• Business

    Folli Follie: Αποκλειστικά όλο το κείμενο της άσκησης αναίρεσης του Βουλεύματος για τα περιουσιακά στοιχεία

    • NewsRoom
    Γιώργος Σάμιος, Folli Follie

    Γιώργος Σάμιος, Folli Follie


    Ολόκληρο το κείμενο της άσκησης αναίρεσης του βουλεύματος για την αποδέσμευση των περιουσιακών στοιχείων της Folli Follie παρουσιάζει το mononews.

    Ο αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αχιλλέας Ζήσης έκανε δεκτή την αίτηση των συνηγόρων των επενδυτών που ζημιώθηκαν από τις δράσεις της εταιρείας της οικογένειας Κουτσολιούτσου και άσκησε την αναίρεση του βουλεύματος.

    Το προσεχές διάστημα το αρμόδιο τμήμα του Αρείου Πάγου θα αποφανθεί επί του αιτήματος για την αναίρεση ή όχι του βουλεύματος που αφορά τη δέσμευση των περιουσιακών στοιχείων της εταιρείας.

    Το κείμενο της αναίρεσης αναφέρει ότι η αναίρεση ασκείται νομοτύπως και εμπροθέσμως για τους λόγους:

    1. Της υπέρβασης εξουσίας και
    2. Εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης.- κατ άρθρο 484 παρ.1 περ. β και στ’, ΚΠΔ.

    Οπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στο τέλος του κειμένου:

    Με αυτά τα δεδομένα το προσβαλλόμενο υπ’ αριθμ.: 804/2023 Βούλευμα του Β’. Τμήματος Διακοπών του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο ανακαλεί, υπέπεσε στη διττή νομική πλημμέλεια , και ως εκ τούτου, συντρέχοντας των σχετικών από το άρθρο 484 παρ.1 περ. β και στ’, ΚΠΔ. λόγων αναιρέσεως της : ΐ. της υπέρβασης εξουσίας και ϋ., εσφαλμένης ερμηνείας-εφαρμογής των ουσιαστικών Ποινικών Διατάξεων, και επομένως η υπό κρίση αναίρεσή μας, πρέπει να γίνει τυπικά και ουσιαστικά δεκτή, να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστικό Συμβούλιο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που εξέδωσαν το προσβαλλόμενο βούλευμα.^ άρθρο 485, και 519 ΚΠΔ).

    Αναλυτικά όλη η αίτηση

    Στην Αθήνα σήμερα την 11 Οκτωβρίου του έτους 2023, ημέρα Τετάρτη και ώρα 12.00 στο Κατάστημα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΖΗΣΗΣ, κάλεσε τη Γραμματέα του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου και δήλωσε ότι σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 464 εδ.α, 474,480, 483 τταρ.3 και 484 του ΚΠΔ ασκεί, εμπροθέσμως, αναίρεση κατά της υπ’ αριθμ. : 804/2023 Βουλεύματος του Β’ Τμήματος Διακοπών του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών που εκδόθηκε στις 12-09-2023, με το οποίο ανακαλεί τις Διατάξεις δέσμευσης των περιουσιακών στοιχείων της αιτούσας εταιρίας, που εκδόθηκαν και συγκεκριμένα:

    Α) Την υπ’ αριθ. 735/2019 Διάταξη της Ανακρίτριας του 35ου Ανακριτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών, καθ’ ο μέρος αφορά σε περιουσιακά στοιχεία της αιτούσας εταιρίας και μόνο, δηλαδή καθ’ ο μέρος με αυτήν τη διάταξη απαγορεύεται η εκποίηση ή με οποιονδήποτε άλλον τρόπο μεταβίβαση της ακίνητης περιουσίας που ανήκει στην αιτούσα ανώνυμη εταιρία, και ειδικότερα:

    1. Της πλήρους κυριότητας ποσοστού 100% ενός γεωτεμαχίου, εμβαδού 497 m2, που βρίσκεται επί της οδού Παύλου Νιρβάνα 2, στον Δήμο Νέου

    Ψυχικού, και είναι εγγεγραμμένο με ΚΑΕΚ 05 107 02 02 002/0/0 στο Κτηματολογικό Γραφείο Παπάγου.

    1. Της πλήρους κυριότητας ποσοστού 100% α) των υπ’ αριθ. 25 και 26 αγροτεμαχίων, εκτάσεως 316 m2 και 334 m2 αντίστοιχα, που βρίσκονται στη θέση «ΣΚΑΡΠΕΖΑ» ή «ΣΚΑΡΠΙΖΑ» της κτηματικής περιφέρειας του Δήμου Κρωπίας Αττικής, εκτός του εγκεκριμένου σχεδίου της πόλης αυτής, στο υπ’ αριθ. 4 Ο.Τ., και β) ενός αγροτεμαχίου, εκτάσεως 13.883,33 m2, που βρίσκεται στη θέση «ΣΚΑΛΑ» εκτός της κτηματικής περιφέρειας του Δήμου Κρωπίας Αττικής και επί Επαρχιακής Οδού Κορωπίου – Βάρης, περιγράφονται στο υπ’ αριθ. 3.098/21.12.2010 συμβόλαιο και είναι μεταγεγραμμένο στο Υποθηκοφυλακείο Κρωπίας (με ΚΑΕΚ γεωτεμαχίων 050752055018, 050752055017, 050754308050 αντίστοιχα, σύμφωνα με τα πιστοποιητικά κτηματογραφούμενων ακινήτων του Γραφείου Κτηματογράφησης Κορωπίου).
    2. Της πλήρους κυριότητας ποσοστού 100% ενός οικοπέδου, εκτάσεως 41,14 m2, με το εντός αυτού ισόγειο κατάστημα συνολικής επιφάνειας 41,14 m2, που βρίσκεται εντός οικισμού της πόλεως των Φηρών, της Δημοτικής Κοινότητας Θήρας, της Δημοτικής Ενότητας Θήρας, του Περιφερειακού Διαμερίσματος Θήρας, της Περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου, περιγράφεται στα υπ’ αριθ. 72.079/2.3.2001, 29095/2011 και 2249/12.4.2013 συμβόλαια και είναι μεταγεγραμμένο στο Υποθηκοφυλακείο Θήρας.
    3. Της πλήρους κυριότητας ποσοστού 100% της υπ’ αριθ. Β – 1 οριζόντιας ιδιοκτησίας 2ου ορόφου του κτιρίου 1 με εμβαδόν τίτλου 1.110,790 m2 και με ποσοστό συγκυριότητας επί του γεωτεμαχίου 150/100, που βρίσκεται επί της Λ. Βουλιαγμένης (παράδρομος) 96 στον Δήμο Γλυφάδας και είναι εγγεγραμμένη με ΚΑΕΚ 05 041 21 45 008/0/10 στο Κτηματολογικό Γραφείο Γλυφάδας.
    4. Της πλήρους κυριότητας ποσοστού 100% ενός γεωτεμαχίου εμβαδού 16.175 m2, και με εμβαδό τίτλου 16.052 m2, με κτίσμα 2 ορόφων εμβαδού 3.819,03 m2, για το οποίο δεν έχει συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία ή κάθετη ιδιοκτησία, που βρίσκεται στο 22° χλμ. ΕΟ Αθηνών – Λαμίας, θέση «ΚΑΨΆΛΑ», Δήμος Αγίου Στεφάνου (ανώνυμη οδός, θέση «Βάλτος», ΤΚ 14564, Δήμος Αγίου Στεφάνου) και είναι εγγεγραμμένο με ΚΑΕΚ 05 006 02 01 018/0/0 στο Κτηματολογικό Γραφείο Μαραθώνα.
    5. Της πλήρους κυριότητας ποσοστού 100% ενός γεωτεμαχίου εμβαδού 12.268 m2 και κατά τον τίτλο κτήσης 12.048 m2 με ήκτίσμα 2 ορόφων εμβαδού 4.749,90 m2 και ιι) κτίσμα 2 ορόφων εμβαδού 5.003,07 m2, για τα οποία δεν έχει συσταθεί οριζόντια ή κάθετη ιδιοκτησία, που βρίσκεται στο 23° χλμ. ΕΟ Αθηνών – Λαμίας, θέση «Άγιος Στέφανος», ΤΚ 14565, Δήμος Αγίου Στεφάνου, και είναι εγγεγραμμένο με ΚΑΕΚ 05 006 02 01 165/0/0 στο Κτηματολογικό Γραφείο Μαραθώνα.

