• Business

    Αlpha Bank: Για το χρέος παίζει ρόλο και η ανάπτυξη

    alpha bank

    Alpha Bank


    Η συζήτηση για τη βιωσιμότητα του ελληνικού δημοσίου χρέους συχνά περιορίζεται στην προσπάθεια ελάφρυνσης της παρούσας αξίας των υποχρεώσεων του ελληνικού κράτους μέσω παρεμβάσεων στα επιτόκια και την περίοδο αποπληρωμής, ενώ υποεκτιμάται η σημασία της ενίσχυσης της δυνατότητας εξυπηρετήσεώς του μέσω της μακροχρόνιας οικονομικής μεγέθυνσης, δηλαδή μέσω της αυξήσεως του παρανομαστή του λόγου χρέους προς ΑΕΠ, επισημαίνει η Alpha Bank στο εβδομαδιαίο δελτίο οικονομικών εξελίξεων.

    Οι οικονομολόγοι της τράπεζας μελετούν τη δυναμική των θεμελιωδών παραγόντων που προσδιορίζουν την οικονομική μεγέθυνση μακροπρόθεσμα χωρίς, ωστόσο, να παραγνωρίζεται η θετική επίδραση που θα είχαν τα μέτρα της ελάφρυνσης του χρέους στον περιορισμό των επενδυτικών αβεβαιοτήτων και κατά συνέπεια στην αναπτυξιακή διαδικασία στο μεσοπρόθεσμο ορίζοντα.

    Α. Οι κύριοι παράγοντες που προσδιορίζουν την μεγέθυνση της οικονομίας μακροχρονίως είναι, πρώτον, η εξέλιξη του μεγέθους του εργατικού δυναμικού της χώρας, δεύτερον, η συσσώρευση κεφαλαίου και τρίτον, η πορεία της παραγωγικότητας των δύο αυτών βασικών συντελεστών παραγωγής.

    Σύμφωνα με τις δημογραφικές προβλέψεις (EC Ageing Report, 2015), η ποσοστιαία συμμετοχή του ενεργού πληθυσμού (ηλικιακή ομάδα 15-64) στο σύνολο του πληθυσμού της Ελλάδος αναμένεται να μειωθεί κατά περίπου 10 εκατοστιαίες μονάδες έως το 2060 (από 64,4% το 2015 σε 54,2% το 2060), κυρίως ως αποτέλεσμα της γήρανσης του πληθυσμού.

    Παράλληλα, το ποσοστό ανεργίας δεν αναμένεται να έχει τα επόμενα χρόνια μία θεαματική κάμψη καθώς εκτιμάται ότι θα προσεγγίσει το επίπεδο του 10% το 2035. Σύμφωνα με εκτιμήσεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, η συμβολή του παραγωγικού συντελεστή της εργασίας (το γινόμενο της αύξησης της απασχόλησης επί το μερίδιο της αμοιβής εργασίας στο συνολικό εισόδημα) στη μακροχρόνια μεγέθυνση της οικονομίας αναμένεται να διαμορφωθεί περί το -0,3%.

    Παράλληλα, στην περίοδο της οικονομικής ύφεσης σημαντικό μέρος του πλέον καταρτισμένου ανθρωπίνου κεφαλαίου της χώρας έχει αναζητήσει εργασία στο εξωτερικό (brain drain). Όπως παρατηρείται στο Γράφημα 1, ο λόγος του ποσοστού ανεργίας των αποφοίτων πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης προς το ποσοστό ανεργίας των αποφοίτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης αυξήθηκε σημαντικά από το 2008 και μετά, γεγονός που αντανακλά, μεταξύ άλλων, την εκροή των επιστημόνων σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Υποδηλώνει, επίσης και τις δυσχέρειες που ενδεχομένως θα αντιμετωπίσουν οι ελληνικές επιχειρήσεις στη νέα αναπτυξιακή φάση της ελληνικής οικονομίας για την εύρεση ανθρώπινων πόρων υψηλής ειδίκευσης.

    Από την άλλη πλευρά, η επιστροφή, έστω και μέρους, αυτού του ανθρώπινου κεφαλαίου αναμένεται να δώσει τεράστια ώθηση στην παραγωγικότητα, η οποία μειώνονταν στην περίοδο 2007-2013, ενώ την τελευταία διετία εμφανίζει στασιμότητα.

    Η αύξηση της παραγωγικότητας, ωστόσο, μακροπρόθεσμα θα προσδιοριστεί από την επίδραση των διαρθρωτικών αλλαγών στις αγορές εργασίας και προϊόντων που έχουν ήδη ολοκληρωθεί σε μεγάλο βαθμό. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, η Ελλάδα αναμένεται να επιτύχει υψηλότερο ρυθμό αυξήσεως της συνολικής παραγωγικότητας των συντελεστών κεφαλαίου και εργασίας (total factor productivity) σε σχέση με το μέσο όρο της Ζώνης του Ευρώ.

