Είκοσι χρόνια μετά την εκρηκτική είσοδό του στη Wall Street, ο εφοπλιστής Γιώργος Οικονόμου μίλησε ανοιχτά για την ίδρυση, την άνθηση αλλά και την κατάρρευση της DryShips, της ναυτιλιακής εταιρείας που όχι μόνο σημάδεψε τη δική του επαγγελματική πορεία αλλά άνοιξε και τον δρόμο για την είσοδο ενός μεγάλου αριθμού ναυτιλιακών εταιριών ξηρού φορτίου στο αμερικανικό χρηματιστήριο.

Σε συνέντευξη που παραχώρησε στο TradeWinds, κατά τη διάρκεια πρόσφατης επίσκεψής του στη Νέα Υόρκη, όπου βρέθηκε για το άλλο μεγάλο πάθος του — την τέχνη, ο ισχυρός Έλληνας εφοπλιστής θυμήθηκε τη φρενίτιδα που προκάλεσε η IPO της DryShips το 2005, τη ραγδαία άνοδο της μετοχής και την είσοδο πλήθους επενδυτών στον κλάδο, πριν από την τελική κατάρρευση που σάρωσε την αξία των μετοχών και άφησε πίσω της «καταρρακωμένους» μετόχους. Ενώ δεν δίστασε να μιλήσει και για τον σκεπτικισμό και τις κατηγορίες που δέχθηκε μετά από αυτή την περιπέτεια.

1

Επενδυτές, ιδιώτες και θεσμικοί, αναλυτές αλλά και άνθρωποι της ναυτιλίας υποστήριζαν το 2019, λίγο πριν την έξοδο της εταιρείας από το χρηματιστήριο, ότι ο εφοπλιστής «έπληξε» την φήμη ολόκληρης της βιομηχανίας με τον αμφιλεγόμενο τρόπο διακυβέρνησης της εταιρείας του.

Ο ίδιος απορρίπτει τους ισχυρισμούς ότι έπαιξε ρόλο στην απαξίωση των ναυτιλιακών IPO και στην απώλεια εμπιστοσύνης των επενδυτών. Παρά τις χαμηλές βαθμολογίες που απέσπασε η DryShips σε θέματα εταιρικής διακυβέρνησης, ο Γιώργος Οικονόμου επιμένει ότι η ευθύνη δεν βαραίνει τον ίδιο, αλλά τις υπερβολικές προσδοκίες των επενδυτών και την άγνοιά τους για τη φύση της ναυτιλίας.

Η δημιουργία της Dryships

«Το 2004 ήμουν σχεδόν σίγουρος ότι η αγορά ξηρού φορτίου επρόκειτο να εκτιναχθεί», είπε ο Οικονόμου για την περίοδο πριν από την IPO του Φεβρουαρίου 2005 στη Νέα Υόρκη.

«Είμαι άνθρωπος των μαθηματικών. Κοίταξα τους αριθμούς. Είδα την προσφορά και τη ζήτηση. Είδα την Κίνα να αναπτύσσεται με 9% ή 10%.»

Η Dryships δεν ήταν η πρώτη απόπειρα του εφοπλιστή στις αμερικανικές κεφαλαιαγορές.

Είχε ήδη αντλήσει κεφάλαια μέσω ομολόγων υψηλής απόδοσης με την έκδοση της εταιρείας Alpha Shipping το 1998, η οποία γρήγορα αθέτησε τις υποχρεώσεις της. Η επένδυση πήγε άσχημα για τους επενδυτές. Όχι όμως και για τον Οικονόμου, ο οποίος επαναγόρασε τα ομόλογα στα 30 σεντς του δολαρίου.

Ωστόσο, παρέμενε άπειρος όσο αφορά τις μετοχές, αναφέρει το TradeWinds.

Η DryShips διέθετε έξι φορτηγά πλοία ξηρού φορτίου, με μέσο όρο ηλικίας τα 18 έτη. Ο Οικονόμου τα έφερε στην αγορά και εκτιμά πως πραγματοποίησε περίπου 80 παρουσιάσεις σε επενδυτές.

Σε μία εποχή κατά την οποία δεν υπήρχαν τότε άλλες εισηγμένες εταιρείες ξηρού φορτίου στη Νέα Υόρκη.

Η δημόσια προσφορά της DryShips ουσιαστικά «εξαφανίστηκε από τα ράφια», προσελκύοντας, όπως θυμάται σήμερα ο Οικονόμου, ζήτηση 10 φορές πάνω από τις διαθέσιμες μετοχές.