    Β) Την υπ’ αριθ. 780/2019 Διάταξη της Ανακρίτριας του 35ου Ανακριτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία απαγορεύεται η εκποίηση ή με οποιονδήποτε άλλον τρόπο μεταβίβαση της ακίνητης περιουσίας που ανήκει στην αιτούσα ανώνυμη εταιρία, και ειδικότερα:

    Της πλήρους κυριότητας, κατά ποσοστό 100%, ενός ακινήτου, εμβαδού 687 τ.μ., κειμένου στη θέση «ΣΚΑΛΑ» του Δήμου Κρωπίας, το οποίο έχει καταχωρισθεί με ΚΑΕΚ 0507543081139/0/0 στα κτηματολογικό βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Κορωπίου.

    Γ) Την υπ’ αριθ. 939/2020 Διάταξη της Ανακρίτριας του 35ου Ανακριτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία διατάχθηκε η δέσμευση του ποσού των δύο εκατομμυρίων (2.000.000) ευρώ, με ημερομηνία εμβάσματος 05.05.2020, εντολίδα Τράπεζα την «Procrediti Bank (Bulgaria)» AD (BIC: PRCBBGSF), εντολέα την εταιρία “«F EF GRUP BALGARIYA EOOD», με IBAN …, αιτιολογία «DIVIDEND DISTRIBUTION», προς πίστωση στο με αριθμό IBAN … λογαριασμό της ως άνω εταιρίας εταιρία «Folli Follie Ανώνυμη Εμπορική και Τεχνική Εταιρεία» στην «Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος».

    Δ) Την υπ’ αριθ. 06.12.2018 διάταξη δέσμευσης (Ευρωπαϊκή Εντολή Έρευνας) του Εισαγγελέως Οικονομικού Εγκλήματος, με την οποία δεσμεύτηκε ο υπ’ αριθ. 52202828 τραπεζικός λογαριασμός της απούσας εταιρίας, τηρούμενος στην Τράπεζα «J. Safra Sarasin Ltd» (Υποκατάστημα Λονδίνου) με υπόλοιπο ένα εκατομμύριο ογδόντα επτά χιλιάδες (1.087.000) ευρώ.

    Η αναίρεση ασκείται νομοτύπως και εμπροθέσμως για τούς λόγους:

    1. Της υπέρβασης εξουσίας και
    2. Εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης.- κατ άρθρο 484 παρ.1 περ. β και στ’, ΚΠΔ.

    Συγκεκριμένα -σύμφωνα με το διατακτικό του υπ αριθμ.804/2023 Βουλεύματος του Β’ Τμήματος Διακοπών του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών ανακλήθηκαν οι ως άνω Διατάξεις δέσμευσης των περιουσιακών στοιχείων της αιτούσας εταιρίας, που εκδόθηκαν από την Ανακρίτρια του 35ου Ανακριτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών, και από τον Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος.

    Α.ι., Περαιτέρω κατά το άρθρο 483 παρ. 3 ΚΠΔ ” Ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί, εφόσον δεν έχει ήδη ασκηθεί έφεση από τον εισαγγελέα εφετών, να ζητήσει την αναίρεση οποιουδήποτε βουλεύματος, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που εκδίδονται αμετακλήτως, με σχετική δήλωση στον γραμματέα του Αρείου Πάγου , μέσα στην προθεσμία που ορίζεται από το άρθρο 480, το δεύτερο εδάφιο του οποίου εφαρμόζεται και σε αυτήν την περίπτωση. Με την διάταξη αυτή παρέχεται η δυνατότητα στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου να ασκήσει αναίρεση κατά παντός βουλεύματος, οσάκις κρίνεται αναγκαίο, προκειμένου να διορθωθούν νομικά σφάλματα, τα οποία επηρεάζουν την νομολογιακή πρακτική και θίγουν ανεπανόρθωτα τα συμφέροντα τρίτων ή το πρόσωπο στο οποίο αποδίδεται η τέλεση αξιοποίνου πράξεως. Η δυνατότητα αυτή του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου υφίσταται και αν ακόμη το προσβαλλόμενο βούλευμα είναι αμετάκλητο για τους διαδίκους, αλλά και εκείνου κατά του οποίου δεν παρέχεται αντίστοιχο δικαίωμα στον κατηγορούμενο, αιτιολογείται από το ότι αυτός κατά την ενάσκηση του πιο πάνω δικαιώματος του, “ενεργεί ως ισόβιος δικαστικός λειτουργός, δηλαδή ως αμερόληπτο όργανο της δικαιοσύνης που βοηθάει τον δικαστή στην διάγνωση της αλήθειας και την απονομή του δικαίου και δεν εξομοιώνεται ούτε ταυτίζεται με τον διάδικο, σε κάθε δε περίπτωση δεν θεωρείται αντίδικος του κατηγορουμένου” ΟλομΑΠ3/2014

    ΙΙ.Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 306, 479, 480, 483 παρ. 3, 484 παρ. 1 και 485 του ισχύοντος από 1-7-2019 νέου Κ.Ποιν.Δ. (βλ. άρθρ. 585 Ν. 4620/2019), που εφαρμόζεται εν προκειμένω, προκύπτει ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιουδήποτε βουλεύματος, με σχετική δήλωση στον γραμματέα του Αρείου Πάγου μέσα σε προθεσμία ενός μήνα από την έκδοση του, για όλους τους λόγους αναίρεσης που αναφέρονται στο άρθρο 484 παρ. 1 του Κ.Π.Δ., μεταξύ των οποίων και η υπέρβαση εξουσίας (αρθρ. 484 παρ.1 περ. στ’ του άνω Κώδικα). Επίσης κατά την έννοια του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. στ’ του Κ.Ποιν.Δ., υπέρβαση εξουσίας, που ιδρύει τον από την διάταξη αυτή προβλεπόμενο λόγο αναιρέσεως του βουλεύματος υπάρχει, όταν το Δικαστικό Συμβούλιο, ασκεί δικαιοδοσία που δεν του παρέχεται από το νόμο, ή υφίσταται μεν τέτοια δικαιοδοσία, δεν συντρέχουν όμως οι όροι, οι οποίοι του παρέχουν την εξουσία να κρίνει στη συγκεκριμένη περίπτωση (θετική υπέρβαση), καθώς και όταν παραλείπει να ασκήσει δικαιοδοσία, η οποία του παρέχεται από το νόμο (αρνητική υπέρβαση), αν και συντρέχουν οι απαιτούμενοι γι’ αυτό κατά νόμο όροι. Στην έννοια της υπέρβασης εξουσίας υπάγεται και η υπέρβαση της αρμοδιότητας του Συμβουλίου (ΑΠ 266/2023, ΟλΑΠ 19/2001, ΑΠ 1381/2010

    ΙΙΙ.Εξάλλου, κατά το άρθρο 484 παρ. 1 περ. Β’ του ΚΠοινΔ, λόγο αναίρεσης του βουλεύματος συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης, ως λόγος αναιρέσεως κατά το άρθρο 484 παρ. 1, στοιχ. β’ ΚΠοινΔ, υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει σε αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που έχει στην πραγματικότητα, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει, όταν δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχτηκε, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής, που εμπίπτει στον ίδιο αναιρετικό λόγο υπάρχει και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, δηλαδή όταν στο πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχείο και στην ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διάταξης, οπότε το βούλευμα δεν έχει νόμιμη βάση.