    Τέλος, η συσσώρευση του κεφαλαίου αναμένεται να επιταχυνθεί. Όπως παρατηρείται στο Γράφημα 2, το μερίδιο των επενδύσεων στο ΑΕΠ μειώθηκε σημαντικά την τελευταία δεκαετία φθάνοντας το επίπεδο του 11,4% το 2016. Μεσοπρόθεσμα αναμένεται ισχυρή άνοδός του ως ανάγκη αντικατάστασης του υφιστάμενου μηχανολογικού εξοπλισμού και των αποθεμάτων. Η επιστροφή στα επίπεδα πριν από την κρίση απαιτεί την προσέλκυση κεφαλαίων από το εξωτερικό, την επάνοδο της μέσης ροπής προς αποταμίευση στο μακροχρόνιο μέσο όρο και την επιστροφή σημαντικού μέρους των αποταμιευτικών πόρων που διοχετεύθηκαν τα τελευταία χρόνια στο εξωτερικό.

    Συμπερασματικά, ο μακροχρόνιος ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης αναμένεται να προσδιορισθεί από (α) την περιορισμένη, ενδεχομένως και αρνητική συμβολή, του οικονομικά ενεργού πληθυσμού, εξαιτίας της δημογραφικής γήρανσης του πληθυσμού και τη βραδεία αποκλιμάκωση του ποσοστού ανεργίας (β) την άνοδο της παραγωγικότητας που δύναται να στηριχθεί στο υψηλής ποιότητας και εκπαίδευσης ανθρώπινο δυναμικό της χώρας και την εμβάθυνση των διαρθρωτικών αλλαγών και (γ) την ισχυρή θετική επίπτωση της συσσώρευσης κεφαλαίου, η οποία θα υποστηριχθεί από την ανάγκη ανανέωσης του εξοπλισμού, την προσέλκυση κεφαλαίων από το εξωτερικό, τη βελτίωση των συνθηκών ρευστότητας μέσω της σταδιακής επιστροφής των καταθέσεων και από την τόνωση της μέσης ροπής προς αποταμίευση.

    Β. Η ελληνική βιομηχανία, και ειδικότερα η μεταποίηση επέδειξε αντοχές κατά το 2016 και τους πρώτους μήνες του 2017 και συνέβαλε θετικά στην οικονομία. Συνολικά, το πρώτο τετράμηνο του 2017, ο γενικός δείκτης της βιομηχανικής παραγωγής αυξήθηκε κατά 7,2%, έναντι οριακής αύξησης κατά 0,2% την ίδια περίοδο του 2016. Στην παραπάνω αύξηση συνέβαλε σημαντικά η μεταποίηση που ενισχύθηκε κατά 4,4%, σε ετήσια βάση, και η παραγωγή ηλεκτρισμού κατά 18,4%.

    Η θετική αυτή επίδοση της βιομηχανίας συνδέεται με το γεγονός ότι οι μεγάλες βιομηχανικές επιχειρήσεις, παρά την επιβολή των κεφαλαιακών ελέγχων και τις φορολογικές επιβαρύνσεις επέτυχαν να αντιμετωπίσουν τις δυσχέρειες και να συνεχίσουν δραστηριότητά τους, στην εγχώρια και κυρίως στη διεθνή αγορά.

    Η ανθεκτικότητα της ελληνικής βιομηχανίας παρά τις αντίξοες συνθήκες έχει ενισχύσει το μερίδιο του τομέα στην ελληνική οικονομία τόσο σε όρους προστιθέμενης αξίας όσο και σε όρους απασχόλησης, ενώ παράλληλα ο τομέας δαπανά και τα συγκριτικώς περισσότερα κεφάλαια για καινοτόμες επενδύσεις.

    Ειδικότερα:

    Όπως προκύπτει από το Γράφημα 3, η συμβολή της βιομηχανίας στην προστιθέμενη αξία της ελληνικής οικονομίας βαίνει αύξουσα το 2016 και το πρώτο τρίμηνο του 2017, έναντι μηδενικής συμβολής το 2015. Ειδικότερα, στο πρώτο τρίμηνο του 2017, η βιομηχανία συνέβαλε κατά 0,9 εκατοστιαίες μονάδες στην ακαθάριστη προστιθέμενη αξία. Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη του ΙΟΒΕ1, η αύξηση της προστιθέμενης αξίας του κλάδου της μεταποίησης κατά €1, προσαυξάνει τη συνολική προστιθέμενη αξία της οικονομίας κατά περίπου €2 επιπλέον, μέσω (α) των αμοιβών εξαρτώμενης εργασίας στον κλάδο και (β) της προκαλούμενης τόνωσης της οικονομικής δραστηριότητας άλλων κλάδων.