Αλλά υπήρχε ένα πρόβλημα. Η DryShips στόχευε να αντλήσει $120 εκατ. Σύμφωνα με τους κανόνες του χρηματιστηρίου, μπορούσε να αυξήσει το ποσό το πολύ κατά 20%.

«Υπήρχαν τόσα πολλά χρήματα. Είπα, πρέπει να πάρω περισσότερα. Ρώτησα τον ανάδοχο: “Τι μπορούμε να κάνουμε;”»

«Μου λέει: “Μπορείς να αποσύρεις την προσφορά και να ξανακαταθέσεις αίτηση, και τότε να συγκεντρώσεις περισσότερα. Αλλά οι επενδυτές μπορεί να αποχωρήσουν. Σε παρακαλώ, μην το κάνεις”», διηγήθηκε ο εφοπλιστής.

«Εγώ είπα: “Πάμε να το κάνουμε”. Καταθέσαμε ξανά αίτηση. Συγκεντρώσαμε $240 εκατ.».

Και έτσι γεννήθηκε η DryShips. Αλλά το θετικό αποτέλεσμα δεν αφορούσε μόνο αυτήν. Η επιτυχία της προσφοράς άνοιξε τις πύλες για τους ανταγωνιστές στον τομέα του ξηρού φορτίου.

Μέχρι το τέλος του 2005, έξι νέες ναυτιλιακές εταιρείες ξηρού φορτίου είχαν εισαχθεί στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης: ονόματα όπως Diana Shipping, Eagle Bulk Shipping και Genco Shipping & Trading, αναφέρει το TradeWinds.

Συνολικά, 12 νέες εταιρείες μπήκαν στην αγορά της Νέας Υόρκης μέσα στο 2005, συγκεντρώνοντας συνολικά $2,6 δισ., στην μεγαλύτερη χρονιά της ναυτιλίας στην ιστορία των κεφαλαιαγορών.

 Ο Τζον Ντ. Ροκφέλερ, το Barneys και ο ταξιτζής

Εκείνη την εποχή, ένας δημοσιογράφος του TradeWinds μπήκε σε ένα ταξί, κατευθυνόμενος στο ετήσιο συνέδριο του Μoney Marine, και είπε στον οδηγό ότι η εκδήλωση αφορούσε τη ναυτιλία. Ο ταξιτζής ρώτησε αμέσως για την DryShips, λέγοντας πως μόλις είχε αγοράσει μετοχές.

Ο Οικονόμου γέλασε ακούγοντας την ιστορία, γνωρίζοντας πολύ καλά τον λόγο.

Ο διάσημος βιομήχανος Τζον Ντ. Ροκφέλερ κάποτε είπε πως είναι καιρός να πουλήσεις μια μετοχή όταν ο λούστρος σου τη διαφημίζει. Καθώς οι λούστροι εξαφανίστηκαν από το προσκήνιο, η ρήση θα μπορούσε να επεκταθεί και στους οδηγούς ταξί.

«Ο γιος μου ψώνιζε τότε στο Barneys και είπε στην πωλήτρια ότι είναι από την Ελλάδα. Κι εκείνη του είπε: “Α, πρέπει να αγοράσεις DryShips”», θυμάται ο Οικονόμου.

Η ρήση του Ροκφέλερ αποδείχθηκε σωστή — αλλά μόνο εν μέρει.

Η αγορά ξηρού φορτίου άρχισε να υποχωρεί και οι δημόσιες εγγραφές έγιναν πιο δύσκολες.

Οι επενδυτές που είχαν τοποθετήσει χρήματα στην IPO της DryShips στα $18 ανά μετοχή τον Φεβρουάριο του 2005, είδαν την τιμή να υποχωρεί στα $12,62 τον Δεκέμβριο.

Αλλά ο Οικονόμου είχε προλάβει να χρησιμοποιήσει τα έσοδα της IPO για να ξεκινήσει την οικοδόμηση ενός στόλου που έφτασε τα 65 φορτηγά πλοία μέχρι το 2007.

Και η ανοδική πορεία δεν είχε τελειώσει ακόμα. Παρά τη μεταβλητότητα, το ξηρό φορτίο βρισκόταν σε έναν «υπερ-κύκλο» που επεκτάθηκε μέχρι το 2008, όταν ο Baltic Dry Index έφτασε στο ιστορικό υψηλό των 11.793 στις 20 Μαΐου.

Απόδοση 268% σε τρία χρόνια

«Μια μέρα, είχαν αλλάξει χέρια μετοχές αξίας άνω του 1 δισ. δολαρίων — ήταν περισσότερο απ’ ό,τι η Google εκείνη την ημέρα», θυμάται ο Οικονόμου.

