Η πολυτέλεια αλλάζει πρόσωπο και αυτή τη φορά, δεν βρίσκεται απαραίτητα σε μια καινούργια βιτρίνα. Η παγκόσμια αγορά μεταπώλησης ειδών μόδας και πολυτελείας εξελίσσεται με ταχείς ρυθμούς, αναδεικνύοντας μια νέα δυναμική στον τρόπο που οι καταναλωτές αντιλαμβάνονται την αξία, τη γνησιότητα και τη βιωσιμότητα.

Η εκρηκτική άνοδος της μεταπώλησης

Σύμφωνα με νέα, πρόσφατη μελέτη της Boston Consulting Group (BCG), σε συνεργασία με την παγκόσμια πλατφόρμα μεταπώλησης πολυτελών ειδών, Vestiaire Collective, η παγκόσμια αγορά μεταπώλησης ειδών μόδας και πολυτελείας συνεχίζει να αυξάνεται ραγδαία. Αυτή τη στιγμή η αξία της εκτιμάται στα 220 δισεκατομμύρια και αναμένεται να φτάσει τα 320-360 δισεκατομμύρια δολάρια, έως το 2030.

1

Πηγές: Έρευνα BCG x Vestiaire Collective Resale

Η μελέτη που δημοσιεύθηκε την Πέμπτη, 9 Οκτωβρίου, βασίζεται σε έρευνα 7.800 χρηστών της Vestiaire Collective παγκοσμίως και εκτιμά ότι, αυτή τη στιγμή, η αγορά μεταπώλησης αντιπροσωπεύει περίπου το 8% των συνολικών πωλήσεων μόδας και πολυτελών ειδών, και αναμένεται να φτάσει το 10% μέχρι το τέλος της δεκαετίας. Συγκριτικά, η πρωτογενής αγορά ειδών πολυτελείας αναμένεται να αγγίξει τα 500-700 δισεκατομμύρια δολάρια, έως το 2030, όμως ο ρυθμός ανάπτυξής της βρίσκεται στο 4,88% ετησίως.

Από πειραματισμό σε καθιερωμένη πρακτική

Με τον διπλάσιο ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης στο 10%, σε σχέση με τις πρωτογενείς πωλήσεις, η δευτερογενής αγορά αναδιαμορφώνει τον τρόπο με τον οποίο οι καταναλωτές κάνουν τις αγορές τους. Η έρευνα επικεντρώνεται και πιο ειδικά στη Γενιά Z και στους καταναλωτές στις ΗΠΑ που έχουν πληγεί ιδιαίτερα από τον πληθωρισμό.
Ο διευθύνων σύμβουλος και εταίρος της BCG, Felix Krueger, δήλωσε ότι πλέον με αυτή την ανάπτυξη «η αγορά έχει περάσει από ένα πειραματικό σε ένα ουσιαστικό στάδιο». Πολλές μάρκες θεωρούν τη δευτερογενή αγορά ως ένα βασικό κανάλι για την προσέλκυση νέων πελατών.

Οι πρωτοπόροι του κλάδου

Πιο συγκεκριμένα, από τους σχεδιαστές μόδας, πρωτοπόρος στην εκμετάλλευση αυτής της τάσης είναι ο Ralph Lauren που πρόσφατα ξεκίνησε πωλήσεις των δικών του μεταχειρισμένων και vintage προϊόντων. Ο αμερικανικός οίκος αγοράζει τα μεταχειρισμένα είδη Ralph Lauren, όπου τα βρει, και τα μεταπωλεί ο ίδιος σε μια προσπάθεια, όχι μόνο να ελέγξει την αγορά, αλλά και να ηγηθεί της αλλαγής και να ανταποκριθεί στις ανάγκες του κοινού του.

Η μεταπώληση ως εργαλείο προσέλκυσης πελατών

Σημειωτέων επίσης είναι ότι σύμφωνα με την έρευνα της BCG και του Vestiaire, το 66% των ερωτηθέντων ανέφερε ότι η μεταπώληση τους επέτρεψε να ανακαλύψουν ή να αγοράσουν μια μάρκα για πρώτη φορά, σε σύγκριση με το 59% το 2022. Αυτό υπογραμμίζει την αυξανόμενη λειτουργία της μεταπώλησης όχι μόνο ως δευτερεύουσα αγορά, αλλά και ως στρατηγικό κανάλι απόκτησης πελατών. Με αυτόν τον τρόπο οι μάρκες επεκτείνουν την εμβέλεια τους.