    Ολομ ΑΠ 1/2005,ΑΠ 621/2022.

    ΐν.Ακόμη σύμφωνα με το άρθρο 40 ν. 4557/2018, 1. Τα περιουσιακά στοιχεία που αποτελούν προϊόν βασικού αδικήματος του άρθρου 4 ή των αδικημάτων του άρθρου 2 ή που έχουν αποκτηθεί αμέσως ή εμμέσως από προϊόν τέτοιων αδικημάτων ή τα μέσα που έχουν χρησιμοποιηθεί ή προορίζονταν να χρησιμοποιηθούν προς τέλεση αυτών των αδικημάτων, κατάσχονται και, εφόσον δεν συντρέχει περίπτωση απόδοσής τους στον ιδιοκτήτη, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 310 και του τελευταίου εδαφίου του άρθρου 373 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (ΚΠΔ), δημεύονται υποχρεωτικά με την καταδικαστική απόφαση. Σε περίπτωση ανάμειξης του προϊόντος του αδικήματος με περιουσία που προέρχεται από νόμιμες πηγές, η κατάσχεση και η δήμευση επιβάλλονται μέχρι του ποσού της αξίας του προϊόντος αυτού. Η δήμευση επιβάλλεται ακόμη και αν τα περιουσιακά στοιχεία ή μέσα ανήκουν σε τρίτο, εφόσον αυτός τελούσε εν γνώσει του βασικού αδικήματος ή των αδικημάτων του άρθρου 2 κατά το χρόνο κτήσης τους. Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου ισχύουν και σε περίπτωση απόπειρας των ανωτέρω αδικημάτων…. 4. Η παράγραφος 2 του άρθρου 310 και το τελευταίο εδάφιο του άρθρου 373 ΚΠΔ εφαρμόζονται αναλόγως και αν έχει διαταχθεί δήμευση κατά της περιουσίας τρίτου, ο οποίος δεν συμμετείχε στη δίκη ούτε κλητεύθηκε σε αυτήν.

    ν.Περαιτέρω κατά το άρθ. 42 Ν. 4557/2018 “Πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας (ενσωμάτωση της Οδηγίας 2015/849/ΕΕ) και άλλες διατάξεις”, προκύπτει : βλ και ΟλομΑΠ1/2022,

    1. Όταν διεξάγεται τακτική ανάκριση για τα αδικήματα του άρθρου 2, ο ανακριτής μπορεί, με σύμφωνη γνώμη του εισαγγελέα, να διατάξει τη δέσμευση κάθε είδους λογαριασμών, τίτλων ή χρηματοπιστωτικών προϊόντων που τηρούνται σε πιστωτικό ίδρυμα ή χρηματοπιστωτικό οργανισμό, καθώς και του περιεχομένου των θυρίδων θησαυροφυλακίου του κατηγορουμένου, έστω και κοινών οποιουδήποτε είδους με άλλο πρόσωπο, εφόσον υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι τα περιουσιακά αυτά στοιχεία προέρχονται άμεσα ή έμμεσα από την τέλεση των αδικημάτων του άρθρου 2. Το ίδιο ισχύει και όταν διεξάγεται ανάκριση για βασικό αδίκημα και υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι τα περιουσιακά αυτά στοιχεία προέρχονται άμεσα ή έμμεσα από την τέλεση του ανωτέρω αδικήματος ή υπόκεινται σε δή-μευση, σύμφωνα με το άρθρο 40. Η δέσμευση μπορεί να αφορά και σε περιουσιακά στοιχεία τρίτου φυσικού ή νομικού προσώπου όταν υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις της δήμευσης αυτών κατά την παρ. 1 του άρθρου 40. Σε περίπτωση διεξαγωγής προκαταρκτικής εξέτασης ή προανάκρισης, με την επιφύλαξη της παρ. 2 του άρθρου 36 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (ΚΠΔ, ν. 4620/2019, Α’ 96) για την επιβολή του μέτρου αυτού από τους εισαγγελείς οικονομικού εγκλήματος, η δέσμευση των παραπάνω περιουσιακών στοιχείων μπορεί να διαταχθεί από το δικαστικό συμβούλιο, εφόσον συντρέχουν βάσιμες υπόνοιες ότι αυτά προέρχονται άμεσα ή έμμεσα από την τέλεση βασικού αδικήματος ή αδικήματος νομιμοποίησης ή υπόκεινται σε δήμευση, σύμφωνα με το άρθρο 4
    2. Η δέσμευση που προβλέπεται στην παρ. 1 ισχύει από τη χρονική στιγμή της αποδεδειγμένης γνωστοποίησης της διάταξης του ανακριτή ή του βουλεύματος στο πιστωτικό ίδρυμα ή στον χρηματοπιστωτικό οργανισμό. Από τότε απαγορεύεται το άνοιγμα της θυρίδας και είναι άκυρη έναντι του Δημοσίου εκταμίευση χρημάτων από τον λογαριασμό ή εκποίηση τίτλων ή χρηματοπιστωτικών προϊόντων
    3. Αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παρ. 1, ο ανακριτής ή το δικαστικό συμβούλιο μπορεί να διατάξει την απαγόρευση εκποίησης ορισμένου ακινήτου ή άλλου περιουσιακού στοιχείου του κατηγορουμένου. Η διάταξη του ανακριτή ή το βούλευμα επέχει θέση έκθεσης κατάσχεσης, εκδίδεται χωρίς προηγούμενη κλήση του κατηγορουμένου και γνωστοποιείται με κάθε μέσο, με προϋποθέσεις που εξασφαλίζουν την έγγραφη απόδειξη και επιτρέπουν τη διαπίστωση της γνησιότητάς τους, κατά περίπτωση στον αρμόδιο υποθηκοφύλακα ή προϊστάμενο κτηματολογικού γραφείου ή νηολογίου ή άλλης αρμόδιας υπηρεσίας προς καταχώριση της σχετικής εγγραφής, οι οποίοι υποχρεούνται να προβούν την ίδια ημέρα σε σχετική σημείωση στα οικεία βιβλία και να αρχειοθετήσουν το έγγραφο που τους έχει κοινοποιηθεί
    4. Εκείνος κατά του οποίου στρέφεται το μέτρο της δέσμευσης και ο τρίτος συγκύριος ή δικαιούχος επί του δεσμευμένου περιουσιακού στοιχείου δικαιούνται να ζητήσουν την άρση της διάταξης του ανακριτή, ή την ανάκληση του βουλεύματος, ή τον περιορισμό αυτών σε περιουσιακά στοιχεία μικρότερης αξίας από τα δεσμευθέντα, με προσφυγή που απευθύνεται προς το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο και κατατίθεται στον ανακριτή ή τον εισαγγελέα, μέσα σε είκοσι (20) ημέρες από την επίδοση σε αυτόν της διάταξης ή του βουλεύματος. Στη σύνθεση του συμβουλίου δεν μετέχει ο ανακριτής. Η υποβολή της προσφυγής και η προθεσμία προς τούτο δεν αναστέλλουν την εκτέλεση της διάταξης ή του βουλεύματος. Το συμβούλιο, κατά την κρίση του για τον περιορισμό των δεσμευμένων περιουσιακών στοιχείων, λαμβάνει ιδιαίτερα υπόψη την ύπαρξη και άλλων συγκυριών ή δικαιούχων επί των στοιχείων αυτών.
    5. Ανεξάρτητα από την υποβολή της προσφυγής κατά την παρ. 4 ή από την κρίση επ’ αυτής, η διάταξη ή το βούλευμα μπορούν να ανακληθούν, ή να μεταρρυθμισθούν και η δέσμευση να αρθεί ή να περιορισθεί αυτεπάγγελτα από τον ανακριτή ή το δικαστικό συμβούλιο ή με αίτηση εκείνου κατά του οποίου στρέφεται ή του τρίτου συγκυρίου ή δικαιούχου επί του δεσμευμένου περιουσιακού στοιχείου, αν προκύψουν νέα στοιχεία, ή συντρέξουν ιδιαίτερες περιστάσεις στο πρόσωπο αυτών ή των μελών των οικογενειών τους. Επιτρέπεται, επίσης, η άρση ή ο περιορισμός της δέσμευσης, προκειμένου να ικανοποιηθεί ο ζημιωθείς από το βασικό αδίκημα, ή από το αδίκημα νομιμοποίησης και όταν ακόμη δεν συντρέχει περίπτωση από τις προβλεπόμενες στο άρθρο 304 ΚΠΔ. Μετά από την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο είναι δυνατή η ανάκληση ή μεταρρύθμιση της διάταξης ή του βουλεύματος από το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο, κατά το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 και την παρ. 2 του άρθρου

