• Business

    Εθνικό Σχέδιο: Στα 45 δισ. το χρόνο το κόστος της ενεργειακής μετάβασης και στο βάθος νέοι φόροι

    Η υφυπουργός Περιβάλλοντος & Ενέργειας, Αλεξάνδρα Σδούκου

    Η υφυπουργός Περιβάλλοντος & Ενέργειας, Αλεξάνδρα Σδούκου


    Τεράστιες επενδύσεις και μεγάλες αλλαγές στην καθημερινότητα απαιτεί η ενεργειακή μετάβαση, καθώς προϋποθέτει νέους τρόπους και νέους εξοπλισμούς για τα νοικοκυριά, τη βιομηχανία και τις μεταφορές.

    Σύμφωνα με τα στοιχεία του αναθεωρημένου Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ) το οποίο εστάλη προς έγκριση στην Κομισιόν από το ΥΠΕΝ,  45 δισ. ευρώ κατ΄ έτος κατά την περίοδο 2025 – 2030, δηλαδή συνολικά  270 δισ. ευρώ για την εξαετία, αποτιμάται το κόστος της ενεργειακής μετάβασης για τους τελικούς καταναλωτές.

    Στο ποσό αυτό συμπεριλαμβάνονται, εκτός από το κόστος της ενέργειας, οι δαπάνες για ενεργειακή αναβάθμιση και η αγορά μη ενεργοβόρων συσκευών και οχημάτων.

    Κι ενώ η ενεργειακή μετάβαση είναι εντάσεως κεφαλαίου με στόχο μεσοπρόθεσμα δηλαδή από το 2030 και μετά να μειωθεί το κόστος της ενέργειας, όπως τονίζεται στο Εθνικό Σχέδιο, η μείωση της χρήσης των ορυκτών καυσίμων θα στερήσει από τα δημόσια έσοδα σημαντικούς έμμεσους φόρους που συνδέονται με τα καύσιμα… οπότε θα χρειαστεί να επιβληθούν νέοι φόροι…

    Αναφέρει σχετικά το εθνικό Σχέδιο: «Η σύνθεση των δημοσιονομικών εσόδων και εξόδων αποτυπώνει τη σημαντική πίεση που θα δεχθεί το δημοσιονομικό ισοζύγιο για την ενέργεια το 2030, το οποίο εμφανίζει ένα δημοσιονομικό κενό της τάξης του 1% του ΑΕΠ σε σχέση με το 2020. Επιπροσθέτως η σταδιακή συρρίκνωση του πλεονάσματος, έως το 2050, υποδηλώνει ότι θα πρέπει να επιβληθούν νέοι φόροι για την διατήρηση των δημοσιονομικών εσόδων σε ένα επίπεδο, με την προϋπόθεση ότι οι φόροι αυτοί δεν θα εναντιώνονται ή συμβάλλουν αρνητικά στη μετάβαση προς την κλιματική ουδετερότητα».

    Μένει να απαντηθεί στην πράξη αν τελικά θα επιτευχθεί μείωση του ενεργειακού κόστους, ώστε να αποσβεστεί η επένδυση των δεκάδων δισ. ή το αυξημένο κόστος μετάβασης θα καταλήξει στο ίδιο υψηλό ενεργειακό κόστος.

    Σύμφωνα με το σχέδιο, το ποσοστό του ΑΕΠ για αγορά κάθε είδους ενεργειακών προϊόντων και υπηρεσιών από 19,4% του ΑΕΠ που ήταν το 2021, ναι μεν θα ανέβει στο 21,6% το 2030, αλλά μετά θα μειώνεται συνεχώς πέφτοντας στο 17%.

    Επενδύσεις 270 δισ. ευρώ μέχρι το 2030

    Η καινοτομία, η ανάπτυξη και υψηλή διάδοση των φιλικών προς το περιβάλλον τεχνολογιών, η μεταστροφή της συμπεριφοράς των καταναλωτών προς ενεργειακά αποδοτικό εξοπλισμό, κοστίζουν ακριβά και όπως τονίζεται είναι σημαντικό μέσω στοχευμένων επιδοτήσεων να αποφευχθεί επιβάρυνση των οικονομικά ασθενέστερων νοικοκυριών και επιχειρήσεων που και αυτοί θα κληθούν να αυξήσουν τις επενδύσεις.

    Αναλυτικά, δαπάνες, ύψους περίπου 100 δισ. που εκτιμάται ότι θα ενεργοποιήσει ως το τέλος της δεκαετίας ο στόχος για 460.000 οχήματα, ηλεκτρικά και plug-in υβριδικά, το επενδυτικό πακέτο πέφτει στα 92 δισ. ευρώ.