Και αν είχες αγοράσει τη μετοχή της DryShips στην IPO, η απόδοσή σου τρία χρόνια μετά θα ήταν 268%. Έφτασε στο ιστορικό υψηλό των $131,34 τον Σεπτέμβριο του 2007.

Αλλά το πάρτι δεν κρατάει για πάντα.

Ο Οικονόμου υποστήριξε ότι διέβλεψε την πτώση της αγοράς ήδη από τον Ιούνιο του 2007. Μέχρι τον Οκτώβριο εκείνου του έτους, το orderbook είχε φτάσει το 70% του υπάρχοντος στόλου.

Ο εφοπλιστής έδωσε εντολή στο προσωπικό να αρχίσει να πουλά πλοία.

«Αλλά όταν οι τιμές είναι ψηλά, δεν είναι εύκολο να πουλήσεις. Καταφέραμε να πουλήσουμε 15. Τα υπόλοιπα τα βάλαμε σε χρονοναυλώσεις. Μέχρι τον Ιούλιο του 2008, είχαμε βάλει 50 πλοία σε ναυλώσεις διάρκειας 4, 5 και 10 ετών», είπε ο Οικονόμου.

Αυτές οι κινήσεις βοήθησαν, αλλά η DryShips είχε ήδη φτάσει στο απόγειό της — τόσο ως εισηγμένη εταιρεία, όσο και ως ιδιοκτήτρια bulkers.

«Σκέφτηκα, είχαμε μια καλή πορεία με τo ξηρό φορτίο. Πρέπει να κάνουμε κάτι άλλο. Ας μπω σε κάτι πιο σταθερό. Αρχίσαμε να κοιτάμε τον κλάδο των offshore (υπεράκτιες μεταφορές).»

Αυτό που συνέβη την επόμενη δεκαετία αποτελεί το δεύτερο μέρος της ιστορίας της DryShips, που οδήγησε κάποιους να υποστηρίξουν ότι ο εφοπλιστής αποτέλεσε κακό παράδειγμα στις κεφαλαιαγορές.

Ο Οικονόμου δεν υπήρξε ποτέ υπόδειγμα εταιρικής διακυβέρνησης, ούτε καν στα πρώτα χρόνια.

Το αρχικό ενημερωτικό δελτίο της DryShips περιέγραφε αυτό που ένας αρθρογράφος του TradeWinds είχε χαρακτηρίσει ως ένα «ιλιγγιώδες φάσμα συγκρούσεων συμφερόντων» με τις ιδιωτικές ναυτιλιακές δραστηριότητες του Οικονόμου.

Ο Οικονόμου παραδέχτηκε στη συνέντευξή του ότι η στροφή προς τον κλάδο του offshore, μέσω της εισαγωγής στο Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης της θυγατρικής OceanFreight, σήμαινε ότι χρήματα έρρεαν εκτός DryShips — έως και $2 δισ.

Η αρχική επιτυχία στον τομέα του offshore μετατράπηκε σε πίεση, λόγω της πτώσης των παγκόσμιων τιμών πετρελαίου, και η DryShips επηρεάστηκε επίσης αρνητικά. Αυτό ήταν το πρώτο στάδιο της πτωτικής πορείας που ακολούθησε.

Ο ρόλος της Kalani Investments

Μέχρι το 2016, ο Οικονόμου, μέσω του επί χρόνια επενδυτικού τραπεζίτη Aντώνη Αργυρόπουλου και του οικονομικού διευθυντή Αντώνη Κανδυλίδη, είχε έρθει σε επαφή με το καναδικό hedge fund Murchinson και το επενδυτικό του όχημα Kalani Investments.

Η Kalani προχώρησε σε ένα σχέδιο πώλησης μετοχών που τελικά έφερε στα ταμεία της DryShips περίπου $700 εκατομμύρια, ενώ, σύμφωνα με νομικά έγγραφα, η τιμή της μετοχής κατέρρευσε.

Το πρόγραμμα αυτό κόστισε στους μετόχους της DryShips πάνω από το 99,99% της αξίας της μετοχής, σύμφωνα με δημοσίευμα της Wall Street Journal.

Η Murchinson και ο επικεφαλής επενδύσεων Marc Bistricer πλήρωσαν τελικά πρόστιμο 8,15 εκατομμυρίων δολαρίων στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς των ΗΠΑ (SEC) για φερόμενες παραβάσεις συναλλαγών, σύμφωνα με τη Wall Street Journal.