    294 ΚΠΔ, οι οποίες εφαρμόζονται αναλόγως.

    1. Δικαίωμα υποβολής προσφυγής ή αίτησης στο δικαστικό συμβούλιο, κατά τις παρ. 4 και 5, έχουν και οι τρίτοι οι οποίοι διεκδικούν για λογαριασμό τους την κυριότητα ή άλλο δικαίωμα επί του δεσμευμένου περιουσιακού στοιχείου.
    2. Όταν διεξάγεται έρευνα από την Αρχή, η δέσμευση των λογαριασμών, τίτλων και χρηματοπιστωτικών προϊόντων και του περιεχομένου των θυρίδων, καθώς και η απαγόρευση της μεταβίβασης ή εκποίησης οποιουδή- ποτε περιουσιακού στοιχείου μπορεί να διαταχθούν σε επείγουσες περιπτώ­σεις από τον Πρόεδρο της Αρχής, με τους όρους και τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στις παρ. 1 έως 3, εφόσον συντρέχουν βάσιμες υπόνοιες κατά την περ. δ’ της παρ. 2 του άρθρου 48. Το αντίγραφο της διάταξης του Προέ­δρου της Αρχής διαβιβάζεται αμελλητί στον αρμόδιο εισαγγελέα, χωρίς αυτό να παρακωλύει την συνέχιση της έρευνας από την Αρχή. Τα πρόσωπα που βλάπτονται από την παραπάνω δέσμευση έχουν τα δικαιώματα που προβλέ­πονται στις παρ. 4, 5 και 6. Τα χρονικά όρια διάρκειας των μέτρων δέσμευσης που περιγράφονται στο πρώτο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 36 ΚΠΔ ισχύ­ουν και για τη δέσμευση ή απαγόρευση μεταβίβασης ή εκποίησης, η οποία διατάσσεται από τον Πρόεδρο της Αρχής, σύμφωνα με τις διατάξεις της πα­ρούσας…….
    3. . Κατά την έκδοση της διάταξης ή του βουλεύματος των παρ. 1, 3 και 7 εξαιρούνται τα ποσά που είναι αναγκαία για την κάλυψη των αναγκών διαβίωσης, συντήρησης ή λειτουργίας των ενδιαφερομένων προσώπων ή των οικογενειών τους, των εξόδων για τη νομική τους υποστήριξη και των βασικών εξόδων για τη διατήρηση των δεσμευμένων περιουσιακών στοιχείων. Τα ενδιαφερόμενο πρόσωπα, με αίτησή τους που απευθύνεται στην αρμόδια δικαστική αρχή ενώπιον της οποία εκκρεμείη υπόθεση ή με την προσφυγή ή την αίτηση που προβλέπεται στις παρ. 4, 5 και 6, μπορούν να ζητούν την αποδέσμευση συγκεκριμένων ποσών για τους παραπάνω λόγους
    4. Η δέσμευση του παρόντος αίρεται αυτοδικαίως όταν παρέλθουν τα χρονικά όρια που ορίζονται στην παρ. 4 του άρθρου 262 ΚΠΔ. Σε κάθε περίπτωση, το δικαστικό συμβούλιο, όταν παραπέμπει τον κατηγορούμενο στο ακροατήριο, αποφασίζει για τη διατήρηση της δέσμευσης, εφόσον συντρέ­χουν οι σοβαρές ενδείξεις της παρ. 1, ή για τον περιορισμό ή την άρση αυτής. Όταν το συμβούλιο αποφαίνεται ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία κατά του κατηγορουμένου, αίρει τη δέσμευση και διατάσσει την απόδοση των περιου­σιακών στοιχείων στον δικαιούχο τους. Εφαρμόζεται, επίσης, η παρ. 3 του άρθρου 311 ΚΠΔ. Κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο εφαρμόζεται το άρθρο 373 ΚΠΔ. Στις περιπτώσεις των παρ. 3 και 4 του άρθρου 43 ΚΠΔ και των παρ. 2 και 3 του άρθρου 51 ΚΠΔ την άρση της δέσμευσης διατάσσει ο εισαγγελέας κατά ανάλογη εφαρμογή της παρ. 3 του άρθρου 269 ΚΠΔ. Εφαρ­μόζεται, επίσης, το άρθρο 544 ΚΠΔ για την αποζημίωση σε περίπτωση που η δέσμευση δεν ήταν δικαιολογημένη.
    5. Κάθε διάταξη, βούλευμα ή δικαστική απόφαση με τα οποία τροποποιεί­ται ή αίρεται επιβληθείσα δέσμευση ή εξακολουθεί η ισχύς της κατά την παρ.
    • καθώς και κάθε παραπεμπτικό βούλευμα με το οποίο διατηρείται η δέσμευση, επιδίδεται εντός είκοσι (20) ημερών από την έκδοσή του, με μέριμνα των κατά περίπτωση αρμοδίων εισαγγελικών αρχών, στους αποδέκτες στους οποίους γνωστοποιείται ή επιδίδεται και η αντίστοιχη διάταξη ή το βούλευμα με τα οποία επιβάλλεται το μέτρο αυτό. Οι υπηρεσίες της παρ. 3 οφείλουν, στην περίπτωση του προηγούμενου εδαφίου, να προβούν σε σχετική σημείωση στα βιβλία τα οποία τηρούν. Οι τρίτοι συγκύριοι του περιουσιακού στοιχείου ή δικαιούχοι δικαιώματος επ’ αυτού, καθώς και οι παραπάνω αποδέκτες έχουν δικαίωμα να πληροφορούνται τις παραπάνω μεταβολές από τα στοιχεία της οικείας δικογραφίας και να λαμβάνουν αντίγραφα από τα σχετικά έγγραφα, κατόπιν εγκρίσεως του ανακριτή, αν η υπόθεση εκκρεμεί στο στάδιο της ανάκρισης, ή του εισαγγελέα σε κάθε άλλη περίπτωση. Για κάθε αμφιβολία, ως προς την ισχύ, τη χρονική διάρκεια, την έκταση ή την άρση της δέσμευσης αποφαίνεται το αρμόδιο κατά τις περ. α’ και β’ του δεύτερου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 294 ΚΠΔ δικαστικό συμβούλιο, ή το δικαστήριο κατά τη διάρκεια της εκδίκασης κατ’ άρθρο 373 ΚΠΔ, κατόπιν αιτήσεως εκείνου κατά του οποίου στρέφεται η δέσμευση, του τρίτου συγκύριου ή δικαιούχου επί του δεσμευμένου περιουσιακού στοιχείου, καθώς και των παραπάνω αποδεκτών. Στις περιπτώσεις αυτοδίκαιης άρσης της ισχύος της διάταξης, διαπιστώνεται η παρέλευση των χρονικών ορίων με πράξη του αρμόδιου εισαγγελέα που χειρίζεται την υπόθεση και το αποτέλεσμά της γνωστοποιείται στον ενδιαφερόμενο. 11 12