Κίνητρα και γεωγραφικές διαφοροποιήσεις

Οι λόγοι προτίμησης για αγορά προϊόντων μέσω μεταπώλησης διαφέρουν, αν και η προσιτή τιμή είναι ο κύριος παράγοντας. Ωστόσο, τα κίνητρα είναι διαφορετικά. Η Ευρώπη ηγείται λόγω της αυξημένης ευαισθητοποίησης των καταναλωτών σχετικά με τη βιωσιμότητα και την κυκλικότητα της μόδας. Το 40% συμφωνεί απόλυτα ότι η βιωσιμότητα είναι ένας βασικός λόγος για την αγορά μεταχειρισμένων προϊόντων.

Πηγές: Έρευνα BCG x Vestiaire Collective
Πηγές: Έρευνα BCG x Vestiaire Collective

Σε έναν κόσμο με αυξανόμενες τιμές και μειωμένο διαθέσιμο εισόδημα, τα μεταχειρισμένα προϊόντα προσφέρουν τόσο ένα σημείο εισόδου όσο και μια δήλωση αξιών. Όπως φαίνεται από τα δεδομένα της έρευνας όμως, ο πληθωρισμός και η αβεβαιότητα διαμορφώνουν τη συμπεριφορά, αλλά οι εύποροι καταναλωτές επηρεάζονται λιγότερο.

Η Γενιά Z ως κινητήριος δύναμη

Η τάση ευθυγραμμίζεται με τη φιλοσοφία της Γενιάς Ζ για βιώσιμο τρόπο ζωής που πρωτοπορεί στην υιοθέτηση της μεταπώλησης, με τα μεταχειρισμένα είδη να αποτελούν έως και το 32% της ντουλάπας τους. Το ποσοστό αυξάνεται στο 45% για τις τσάντες παγκοσμίως, στο 66% στις ΗΠΑ και στο 39% στην Ευρώπη. Για οκτώ στους δέκα ερωτηθέντες της Γενιάς Z, η μεταπώληση είναι ένας τρόπος ανακάλυψης νέων εμπορικών σημάτων, ποσοστό πολύ υψηλότερο από τον μέσο όρο του 66%.

Πηγές: Έρευνα BCG x Vestiaire Collective
Πηγές: Έρευνα BCG x Vestiaire Collective

Οι καταναλωτές των ΗΠΑ ενδιαφέρονται περισσότερο για την τιμή και την πρόσβαση σε μάρκες. Συγκεκριμένα, η προσέγγιση είναι περισσότερο βασισμένη στην αξία και στις συναλλαγές. Σχεδόν εννέα στους δέκα ερωτηθέντες στις ΗΠΑ (87%) ανέφεραν την προσιτή τιμή ως βασικό λόγο για την αγορά μεταχειρισμένων προϊόντων.

Πλατφόρμες και νέα κανάλια διανομής

Το 55% των αγορών μεταπώλησης πραγματοποιείται μέσω διαδικτυακών πλατφορμών όπως Vestiaire Collective, The RealReal και Vinted. Η συνιδρύτρια και πρόεδρος της Vestiaire Collective, Fanny Moizant, δήλωσε ότι οι χρήστες «είτε αναζητούν μεταχειρισμένα είδη μόδας σε προσιτές τιμές είτε επιδιώκουν την εύρεση πραγματικά μοναδικών κομματιών».

Πάραυτα, πρέπει να σημειωθεί ότι ορισμένα είδη πολυτελείας, όπως οι τσάντες Hermès, μεταπωλούνται σε διπλάσιες και τριπλάσιες τιμές, καθώς η αγορά τους από την πηγή δεν είναι πάντα εφικτή καθώς η μάρκα λειτουργεί αυστηρά υπό το μοντέλο της σπανιότητας και της αποκλειστικότητας. Συνεπώς, η μεταπώληση ορισμένων ειδών, για κάποιους είναι και ο μοναδικός τρόπος απόκτησης ενός πολυπόθητου προϊόντος.