Ο Οικονόμου, ο οποίος σήμερα επενδύει σε εισηγμένες ναυτιλιακές εταιρείες και εμφανίζεται ως επικριτής των πρακτικών εταιρικής διακυβέρνησης που δεν θεωρεί σωστές, δεν κατηγορήθηκε για την υπόθεση.

«Χρειαζόμασταν να αντλήσουμε κεφάλαια», είπε. «Δεν θα ήταν δυνατό με τις μεγάλες τράπεζες. Δεν αντλούσαμε μεγάλα ποσά. Πάντα κάναμε τα πράγματα σύμφωνα με το γράμμα του νόμου. Εκείνη την περίοδο, η μετοχή είχε περάσει στα χέρια μικροεπενδυτών.»

Από πλευράς διακυβέρνησης, ωστόσο, η DryShips κατέληξε στον πάτο της λίστας του αναλυτή Michael Webber, με τις βαθμολογίες της εταιρικής διακυβέρνησης, από το 2016 έως το 2019.

Η DryShips, που κάποτε ήταν το «αστέρι» των επενδυτών στη ναυτιλία, είχε χάσει τη λάμψη της, αναφέρει το Tradewinds.

Ο Οικονόμου έκανε πλέον κινήσεις για την ιδιωτικοποίηση της εταιρείας — κάτι που πέτυχε το 2019, εξαγοράζοντας την εταιρεία στο 80% της καθαρής της αξίας και με premium σε σχέση με την τιμή διαπραγμάτευσης.

Το timing ήταν άριστο. Όπως επεσήμανε ο διαδικτυακός σχολιαστής James Lightbourn αυτόν τον μήνα, ο Baltic Dry Index (BDI) αυξήθηκε κατά 217% από το 2019 έως το 2021.

Οι κατηγορίες

Η «καυτή» αγορά των IPO στην οποία είχε εισέλθει ο Οικονόμου το 2005 έχει πεθάνει από το 2015. Αν και οι λόγοι που οδήγησαν στην περίοδο «ξηρασίας» των δημόσιων εγγραφών των ναυτιλιακών εταιρειών είναι σύνθετοι, πολλοί θεωρούν σε κάποιο βαθμό υπεύθυνο για την εξέλιξη αυτή τον Γιώργο Οικονόμου και την εταιρική διακυβέρνηση που άσκησε.

Είναι μια κριτική που ο εφοπλιστής απορρίπτει πλήρως.

«Αυτά είναι δικαιολογίες. Ο κόσμος θέλει να βρίσκει δικαιολογίες», είπε ο Οικονόμου.

«Οι Αμερικανοί επενδυτές χρειάστηκαν 10 χρόνια για να καταλάβουν ότι η ναυτιλία δεν προσφέρει υπεραποδόσεις εύκολα. Η μέση απόδοση σε βάθος χρόνου είναι 7%. Οι Αμερικανοί επενδυτές δεν το θέλουν αυτό — θέλουν γρήγορες εξόδους.»

«Οι επικριτές μπορούν να λένε ό,τι θέλουν, αλλά κάνουν λάθος. Δεν μπορώ εγώ να καταστρέψω μια αγορά. Είναι δικαιολογίες. Αυτά τα λένε άνθρωποι που δεν ξέρουν πώς λειτουργούν τα πράγματα.»

Σήμερα, ο εφοπλιστής επενδύει σε μετοχές, ελληνικών κυρίως, εισηγμένων ναυτιλιακών, κατηγορώντας σε πολλές περιπτώσεις τις διοικήσεις τους, -ειρωνικό- για παραβιάσεις των κανόνων εταιρικής διακυβέρνησης.

Έχει αποχωρήσει από κάποιες επενδύσεις, ενώ σε άλλες επιδιώκει να βρει λύσεις μέσω των δικαστηρίων: «Άλλες φορές κερδίζεις, άλλες χάνεις», είπε.

Ερωτηθείς για το πόσο καιρό ακόμη θα παραμείνει ενεργός στη ναυτιλία, απάντησε γελώντας: «Μέχρι να αρρωστήσω σοβαρά ή να πεθάνω».

Διαβάστε επίσης: 

Γιώργος Οικονόμου: Πούλησε το πλοίο Condor LNG με 29 εκατ. δολάρια

Allianz: Μειώνονται τα ατυχήματα στα πλοία – Ανησυχία για τις πολεμικές συγκρούσεις και για τον σκιώδη στόλο

Γερμανικό ενδιαφέρον για το λιμάνι του Βόλου