    VI.Κατά δε το άρ. 2 του ίδιου ως άνω νόμου 1. Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες (ξέπλυμα χρήματος) συνιστούν οι εξής πράξεις: α) η μετατροπή ή η μεταβίβαση περιουσίας εν γνώσει του γεγονότος ότι προέρχεται από εγκληματική δραστηριότητα, ή από πράξη συμμετοχής σε τέτοια δραστηριότητα, με σκοπό την απόκρυψη ή τη συγκάλυψη της παράνομης προέλευσής της, ή την παροχή συνδρομής σε οποιονδήποτε ενέχεται στη δραστηριότητα αυτή για να αποφύγει τις έννομες συνέπειες των πράξεών του, β) η απόκρυψη ή συγκάλυψη της αλήθειας, όσον αφορά τη φύση, την προέλευση, τη διάθεση, τη διακίνηση ή τη χρήση περιουσίας ή τον τόπο όπου αυτή βρίσκεται ή την κυριότητα επ’ αυτής, ή τα σχετικά με αυτή δικαιώματα, εν γνώσει του γεγονότος ότι η περιουσία αυτή προέρχεται από εγκληματική δραστηριότητα ή από πράξη συμμετοχής σε τέτοια δραστηριότητα, γ) η απόκτηση, κατοχή ή χρήση περιουσίας, εν γνώσει, κατά τον χρόνο κτήσης, ή κατά τον χρόνο περιέλευσης της κατοχής ή της χρήσης, του γεγονότος ότι η περιουσία προέρχεται από εγκληματική δραστηριότητα ή από πράξη συμμετοχής σε τέτοια δραστηριότητα, δ) η χρησιμοποίηση του χρηματοπιστωτικού τομέα με την τοποθέτηση σε αυτόν ή τη διακίνηση μέσω αυτού εσόδων που προέρχονται από εγκληματικές δραστηριότητες, με σκοπό να προσδοθεί νομιμοφάνεια στα εν λόγω έσοδα. 2. Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες υπάρχει και όταν οι δραστηριότητες από τις οποίες προέρχεται η προς νομιμοποίηση περιουσία έχουν λάβει χώρα στο έδαφος άλλου κράτους, εφόσον αυτές θα ήταν βασικό αδίκημα αν διαπράττονταν στην Ελλάδα και θεωρούνται αξιόποινες, σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους αυτού. Δεν απαιτείται να είναι αξιόποινες, σύμφωνα με τη νομοθεσία του ξένου κράτους οι δραστηριότητες που, αν είχαν λάβει χώρα στην Ελλάδα, θα συνιστούσαν ένα από τα βασικά αδικήματα των περ. α’, β’, γ’, δ, η’, θ’, ια’, ιγ’, ιθ’ του άρθρου 4 του παρόντος και του άρθρου 323Α περί εμπορίας ανθρώπων του Ποινικού Κώδικα (Π.Κ., Ν4619/2019, Α’ 95). 3. Καταδίκη για τα αδικήματα της παρ. 1 είναι δυνατή όταν αποδεικνύεται ότι η περιουσία προήλθε από συγκεκριμένο βασικό αδίκημα του άρθρου 4, χωρίς να απαιτείται η στοιχειοθέτηση με κάθε λεπτομέρεια όλων των πραγματικών στοιχείων ή περιστάσεων που σχετίζονται με την εν λόγω εγκληματική δραστηριότητα, μεταξύ των οποίων και η ταυτότητα του δράστη.

    νΐΙ.Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι για την δέσμευση τραπεζικών λογαριασμών και την απαγόρευση εκποίησης περιουσιακών στοιχείων απαιτείται πέραν των τυπικών προϋποθέσεων (αρμόδια όργανα, προθεσμίες, γνωστοποιήσεις κλπ) και η συνδρομή ορισμένων ουσιαστικών προϋποθέσεων με βασικότερη την ύπαρξη υπονοιών ότι τα περιουσιακά στοιχεία που κατάσχονται ή οι λογαριασμοί, οι τίτλοι κλπ που δεσμεύονται αποτελούν αντικείμενο ή περιέχουν χρήματα ή πράγματα που προέρχονται από τέλεση αξιόποινης πράξης κατά την έννοια του άρθ. 2 ν. 4557/18 ή άλλως ότι τα δεσμευόμενα περιουσιακά υπόκεινται σε “αναπληρωματική” δήμευση, σύμφωνα με το άρθρο 40 για την περίπτωση μη ανεύρεσης ύποπτης περιουσίας/ βλ. και ΟλομΑΠ 1, 2/2022 )

    Β.Ι.Εξάλλου, εφαρμοστέες τυγχάνουν αναλογικά, στο μέτρο που δεν προσκρούουν σε κάποια άλλη ειδικότερη ρύθμιση των ανωτέρω διατάξεων και οι γενικές διατάξεις των άρθ. 260-262 του ΚΠΔ, ενόψει του ό,τι ο νομοθέτης του ν. 4557/2018 εξομοιώνει τις διατάξεις του Εισαγγελέα, του Ανακριτή και του Προέδρου της Αρχής περί δέσμευσης περιουσιακών στοιχείων με “εκθέσεις κατάσχεσης” (βλ. ΑΠ 986/2019,).

    1. Ακόμη στο άρθρο 262 του ΚΠΔ που τιτλοφορείται : Αποτέλεσμα της δέσμευσης – προσφυγή ορίζεται : 1. Από την επίδοση της διάταξης για τη δέσμευση κατά την παρ. 1 του προηγούμενου άρθρου, είναι άκυρη κάθε διάθεση ή επιβάρυνση των δεσμευμένων περιουσιακών στοιχείων. 2. Η διάταξη του προηγούμενου άρθρου επιδίδεται εντός προθεσμίας είκοσι (20) ημερών στον κατηγορούμενο ή τον τρίτο του οποίου δεσμεύθηκαν περιουσιακά στοιχεία, οι οποίοι μπορούν να προσφύγουν κατ’ αυτής εντός προθεσμίας δεκαπέντε (15) ημερών στο αρμόδιο συμβούλιο πλημμελειοδικών ή εφετών, αν η ανάκριση διεξάγεται από εφέτη ανακριτή, ζητώντας την άρση ή τον περιορισμό της διάταξης σε περιουσιακά στοιχεία μικρότερης αξίας. 3. Η διάταξη του προηγούμενου άρθρου μπορεί να ανακληθεί ή να μεταρρυθμισθεί και η δέσμευση να αρθεί ή να περιορισθεί αυτεπαγγέλτως από τον ανακριτή ή και με αίτηση εκείνου κατά του οποίου στρέφεται, αν προκύψουν νέα στοιχεία ή συντρέξουν ιδιαίτερες περιστάσεις στο πρόσωπο του κατηγορουμένου ή του τρίτου ή των μελών των οικογενειών τους. 4. Η κατά το προηγούμενο άρθρο δέσμευση αίρεται αυτοδικαίως αν δεν εκδοθεί οριστική απόφαση ποινικού δικαστηρίου σε πρώτο βαθμό, εντός χρονικού διαστήματος πέντε ετών από την έκδοση της διάταξης.