Περαιτέρω, η δευτερογενής αγορά δίνει την ευκαιρία στους λάτρεις της μόδας να αποκτήσουν πρόσβαση σε περασμένες συλλογές και σε συλλεκτικά κομμάτια, οτιδήποτε δηλαδή δεν πωλείται αυτή τη στιγμή στις μπουτίκ. Επιπροσθέτως, πολλές online πλατφόρμες μεταπώλησης συνδέονται με εφαρμογές, όπως Klarna, επιτρέποντας την πληρωμή σε δόσεις, κάτι που σπανίζει στις μπουτίκ πολυτελείας. Οι παράγοντες αυτοί προσθέτουν οικονομική ευελιξία όπως και αίσθηση διαφοροποίησης για όσους επιθυμούν ιδιαίτερα ξεχωριστά κομμάτια.

Τα δερμάτινα είδη, τα ενδύματα και τα υποδήματα κυριαρχούν στην αγορά μεταπώλησης με περίπου 80% των συναλλαγών, ενώ τα πολυτελή ρολόγια και τα κοσμήματα υψηλής ποιότητας αναπτύσσονται ραγδαία. Η μεταπώληση των ρολογιών και μόνο προβλέπεται να καταλάβει το 35-40% της παγκόσμιας αγοράς ρολογιών έως το 2030, σύμφωνα με την έκθεση, εν μέρει λόγω της αύξησης των τιμών των ρολογιών στην πρωτογενή αγορά.

Από την πλευρά των πωλητών, οι δύο κύριοι λόγοι δραστηριοποίησής τους παραμένουν το ξεκαθάρισμα της ντουλάπας (66%) και η δημιουργία επιπλέον εισοδήματος. Το 41% πουλάει για να κερδίσει χρήματα, το 44% για να χρηματοδοτήσει μελλοντικές αγορές μεταχειρισμένων προϊόντων και το 18% για να αγοράσει καινούργια προϊόντα. Οι Αμερικανοί είναι επίσης σχεδόν τέσσερις φορές πιο πιθανό να αντιμετωπίζουν τη μεταπώληση ως μερική ή πλήρη απασχόληση.

Η τεχνολογία ως εγγυητής εμπιστοσύνης

Καθώς η μεταπώληση κερδίζει δυναμική, η ανάγκη για εμπιστοσύνη, διαφάνεια, παρακολούθηση και ταυτοποίηση των συναλλαγών αυξάνεται, ιδιαίτερα στον τομέα των πολυτελών ειδών, όπου η πιστοποίηση της γνησιότητας αποτελεί πρωταρχικό μέλημα. Η έλλειψη δεδομένων, πέρα από το αρχικό σημείο πώλησης, παραμένει εμπόδιο στην ανάπτυξη. Όμως στην ΕΕ, εισάγονται σύντομα, σύμφωνα με πρόσφατες νομοθετικές ρυθμίσεις, τα ψηφιακά διαβατήρια προϊόντων (DPP). Η νέα τεχνολογική λύση θα αναδιαμορφώσει τον τρόπο με τον οποίο οι καταναλωτές και οι μάρκες αλληλεπιδρούν με τα προϊόντα στο πέρασμα του χρόνου.

Τα Ψηφιακά Διαβατήρια Προϊόντων (DPP)

Τα DPP θα είναι δομημένα δεδομένα που ακολουθούν ένα προϊόν καθόλη τη διάρκεια του κύκλου ζωής του. Υπόσχονται να απλοποιήσουν την επαλήθευση, να βελτιώσουν την αποτελεσματικότητα της μεταπώλησης και να προσφέρουν πλουσιότερο ιστορικό αναφορικά με τις λεπτομέρειες παραγωγής έως και τις αλλαγές ιδιοκτησίας του κάθε αντικειμένου. Ειδικοί του κλάδου θεωρούν ότι είναι η υποδομή που λείπει για την ασφαλή επέκταση της αγοράς μεταπώλησης. Αυτή τη λειτουργία θα μπορούσαν να είχαν και τα NFTs στον χώρο της μόδας, που γνώρισαν άνθηση έως το 2023, ως ψηφιακά προϊόντα που πωλιόντουσαν ταυτόχρονα με τα φυσικά.

