• Business

    Χαράλαμπος Γκότσης: Γιατί είναι απαραίτητη η δημιουργία αποθεματικού ρευστότητας

    • NewsRoom
    Χαράλαμπος Γκότσης. πρώην Πρόεδρος Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς

    Χαράλαμπος Γκότσης. πρώην Πρόεδρος Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς


    «Είναι πλέον αποδεκτό από όλους ότι τον Αύγουστο του 2018 η χώρα μας αφήνει πίσω της μια δεκαετή περιπέτεια και εισέρχεται σε μια νέα περίοδο, η οποία υπό προϋποθέσεις θα μπορούσε να αποτελέσει και ένα νέο ξεκίνημα» τονίζει σε άρθρο του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Χαράλαμπος Γκότσης, πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. Όπως επισημαίνει «σ’ αυτό βοηθάει και το θετικό διεθνές οικονομικό περιβάλλον, το οποίο μάλιστα επιδρά ενισχυτικά στις επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας. Οι εισπράξεις από τον τουρισμό ξεπέρασαν κάθε προηγούμενο, οι εξαγωγές μεταποιητικών προϊόντων αυξήθηκαν, οι καταθέσεις στις τράπεζες σταδιακά επανέρχονται, η ανεργία υποχωρεί, ενώ οι αποδόσεις των δεκαετών ομολόγων αποκλιμακώθηκαν με μεγάλη ταχύτητα».

    Ολόκληρο το άρθρο: 

    «Όλα δείχνουν ότι ήρθε η ώρα για μια σταδιακή επιστροφή του δημοσίου στις αγορές με σκοπό την άντληση κεφαλαίων προς κάλυψη των χρηματοδοτικών του αναγκών. Πραγματοποιήθηκε ήδη μια έκδοση κρατικών ομολόγων 5ετούς διάρκειας ύψους 3 δις Ευρώ τον Ιούλιο, η ανταλλαγή των ομολόγων του PSI με πέντε σειρές που ευνοούν την εμπορευσιμότητά τους, καθώς και η πρόσφατη τοποθέτηση του 7ετούς για 3 δις.

    Το ικανοποιητικό επιτόκιο (3,5%) της τελευταίας έκδοσης, όπως και η έμπρακτη διάθεση των 210 επενδυτών που αποφάσισαν να επενδύσουν σε ελληνικά κρατικά ομόλογα και μάλιστα σε τίτλους που λήγουν μια δύσκολη περίοδο, δείχνουν ότι ο κίνδυνος χώρας αποκλιμακώνεται και η εμπιστοσύνη σταδιακά αποκαθίσταται.

    Οι αγορές αντέδρασαν θετικά, μολονότι η κυβέρνηση έχει επανειλημμένα διακηρύξει, ότι δεν θα αποδεχθεί, αν της προταθεί, μια προληπτική πιστωτική γραμμή στήριξης, αντίθετα θα υλοποιήσει ένα πρόγραμμα σχηματισμού αποθεματικού ρευστότητας (cash buffer) ύψους περίπου 18 δις Ευρώ. Συνεπώς, έμπρακτα αποδέχονται τους σχεδιασμούς της Ελλάδος, εκφράζοντας την εμπιστοσύνη τους στη συγκεκριμένη επιλογή. Άλλωστε, έχει ήδη ξεκινήσει η συγκέντρωση κεφαλαίων για το σκοπό αυτό. Από την πρώτη έξοδο στις αγορές 1,5 δις, από την πρόσφατη 3 δις και 1,9 δις από τη δόση που αναμένεται να εισπράξουμε από τον ESM τις επόμενες ημέρες, συνολικά 6,4 δις Ευρώ.

    Παρόλα αυτά η αρθρογραφία αλλά και οι τοποθετήσεις παραγόντων κατά της επιλογής της δημιουργίας ενός αποθεματικού ρευστότητας καλά κρατεί. Σημειωτέον δε, ότι ο ίδιος ο αρμόδιος Επίτροπος Οικονομικών Υποθέσεων κ. Moscovici έχει ταχθεί υπέρ της επιλογής αυτής.

    Ας δούμε όμως ποια είναι τα επιχειρήματα που προβάλλονται ως αδύνατα σημεία της επιλογής του αποθέματος ρευστότητας.

    Ένα πρώτο από τα βασικά επιχειρήματα των υποστηρικτών της προληπτικής γραμμής στήριξης είναι ότι η Ελλάδα δε μπορεί να επιστρέψει στις αγορές με συμφέροντα επιτόκια, αφού τα ομόλογά της και τώρα αλλά και για αρκετό χρόνο ακόμη, θα βαθμολογούνται από τους οίκους αξιολόγησης ως «junk», αρκετά μακριά από τις επενδυτικές βαθμίδες. Χωρίς να υποτιμάται το γεγονός, αντίθετα μάλιστα θα πρέπει να δουλέψουμε ώστε να επανέρθουμε το γρηγορότερο στις επενδυτικές βαθμίδες, οι αγορές χρησιμοποιούν μέχρι τότε άλλα κριτήρια για να κάνουν αποδεκτά τα ομόλογα χωρών με προβληματική αξιολόγηση και αναλαμβάνουν το ρίσκο.