    ΙΙΙ.Τέλος στο άρθρο 294 του ΚΠΔ που τιτλοφορείται:. Άρση ή αντικατάσταση προσωρινής κράτησης, κατ’ οίκον περιορισμού και περιοριστικών όρων μετά την παραπομπή του κατηγορουμένου -που εφαρμόζεται εν προκειμένω κατά ρητή παραπομπή του άρθρου 42 παρ.5 και 10 του ν 4557/2018 – ορίζεται.1.Αν η προσωρινή κράτηση του κατηγορουμένου συνεχίστηκε και μετά την παραπομπή του σε δίκη, το αρμόδιο συμβούλιο οποτεδήποτε, ή το δικαστήριο κατά την διάρκεια της εκδίκασης της υπόθεσης ή σε περίπτωση που θα αναβληθεί για οποιονδήποτε λόγο η εκδίκαση, μπορεί ύστερα από αίτηση του κατηγορουμένου, του εισαγγελέα ή αυτεπαγγέλτως να άρει την προσωρινή κράτηση ή τον κατ’ οίκον περιορισμό με ηλεκτρονική επιτήρηση ή να αντικαταστήσει τα προηγούμενα μέτρα με περιοριστικούς όρους ή να άρει ή να αντικαταστήσει τους περιοριστικούς όρους που έχουν τεθεί με άλλους. Το δικαστήριο που αποφασίζει την αναβολή ή ακυρώνει την εισαγωγή της υπόθεσης στο ακροατήριο ή εκδικάζει την υπόθεση αποφαίνεται και για την παράταση ή μη της προσωρινής κράτησης, αν στις επόμενες τριάντα ημέρες συμπληρώνεται το ανώτατο όριο της προσωρινής κράτησης και εφόσον είναι παρών ο κατηγορούμενος.

    ΐν.Εξάλλου, κατά τις διατάξεις του άρθρου 372 του ΚΠοινΔ, όπως ισχύουν σήμερα, μετά την έκδοση και εφαρμογή του Ν.4620/2019 (με ισχύ από 1-7- 2019 και μετέπειτα), καθώς και του Ν. 4637/2019 (με ισχύ από 18-11-2019 και μετέπειτα), με την τελειωτική απόφαση το δικαστήριο διατάσσει να αποδοθούν στον ιδιοκτήτη τα πράγματα που αφαρέθηκαν και τα πειστήρια, όσα κατασχέθηκαν ή παραδόθηκαν κατά την ανάκριση και δεν έγινε άρση της κατάσχεσής τους σύμφωνα με το άρθρο 269 του ίδιου κώδικα. Διατάσσει επίσης τη δήμευση των αντικειμένων που πρέπει να δημευτούν. Εξάλλου, κατά τις διατάξεις του άρθρου 373 του ΚΠοινΔ, όπως ισχύουν σήμερα, μετά την έκδοση και εφαρμογή του Ν.4620/2019 και του Ν. 4637/2019, με την τελειωτική απόφαση τα δικαστήριο αποφασίζει για την τύχη των δεσμευμένων περιουσιακών στοιχείων (παρ. 1). Σε περίπτωση αθώωσηςτου κατηγορουμένου, το δικαστήριο αίρει την δέσμευση και διατάσσει την απόδοση των περιουσιακών στοιχείων στον ιδιοκτήτη τους (παρ. 2). Σε περίπτωση καταδίκης αν τα δεσμευμένα περιουσιακά στοχεία προέρχονται άμεσα ή έμμεσα από την αξιόποινη πράξη και συνιστούν την περιουσιακή ζημία που υπέστη το θάμα, αποδίδονται στα τελευταίο. Διαφορετικά

    διατάσσεται η δήμευσή τους εφόσον αυτή προβλέπεται από τις κείμενες διατάξεις (παρ. 3). Το δικαστήριο μπορεί να περιορίσει τη δήμευση σε μέρος των δεσμευμένων περιουσιακών στοχείων. Στην περίπτωση αυτή άρει κατά τα λοιπά τη δέσμευση και διατάσσει κατά το σκέλος της αυτό την απόδοση των περιουσιακών στοχείων στον ιδιοκτήτη τους (παρ. 4).

    Γ. ΛΟΓΟΙ ΑΝΑΙΡΕΣΕΩΣ.

    1. Της υπέρβασης εξουσίας κατ άρθρο 484 παρ.1 περ. στ’, ΚΠΔ.

    Ι.Εν προκειμένω η εταιρεία με την επωνυμία «FOLLIFOLLIE ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΒΙΟΤΕΧΝΙΚΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ», υπέβαλε αίτηση στο Συμβούλιο Εφετών Αθηνών περί ανάκλησης των υπ’ αριθ. 735/2019, 780/2019 και 939/2020 διατάξεων της 35ης Τακτικής Ανακρίτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών και της υπ’ αριθ. 06.12.2018 διάταξης του Εισαγγελέως Οικονομικού Εγκλήματος, με τις οποίες έχει διαταχθεί δέσμευση των αναφερόμενων σ’ αυτές τις Διατάξεις περιουσιακών στοιχείων, διότι υπήρχαν βάσιμες ενδείξεις ότι οι κατηγορούμενοι είχαν τελέσει τις αξιόποινες πράξεις, για τις οποίες κατηγορούνται, μεταξύ των οποίων και τη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες κατ’ εξακολούθηση.

    II.Είχε ήδη ασκηθεί σε βάρος των προηγούμενων μελών του Δ.Σ. της αιτούσας εταιρείας ποινική δίωξη για τα εγκλήματα: α)της χειραγώγησης αγοράς από κοινού, β) της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες κατ’εξακολούθηση, γ)της απάτης, από κοινού και κατ’εξακολούθηση με συνολική προξενηθείσα ζημία άνω των 120.000€, δ)της πλαστογραφίας από κοινού και κατ’εξακολούθηση με συνολικό περιουσιακό όφελος και προξενηθείσα ζημία άνω των 120.000€, και ε) της σύστασης εγκληματικής οργάνωσης, πράξεις που προκάλεσαν ζημία άνω των 400.000.000€, ενώ, στα πλαίσια της διενεργηθείσας κυρίας ανάκρισης, δεσμεύτηκαν τα επίδικα περιουσιακά στοιχεία της αιτούσας εταιρείας, με τις αναφερόμενες διατάξεις, η ισχύς των οποίων διατηρήθηκε με το 2.896/2021 παραπεμπτικό βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, δυνάμει του οποίου παραπέμφθηκαν τα προηγούμενα μέλη του Δ.Σ. της εταιρείας, στο Γ’ Τριμελές Εφετείου Κακουργημάτων (Τ.Ε.Κ.) Αθηνών, προκειμένου να δικαστούν για τις ανωτέρω αξιόποινες πράξεις.

    III.Η υπόθεση προσδιορίστηκε να εκδικαστεί στο ακροατήριο του ως άνω Δικαστηρίου κατά τη δικάσιμο της 10-1-2022, οπότε και άρχισε η εκδίκασή της. Η εταιρεία, κατά την εκδίκαση της υπόθεσης στο Γ’ Τριμελές Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, είχε υποβάλει αίτηση παράστασής της προς υποστήριξη της κατηγορίας, όμως με την υπ’αρ.5.655/2022 αναβλητική απόφασή του, το Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση ως απαραδέκτως υποβληθείσα . Ομοίως το Δικαστήριο απέρριψε κατά τη συνεδρίαση της 7-2- 2022 και το αίτημα της απούσας εταιρείας, το οποίο ήταν ταυτόσημο με την κρινόμενη αίτηση για ανάκληση δέσμευσης των προαναφερόμενων περιουσιακών στοιχείων της απούσας εταιρείας, με το σκεπτικό ότι προώρως ασκήθηκε, διατηρώντας την επιφύλαξη να το εξετάσει στο οικείο στάδιο που προβλέπει η Ποινική Δικονομία, ήτοι μετά το στάδιο της απόφασης περί της ενοχής ή μη των κατηγορουμένων , κατά άρ. 373 Κ.Π.Δ. Η εκδίκαση της υπόθεσης στο Γ’ Τριμελές Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, συνεχίστηκε κανονικά μέχρι την 6-4-2022, έκτοτε όμως υπήρξαν διαδοχικές διακοπές της δίκης, λόγω συμμετοχής των συνηγόρων των διαδίκων στην απόφαση της Ολομέλειας των Δικηγορικών Συλλόγων για αποχή από υποθέσεις, στις οποίες υπάρχει κατηγορία σύστασης εγκληματικής οργάνωσης κατ’ άρ. 187 Π.Κ., όπως στην προκειμένη περίπτωση. Κατά τη δικάσιμο της 14-12-2022 και εξαιτίας των συνεχιζόμενων διακοπών της δίκης για την προαναφερόμενη αιτία, το ίδιο Δικαστήριο ανέβαλε κατ άρθρο 349ΚΠΔ την εκδίκαση της υπόθεσης για τη δικάσιμο της 19-6-2023, οπότε η εκδίκαση της υπόθεσης θα εκκινούσε εκ νέου. Η νέα δε δίκη άρχισε στις 19-06-23 και διακόπηκε η συνεδρίαση για τη 14-9-2023 .

