deal) και η Ατζέντα 2030 για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη. Η μετάβαση από την εθελοντική στην υποχρεωτική διάσταση σηματοδοτεί τη φιλοδοξία της ΕΕ να διαμορφώσει ένα νέο οικονομικό μοντέλο, όπου η ανάπτυξη, η κοινωνική συνοχή και η προστασία του πλανήτη συνυπάρχουν.