    Η ανθεκτικότητα του τομέα της βιομηχανίας αποτυπώνεται επίσης στην ενίσχυση της απασχόλησης το 2016, κατά 4,7%, όταν η συνολική απασχόληση αυξήθηκε κατά μόλις 2,0%. (Σημειώνεται ότι ο τομέας της βιομηχανίας απασχολούσε το 11,2% του συνόλου των απασχολουμένων το 2016, ήτοι 413 χιλ. εργαζόμενους).

    Η προσπάθεια ενίσχυσης του εξαγωγικού χαρακτήρα της ελληνικής βιομηχανίας απαιτεί την αύξηση των δαπανών για Έρευνα & Ανάπτυξη (Ε&Α), προκειμένου η παραγωγική διαδικασία να ενσωματώσει υψηλά ποιοτικά χαρακτηριστικά. Σε σύγκριση με τους λοιπούς τομείς της ελληνικής οικονομίας, η βιομηχανία δαπανά τα περισσότερα κεφάλαια για Έρευνα και Ανάπτυξη και καταλαμβάνει την πρώτη θέση όσον αφορά στο ύψος των δαπανών αυτών ανά απασχολούμενο. Η δαπάνη για έρευνα και ανάπτυξη ανά απασχολούμενο στην βιομηχανία διαμορφώθηκε σε €1.357 το 2015, παρουσιάζοντας αύξηση κατά 82% σε σχέση με το 2008, ενώ στο σύνολο της οικονομίας σε €466 (αύξηση 34%).

    Τέλος, λόγω της σπουδαιότητας της ελληνικής βιομηχανίας στην ανασύσταση της ελληνικής οικονομίας αλλά και της κρισιμότητας του ρόλου της για την μεταστροφή του παραγωγικού προτύπου της οικονομίας κρίνεται σκόπιμη η αντιμετώπιση σειράς ζητημάτων που εξουδετερώνουν μερικώς τα οφέλη από την βελτίωση της ανταγωνιστικότητας που συντελέστηκε στην περίοδο των πρώτων προγραμμάτων προσαρμογής μέσω της μείωσης του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος (πολιτική εσωτερικής υποτίμησης).

    Τα κυριότερα ζητήματα είναι:

    α) Η υψηλή φορολογία επί των κερδών των επιχειρήσεων σε σύγκριση με άλλες χώρες (Ελλάδα 29%, Κύπρος και Ιρλανδία 12,5%, Βουλγαρία 10%) αλλά και η έλλειψη ισχυρών φορολογικών κινήτρων για επενδύσεις στην μεταποίηση ή για έρευνα και ανάπτυξη σε μεταποιητικές επιχειρήσεις εξαγωγικού χαρακτήρα, πλήττουν την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής βιομηχανίας. Κρίνεται αναγκαία η ύπαρξη ενός σταθερού φορολογικού πλαισίου που να παρέχει στοχευμένες φορολογικές απαλλαγές σε βιομηχανίες με εξαγωγικό χαρακτήρα ή εκείνες που πραγματοποιούν δαπάνες για σχηματισμό παγίου κεφαλαίου ή που συμβάλλουν σημαντικά στην αύξηση της απασχόλησης.

    β) Το ύψος των ασφαλιστικών εισφορών των εργοδοτών, το οποίο είναι στην Ελλάδα συγκριτικά υψηλότερο επιβαρύνει σημαντικά την ανταγωνιστικότητα σε όρους τελικών τιμών (2016, Ελλάδα: 19,9% του συνολικού κόστους εργασίας, μέσος όρος ΟΟΣΑ: 14,4%) .

    γ) Το θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας δυσχεραίνει την απρόσκοπτη ανάπτυξη της μεταποιητικής δραστηριότητας λόγω των χρονοβόρων διαδικασιών είτε για την εξασφάλιση αδειών λειτουργίας είτε για την εκδίκαση υποθέσεων ενώπιον της δικαιοσύνης. Η γραφειοκρατία στις συναλλαγές με το Δημόσιο και οι πολύπλοκες διαδικασίες επίσης θα μπορούσαν να περιορισθούν με την ενίσχυση των διαδικασιών τύπου fast-track. Τέλος, το ασαφές και ατελές χωροταξικό σχέδιο επιβαρύνει την αδειοδοτική διαδικασία καθώς δεν αποσαφηνίζονται σε πολλές περιπτώσεις οι χρήσεις γης με αποτέλεσμα η δημιουργία (ή η ταχεία) μετεγκατάσταση των μεταποιητικών μονάδων να παρακωλύεται σημαντικά.



    ΣΧΟΛΙΑ