    IV.Ki ενώ εκκρεμούσε στο Γ’ Τριμελές Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών η υπόθεση , η εταιρεία με την επωνυμία «FOLLIFOLLIE ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΒΙΟΤΕΧΝΙΚΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ», υπέβαλε αίτηση στο Συμβούλιο Εφετών Αθηνών περί ανάκλησης των υπ’ αριθ. 735/2019, 780/2019 και 939/2020 διατάξεων της 35ης Τακτικής Ανακρίτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών και της υπ’ αριθ. 06.12.2018 διάταξης του Εισαγγελέως Οικονομικού Εγκλήματος, με τις οποίες έχει διαταχθεί δέσμευση των αναφερόμενων σ’ αυτές τις Διατάξεις περιουσιακών στοιχείων, και τελικά στις 12-9-2023 , – δύο μέρες πριν από την διακοπείσα δικάσιμο του Γ’ Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών στις 14-09-23- εκδόθηκε το υπ’ αριθμ. : 804/2023 Βούλευμα του Β’ Τμήματος Διακοπών του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο ανακαλεί τις ως άνω Διατάξεις δέσμευσης των περιουσιακών στοιχείων της απούσας εταιρίας.

    ν.Από το πλέγμα των ως άνω διατάξεων 260-262,294,372,373, του ΚΠΔ σε συνδ. με το άρθρο 42 παρ.5 και 10 του ν 4557/2018 προκύπτει αναντίλεκτα , ότι ο νομοθέτης αναθέτει κατ άρχάς την αρμοδιότητα της άρσης δέσμευσης των περιουσιακών στοιχείων στο αρμόδιο κατά περίπτωση, Συμβούλιο. Η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου περιορίζεται αποκλειστικώς και μόνο κατά το στάδιο της επ’ ακροατηρίω διαδικασίας κατά την εκδίκαση της υπόθεσης και συγχρόνως με την αναβολή ή την ματαίωση, μεταγενεστέρως δε αναβιώνει η αρμοδιότητα του αρμοδίου Συμβουλίου και δη του Συμβουλίου Εφετών αν η υπόθεση είναι εισηγμένη ενώπιον του

    VI.Ως «διάρκεια της εκδίκασης της υπόθεσης» νοείται το χρονικό διάστημα από την έναρξη της συζήτησης (άρθρο 339 ΚΠΔ) έως τη δημοσίευση της απόφασης (άρθρο 369 ΚΠΔ), συμπεριλαμβανομένων τυχόν μεσολαβούντων χρονικών διαστημάτων διακοπής της δίκης. Έτσι, μετά από την παραπομπή του κατηγορουμένου σε δίκη, το δικαστήριο που δικάζει την υπόθεση είναι αποκλειστικά αρμόδιο κατά τη διάρκεια της εκδίκασης ή σε περίπτωση αναβολής να αποφασίσει και για τις προαναφερόμενες αιτήσεις αποδέσμευσης περιουσιακών στοιχείων ή χρηματικών ποσών, ενώ σε κάθε άλλη περίπτωση παραμένει αρμόδιο το δικαστικό συμβούλιο. Η άποψη αυτή είναι σύμφωνη και με τον σκοπό του νομοθέτη, που συνίσταται στο να εκφέρεται η σχετική κρίση σε εύλογο χρόνο από το πλέον ενημερωμένο για τα στοιχεία της υπόθεσης δικαιοδοτικό όργανο (δικαστήριο ή συμβούλιο), που ειδικά κατά την εκδίκαση της υπόθεσης είναι το δικάζον δικαστήριο, που ενώπιον του διεξάγονται οι αποδείξεις, από τις οποίες μπορεί να προκύπτουν περιστάσεις και γεγονότα άγνωστα κατά την προδικασία, που πιθανόν να είναι δεκτικά αξιολόγησης και για τον σχηματισμό ορθής δικανικής κρίσης επί των αιτημάτων αποδέσμευσης.

    VII.Συνεπώς το υπ’ αριθμ. : 804/2023 Βούλευμα του Β’ Τμήματος Διακοπών του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, εκδόθηκε καθ υπέρβαση εξουσίας και δη αναρμοδίως, ενώ δηλ. διαρκούσε η εκδίκαση της υπόθεσης στο Γ’ Τριμελές Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, και ήταν σε εκκρεμότητα το αίτημα της εταιρείας με την επωνυμία «FOLLIFOLLIE ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΒΙΟΤΕΧΝΙΚΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ», για ανάκληση δέσμευσης των προαναφερόμενων περιουσιακών στοιχείων, με το σκεπτικό ότι προώρως ασκήθηκε, διατηρώντας την επιφύλαξη το Δικαστήριο να το εξετάσει στο οικείο στάδιο που προβλέπει η Ποινική Δικονομία, ήτοι μετά το στάδιο της απόφασης περί της ενοχής ή μη των κατηγορουμένων , κατά άρ. 373 Κ.Π.Δ. Δηλ. το δικαστήριο , το Γ’ Τριμελές Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, που δικάζει την υπόθεση είναι αποκλειστικά αρμόδιο κατά τη διάρκεια της εκδίκασης να αποφασίσει και για τις προαναφερόμενες αιτήσεις αποδέσμευσης περιουσιακών στοιχείων ή χρηματικών ποσών, και όχι το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών. Και αν μεν κριθούν ένοχοι οι κατηγορούμενοι και αποδειχθεί ότι η κατασχεθείσα περιουσία ήταν προϊόν εγκλήματος, θα επικυρωθεί η δήμευση και θα διαταχθεί η δήμευση υπέρ του Δημοσίου, ενώ, αν αθωωθούν, θα διαταχθεί η άρση της δέσμευσης της κατασχεθείσας περιουσίας και η απόδοσή της στη δικαιούχο, κατά άρ. 373 Κ.Π.Δ. Δηλαδή, το τελευταίο ως άνω άρθρο απαιτεί την ολοκλήρωση της ποινικής διαδικασίας, ώστε το Δικαστήριο να έχει πλήρη γνώση όλων των στοιχείων της υπόθεσης, (βλ. και αριθμ.108/2022 Βούλευμα του του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών για την ίδια υπόθεση )

    1. Εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης.-

    κατ άρθρο 510 περ. Ε, ΚΠΔ.