Πηγές: Έρευνα BCG x Vestiaire Collective
Πηγές: Έρευνα BCG x Vestiaire Collective

Ωστόσο, προς το παρόν, η ευαισθητοποίηση σχετικά με τα DPP είναι χαμηλή καθώς πρόκειται για μια πολύ πρόσφατη νομική ρύθμιση που δεν έχει τεθεί ακόμη σε εφαρμογή. Σύμφωνα με την έρευνα, το 65% των ερωτηθέντων δεν είχε ακούσει ποτέ για τα DPP, ενώ ένα 15% αναγνώριζε τον όρο, αλλά δεν γνώριζε τη σημασία του.

Όσοι κατανοούν τα DPP πιστεύουν ότι έχουν αξία για την πιστοποίηση της γνησιότητας, καθώς και για την κατανόηση των προδιαγραφών των προϊόντων. Αυτό θεωρήθηκε ιδιαίτερα σημαντικό για την κατηγορία των τσαντών, όπου σχεδόν το 80% των ερωτηθέντων δήλωσαν ότι θα ήθελαν να έχουν πρόσβαση στα DPP και σε πρόσθετες πληροφορίες. Οι καταναλωτές εκτιμούν τα DPP, ιδίως για την αυθεντικοποίηση (70% κατά την αγορά, 67% κατά την πώληση) και τις λεπτομερείς προδιαγραφές των προϊόντων (68% κατά την αγορά, 64% κατά την πώληση).

Πηγές: Έρευνα BCG x Vestiaire Collective
Πηγές: Έρευνα BCG x Vestiaire Collective

Η νομοθεσία που επιβάλλει τα DPP για τα κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα αναμένεται να τεθεί σε ισχύ το 2027. Οι πρώτοι που θα κινηθούν θα έχουν πλεονέκτημα και θα χτίσουν την αφοσίωση στο εμπορικό σήμα, σύμφωνα με την έκθεση, καθώς και θα υποστηρίξουν τις υπηρεσίες πιστοποίησης γνησιότητας.

Από πρόκληση σε ευκαιρία για τις μάρκες

«Τα ψηφιακά διαβατήρια προϊόντων δεν είναι απλώς ένα μέσο για την τήρηση των κανονισμών. Γίνονται ένα στρατηγικό εργαλείο για την οικοδόμηση εμπιστοσύνης με τους πελάτες», δήλωσε η Catharina Martinez-Pardo, διευθύνουσα σύμβουλος και εταίρος της BCG, και συντάκτρια της έκθεσης. «Μειώνουν τις τριβές για τους αγοραστές, εξασφαλίζουν την αυθεντικότητα και δημιουργούν νέους τρόπους για τις μάρκες να αξιοποιήσουν την αξία καθόλη τη διάρκεια του κύκλου ζωής ενός προϊόντος».

Το μέλλον της κυκλικής πολυτέλειας

Η μεταπώληση ειδών μόδας και πολυτελείας δεν αποτελεί απλώς μια παροδική τάση, αλλά έναν νέο, ώριμο κλάδο που αναδιαμορφώνει τη σχέση μεταξύ καταναλωτή, προϊόντος και μάρκας. Καθώς η βιωσιμότητα, η διαφάνεια και η τεχνολογία καθίστανται κεντρικοί άξονες της αγοράς, οι επιχειρήσεις που θα προσαρμοστούν εγκαίρως θα κερδίσουν όχι μόνο μερίδιο, αλλά και εμπιστοσύνη.

Σε μια εποχή όπου η πολυτέλεια ορίζεται περισσότερο από τη διαχρονικότητα παρά από τη λάμψη, η δευτερογενής αγορά φαίνεται έτοιμη να καθιερωθεί ως το νέο σημείο αναφοράς για το μέλλον της μόδας.

Διαβάστε επίσης:

Armani: Προσέγγισε αγοραστές για την πώληση μεριδίου — 5 έως 12 δις η εκτίμηση του οίκου 

Louis Vuitton: Πώς κέρδισε αποζημίωση – μαμούθ 584 εκατ. σε υπόθεση με «μαϊμού» τσάντες 

Η ΕΕ εγκρίνει την αγορά της Versace από την Prada για 1,25 δισ.