    O οικιακός και κτιριακός τομέας που αναμένεται να αποσπάσει κοντά 50 δισ. μέσα στα επόμενα επτά χρόνια.

    Η αγορά νέων λιγότερο ενεργοβόρων συσκευών, όπως αντλίες θερμότητας και γενικώς η αντικατάσταση του παλαιού οικιακού εξοπλισμού με νέο, πιο αποδοτικό, εκτιμάται ότι θα κινητοποιήσει σύμφωνα με τις προβολές του ΕΣΕΚ κοντά στα 42,4 δισ. ευρώ, στα οποία προστίθενται επιπλέον 6 δισ. για τις ενεργειακές αναβαθμίσεις κτιρίων (εσωτερικές, εξωτερικές μονώσεις, κλπ). Αν προστεθούν και τα 19,3 δισ. που αφορούν τα κτίρια των Υπηρεσιών και τη Γεωργία, αθροίζονται επενδύσεις 70 δισ. ευρώ μέχρι και το 2030.

    Mετά τις μεταφορές και τα κτίρια, κατατάσσονται οι πράσινες επενδύσεις κάθε μορφής ηλεκτροπαραγωγής, από φωτοβολταϊκά και χερσαία, μέχρι θαλάσσια αιολικά, με το ΕΣΕΚ να προβλέπει 11,9 δισ. ως το 2030.

    Τα δίκτυα ακολουθούν με επενδύσεις 6,5 δισ. και προστίθενται και άλλα  μικρότερα ποσά η βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης στη βιομηχανία, τα συστήματα φυσικού αέριου και πετρελαίου και λοιπές δαπάνες που αφορούν εναλλακτικά καύσιμα.

    Η πράσινη ενεργειακή μετάβαση επιφέρει μεταβολή στη δομή του κόστος των ενεργειακών υπηρεσιών με αύξηση της έντασης κεφαλαίου με στόχο τη μείωση των λειτουργικών δαπανών σε όλους τους τομείς κατανάλωσης και παραγωγής ενέργειας.

    Απαιτείται αύξηση των επενδυτικών δαπανών για την εξοικονόμηση ενέργειας και την αγορά ενεργειακά αποδοτικών συσκευών, μηχανημάτων και οχημάτων, οι οποίες όμως ταυτόχρονα επιτρέπουν μείωση των λειτουργικών δαπανών λόγω μείωσης της αγοράς ενεργειακών προϊόντων. Στους τομείς παραγωγής και μεταφοράς ενέργειας, οι τεχνολογίες ΑΠΕ, πράσινου υδρογόνου και συνθετικών καυσίμων, οι τεχνολογίες αποθήκευσης και τα δίκτυα έχουν ελάχιστες λειτουργικές δαπάνες και έχουν κυρίως κόστος εντάσεως κεφαλαίου.

    Το κόστος για τους τελικούς καταναλωτές

    Το κόστος για τους τελικούς καταναλωτές (δηλαδή τα νοικοκυριά, τα κτίρια, τη γεωργία, τη βιομηχανία και τις μεταφορές) για ενεργειακές υπηρεσίες, περιλαμβανομένων επενδύσεων σε ενεργειακή αποδοτικότητα, αγορά συσκευών και οχημάτων, καθώς και αγορά ενεργειακών προϊόντων υπολογίζεται περίπου στο 21,7% του ετήσιου ΑΕΠ την εξαετία 2025 – 2030.

    «Η αποτίμηση του κόστους του ενεργειακού συστήματος, που περιλαμβάνει την παραγωγή, μεταφορά, διανομή και κατανάλωση ενέργειας, έχει νόημα να γίνεται από την οπτική γωνία των τελικών καταναλωτών», αναφέρουν οι μελετητές του ΕΣΕΚ.

    Το κόστος των ωφέλιμων ενεργειακών υπηρεσιών από την οπτική γωνία των καταναλωτών περιλαμβάνει όχι μόνο το κόστος αγοράς των ενεργειακών προϊόντων αλλά και το κόστος που αντιστοιχεί στο κεφάλαιο που απασχολείται από τον τελικό καταναλωτή για τους δικούς του εξοπλισμούς και συσκευές παραγωγής των ωφέλιμων ενεργειακών υπηρεσιών καθώς και των επενδυτικών δαπανών για την εξοικονόμηση ενέργειας.

    Ακόμα και για τα νοικοκυριά, το κόστος των ωφέλιμων ενεργειακών υπηρεσιών δεν περιλαμβάνει μόνο το κόστος της αγοράς ενεργειακών υπηρεσιών αλλά και το ετήσιο έμμεσο κόστος για την εξυπηρέτηση των επενδυτικών δαπανών για την ενέργεια και την εξοικονόμηση ενέργειας στην κατοικία καθώς και για τις δαπάνες αγοράς διαρκών αγαθών, όπως οι συσκευές και τα ιδιωτικά οχήματα.