    Ι.Η εταιρεία με την επωνυμία «FOLLIFOLLIE ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΒΙΟΤΕΧΝΙΚΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» επικαλέσθηκε ως νέα στοιχεία που δικαιολογούν την ανάκληση-άρση δέσμευσης των περιουσιακών στοιχείων της εταιρείας, κατ’άρ.42 παρ. 5 Ν. 4557/2018, την έκδοση δικαστικών αποφάσεων, ήτοι: 1) της 5.387/28-7-2022 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών με την οποία, παρατάθηκε η προστασία της εταιρείας έναντι των πιστωτών της έως την έκδοση της απόφασης του Γ Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, σχετικά με το ζήτημα της δέσμευσης της εταιρικής περιουσίας,, 2) του 468/9-6-2023 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, το οποίο κατά πλειοψηφία έκανε δεκτό αντίστοιχο αίτημα ανάκλησης της 827/2020 διάταξης της 35ης Τακτικής Ανακρίτριας του Πλημμελειοδικείου Αθηνών που υπεβλήθη από την πιστώτρια εταιρεία «DURFY AG» και 3) την από 31-12-2020 συμφωνία εξυγίανσης, που υπέγραψαν οι πιστωτές της ως άνω εταιρείας ,η οποία επικυρώθηκε με την υπ’αρ.3/2022 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (ειδική διαδικασία εκούσιας δικαιοδοσίας), κατόπιν αίτησης της εταιρείας.

    ΙΙ.Δεν αποτελούν όμως , νέα στοιχεία κατά την έννοια τού άρθρου 42 του ν 4578/2018 τα ως άνω αφού, νέα στοιχεία που μπορούν να προταθούν συνιστούν ιδίως όσα αποδεικνύουν είτε ότι τα δεσμευμένα περιουσιακά στοιχεία δεν σχετίζονται με τις αξιόποινες πράξεις, είναι δηλαδή καθαρά περιουσιακά στοιχεία, είτε στοιχεία που αποδεικνύουν σε μεταγενέστερο της δέσμευσης χρόνο ότι δεν έχει τελεσθεί η κύρια πράξη από τον καθού η δέσμευση

    • Αντίθετα, στην προκειμένη περίπτωση όλη η περιουσία της οποίας ζητείται η ανάκληση δέσμευσης, δεσμεύτηκε ως προϊόν εγκλήματος, κατά τα προαναφερόμενα στις οικείες ανακριτικές διατάξεις, διότι υπήρχαν βάσιμες ενδείξεις ότι: α) οι κατηγορούμενοι είχαν τελέσει τις αξιόποινες πράξεις, για τις οποίες κατηγορούνται, μεταξύ των οποίων και τη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες κατ’ εξακολούθηση, β) το παράνομο περιουσιακό όφελος συνίσταται στο ποσό που αποκόμισαν οι κατηγορούμενοι-βασικοί μέτοχοι της εταιρείας και μέλη του Δ.Σ. της εταιρείας από την πώληση των υπερτιμημένων μετοχών της κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα, γ) το ως άνω εγκληματικό προϊόν αναμείχθηκε με τα νόμιμα περιουσιακά στοιχεία της εταιρείας, και δ) επειδή το ως άνω εγκληματικό προϊόν δεν έχει βρεθεί στο σύνολό του και δεν ήταν δυνατό να κατασχεθεί και ως εκ τούτου συνέτρεχε νόμιμη περίπτωση να κατασχεθούν και να δημευθούν περιουσιακά στοιχεία ίσης αξίας, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρ. 40 παρ. 2 του Ν. 4557/2018. Για τους ίδιους λόγους, άλλωστε, διατηρήθηκε η ισχύς των εν λόγω ανακριτικών διατάξεων με το 896/2021 παραπεμπτικό βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, δυνάμει του οποίου παραπέμφθηκαν τα προηγούμενα μέλη του Δ.Σ. της απούσας εταιρείας, στο Γ’ Τριμελές Εφετείου Κακουργημάτων (Τ.Ε.Κ.) Αθηνών, προκειμένου να δικαστούν για τις ανωτέρω αξιόποινες πράξεις.
    1. Πρέπει να λεχθεί ότι η εξυγίανση της εταιρείας Folli Follie Α.Ε., έγινε δεκτή με συγκεκριμένους όρους, διά των υπ. αρ. 186/2021 και 3/2022 αποφάσεων του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Ο βασικότερος δε όρος ήταν ότι δεν μπορεί στο σχέδιο εξυγίανσης να συμπεριληφθεί και η δεσμευμένη με τις ανωτέρω τέσσερις (4) Ανακριτικές Διατάξεις εταιρική περιουσία, επειδή: α) εξυπηρετούν τον υπέρτερο σκοπό δημοσίου συμφέροντος της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, διά της αποζημίωσης του Δημοσίου και των θυμάτων από τις κατά το Κατηγορητήριο πράξεις των Κατηγορουμένων, β) η ιδιωτική βούληση περί εξυγίανσης, δεν μπορεί να προκαταλαμβάνει την δικαιοδοτική κρίση των αρμοδίων εισαγγελικών και ανακριτικών αρχών και του ποινικού δικαστηρίου, για πράξεις που διώκονται σε βαθμό κακουργήματος, μεταξύ άλλων και αυτή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, και γ) έχουν επιβληθεί προγενέστερα της από 09-09-21 τροποποιητικής Συμφωνίας Εξυγίανσης .

    ν.Συνεπώς εσφαλμένως το υπ’ αριθμ.: 804/2023 Βούλευμα του Β’ Τμήματος Διακοπών του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο ανακαλεί τις ως άνω Διατάξεις δέσμευσης των περιουσιακών στοιχείων της απούσας εταιρίας, εξέλαβε τα παραπάνω ως νέα στοιχεία κατά την έννοια τού άρθρου 42 παρ.5 του ν 4578/2018 αφού, δεν αποδεικνύουν ότι τα δεσμευμένα περιουσιακά στοιχεία δεν σχετίζονται με τις αξιόποινες πράξεις, α) της χειραγώγησης αγοράς από κοινού, β) της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες κατ’εξακολούθηση, γ) της απάτης, από κοινού και κατ’εξακολούθηση με συνολική προξενηθείσα ζημία άνω των 120.000€, δ) της πλαστογραφίας από κοινού και κατ’εξακολούθηση με συνολικό περιουσιακό όφελος και προξενηθείσα ζημία άνω των 120.000€, και ε) της σύστασης εγκληματικής οργάνωσης, πράξεις που προκάλεσαν ζημία άνω των 400.000.000€, είναι δηλαδή καθαρά περιουσιακά στοιχεία, είτε στοιχεία που αποδεικνύουν σε μεταγενέστερο της δέσμευσης χρόνο ότι δεν έχει
    τελεσθεί η κύρια πράξη από τον καθού η δέσμευση.

    Γ.ί. Με αυτά τα δεδομένα το προσβαλλόμενο υπ’ αριθμ.: 804/2023 Βούλευμα του Β’. Τμήματος Διακοπών του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο ανακαλεί, υπέπεσε στη διττή νομική πλημμέλεια , και ως εκ τούτου, συντρέχοντας των σχετικών από το άρθρο 484 παρ.1 περ. β και στ’, ΚΠΔ. λόγων αναιρέσεως της : ΐ. της υπέρβασης εξουσίας και ϋ., εσφαλμένης ερμηνείας-εφαρμογής των ουσιαστικών Ποινικών Διατάξεων, και επομένως η υπό κρίση αναίρεσή μας, πρέπει να γίνει τυπικά και ουσιαστικά δεκτή, να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστικό Συμβούλιο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που εξέδωσαν το προσβαλλόμενο βούλευμα.^ άρθρο 485, και 519 ΚΠΔ).

    Διαβάστε επίσης

    Folli Follie: Ανατροπή – Αναίρεση του Βουλεύματος που ξεπαγώνει τα περιουσιακά στοιχεία

    Folli Follie: Νέα σελίδα μετά την αποδέσμευση των ακινήτων – Τα επόμενα βήματα

    Folli Follie: Γιατί αποδεσμεύθηκαν τα περιουσιακά στοιχεία της εταιρείας – Τι αναφέρει το βούλευμα



    ΣΧΟΛΙΑ