    Δαπάνες για την ενεργειακή αναβάθμιση

    Το πρόγραμμα ενεργειακής αναβάθμισης των κατοικιών και κτιρίων χρειάζεται να αυξηθεί δύο ή και τρεις φορές ετησίως συγκριτικά με παρελθόντα προγράμματα. Σε αυτές τις δαπάνες θα πρέπει να προστεθούν αυξημένες δαπάνες για την αγορά αποδοτικών συσκευών προηγμένης τεχνολογίας, όπως οι αντλίες θερμότητας, και οχημάτων, όπως τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα.

    Κατά συνέπεια, τα νοικοκυριά, όλων των εισοδηματικών κατηγοριών, καλούνται στο πλαίσιο της πράσινης ενεργειακής μετάβασης να επωμισθούν σημαντική αύξηση και μερίδιο του συνόλου των επενδύσεων. Γι΄ αυτό στο αναθεωρημένο ΕΣΕΚ αναφέρεται ότι είναι «κρίσιμης σημασίας η διευκόλυνση της χρηματοδότησης των νοικοκυριών για τον σκοπό αυτό».

    Σημειώνεται δε, ότι το ισοδύναμο ετήσιο κόστος των ωφέλιμων ενεργειακών υπηρεσιών (δηλαδή θέρμανσης, κινητικότητας κλπ.) θα μειώνεται σταθερά για τα νοικοκυριά, αλλά αυτό έχει ως προϋπόθεση την ύπαρξη επαρκούς ρευστότητας για την πραγματοποίησης των σχετικών επενδύσεων και των αυξημένων δαπανών για την αγορά διαρκών αγαθών.

    Οι επενδύσεις στους τομείς παραγωγής και μεταφοράς ενέργειας είναι επίσης αυξημένες στο πλαίσιο της πράσινης μετάβασης, αλλά η χρηματοδότησή τους, όπως σημειώνεται «είναι ευχερής και το κόστος ανακτήσιμο».

    Ενεργειακό μίγμα: Μέχρι το 2028 ο λιγνίτης

    Στο κείμενο του ΕΣΕΚ προβλέπεται συνεχή μείωση της παραγωγής από λιγνίτη, με στόχο τον μηδενισμό της μετά το 2028, σύνδεση των μη διασυνδεμένων νησιών στο ηπειρωτικό σύστημα μέχρι το 2030, ενώ η παραγόμενη ηλεκτρική ενέργεια θα φτάσει τις 64,6 ΤWh στο τέλος της δεκαετίας,

    Στον τομέα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, η χώρα θα πρέπει το 2030 να έχει 9,5 GW από αιολικά, (εκ των οποίων 1,9 GW υπεράκτια), 13,4 GW φωτοβολταικά και 0,6 GW άλλες πράσινες τεχνολογίες.

    Ειδικά στα χερσαία αιολικά και φωτοβολταικά, η εγκατεστημένη ισχύς προβλέπεται να αυξηθεί κατά 12 GW ως το 2030 (από 11,5 GW στα τέλη του 2023 σε 23,5 GW το 2030). Τα υδροηλεκτρικά θα πρέπει να είναι 3,8 GW, η αποθήκευση 5,3 GW, (εκ των οποίων 3,1 GW μπαταρίες και 2,2 GW η αντλησιοταμίευση), ενώ το μείγμα συμπληρώνουν 7,7 GW μονάδων φυσικού αερίου και 0,7 GW μονάδων με υγρό καύσιμο.

    Στα υπόλοιπα μεγέθη, η συμμετοχή των ΑΠΕ στην ακαθάριστη τελική κατανάλωση ενέργειας θα είναι 44%, έναντι 35% στο προηγούμενο ΕΣΕΚ. Ενώ, στόχος είναι οι ΑΠΕ να καλύπτουν το 80% της ηλεκτροπαραγωγής ως το 2030 (σημαντικά υψηλότερος από το 61% που είχε τεθεί στο υφιστάμενο ΕΣΕΚ) και να πλησιάσουν το 95% από το 2035 και μετά.

    Διαβάστε επίσης:

    Τα μηνύματα Στουρνάρα για δημοσιονομική υπευθυνότητα και τα 6 μέτρα κατά της φοροδιαφυγής

    Sunlight Group: Θα ξεπεράσει το 1 δισ. έσοδα το 2023 – Παγκόσμιος Πρωταθλητής στις Λύσεις Αποθήκευσης

    Γρηγόρης Σκλήκας (ΕΛΤΑ): Έρχονται shop in shop και και σημεία παραλαβής αντικειμένων- Μηδενίζει ζημιές το 2024



    ΣΧΟΛΙΑ