    Από πολλούς οικονομολόγους υποστηρίζεται τελευταία, ότι αυτό που έχει σημασία πρωτίστως για τις αγορές είναι κατά βάση η ανάπτυξη μιας χώρας και οι πιθανές θετικές προοπτικές της. Το επόμενο που εξετάζουν είναι η πορεία του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, στην οποία αντικατοπτρίζεται το επίπεδο ανταγωνιστικότητας της χώρας και κυρίως η δυναμική του. Δεν θα πρέπει άλλωστε να ξεχνάμε, ότι στη 10ετή περιπέτεια της κρίσης που μπήκε η χώρα μας, κύρια αιτία ήταν το μεγάλο άνοιγμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, το οποίο το 2007 είχε σκαρφαλώσει στο 14,5% του ΑΕΠ (36 δις Ευρώ), ένα μέγεθος που δεν είναι δυνατό να αντιμετωπιστεί με συμβατικά αντικυκλικά μέσα οικονομικής πολιτικής.

    Ακόμη, ένα τρίτο πολύ σημαντικό στοιχείο που εξετάζουν οι αγορές, είναι το ύψος, αλλά και κυριότερο τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του δημοσίου χρέους. Αυτό που τις ενδιαφέρει βασικά, είναι η εξυπηρετισημότητά του, η οποία εξαρτάται από το ύψος των ετήσιων υποχρεώσεων για πληρωμές και κατ’ επέκτασιν από τις προβλέψεις για το μέγεθος της οικονομικής μεγέθυνσης.

    Άλλωστε, έχουμε πρόσφατα παραδείγματα εφαρμογής αυτής της μεθοδολογίας, τόσο στην Πορτογαλία όσο και στην Κύπρο. Είναι γνωστό ότι και οι δύο χώρες επέλεξαν κάτω από χειρότερες μάλιστα από τις τωρινές συνθήκες, να μη δεχθούν προληπτική γραμμή στήριξης. Και όμως, βγήκαν στις αγορές με πολύ υψηλά επιτόκια, τα οποία στη συνέχεια αποκλιμακώθηκαν σε ανεκτά επίπεδα, παρότι η πρώτη για τρία και η δεύτερη για δύο ακόμη χρόνια συνέχιζαν να αξιολογούνται από τις αγορές με non investment grade.

    Η χώρα μας πληροί όλα τα παραπάνω κριτήρια, αφού οι προβλέψεις για την αύξηση του ΑΕΠ στα επόμενα χρόνια είναι αρκετά αισιόδοξες, γύρω στο 2,5% το χρόνο, το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών εδώ και τρία χρόνια είναι ισοσκελισμένο, με τις εξαγωγές συνεχώς να ενισχύονται, ενώ μια αναδιάρθρωση του χρέους με την εφαρμογή των μεσοπρόθεσμων μέτρων που έχουν συμφωνηθεί και έχει ήδη ξεκινήσει η τεχνική επεξεργασία για τον τρόπο ελάφρυνσής του, θεωρείται με το πέρας του προγράμματος ως δεδομένη.

    Αυτό δε σημαίνει βέβαια, ότι η σημερινή ικανοποιητική κατάσταση, μπορεί να έχει διάρκεια χωρίς τη συνέχιση της προσπάθειας. Η εξασφάλιση διατηρήσιμης ανάπτυξης είναι μια διαδικασία που κερδίζεται με επιμονή και προσήλωση στους στόχους, την προσέλκυση επενδύσεων σε ένα φιλικό επιχειρηματικό περιβάλλον, την αποκατάσταση της εύρυθμης λειτουργίας του τραπεζικού συστήματος, τη βελτίωση της λειτουργίας των θεσμών του κράτους, την αξιοποίηση του δημόσιου πλούτου, τη σταδιακή αντικατάσταση του καταναλωτικού μοντέλου της χώρας με ένα εξωστρεφές, βασιζόμενο στην παραγωγή και προώθηση καινοτομικών προϊόντων με υψηλή προστιθέμενη αξία κ.α.

    Ένα δεύτερο επιχείρημα, που χρησιμοποιούν όσοι αντιτάσσονται στην επιλογή του αποθεματικού ρευστότητας, είναι, ότι κοστίζει ακριβά, χωρίς μάλιστα να εξασφαλίζει την αναγκαία για τα επόμενα χρόνια ρευστότητα και γι’ αυτό το λόγο η λύση είναι και επικίνδυνη.

    Ας δούμε καταρχήν πια είναι η κατάσταση στο μέτωπο του κόστους χρήματος. Η Ελλάδα δανείζεται στο 10ετές με 3,7%, ενώ προσφάτως άντλησε 3 δις Ευρώ στο 7ετές με επιτόκιο 3,5%, κόστος δηλαδή επιπέδου του 2006, όταν η χώρα βρισκόταν στην περιοχή του investment grade με αξιολόγηση Α2. Αξίζει ακόμη να αναφερθεί, ότι ανάμεσα στις πηγές του χρέους, υπάρχει και ένα τμήμα που προέρχεται από το Δ.Ν.Τ και το οποίο μας χρεώνει 3,5% στο εξάμηνο.

    Για το αποθεματικό θα χρησιμοποιηθούν τα 9 δις Ευρώ που προέρχονται από τα υπόλοιπα του ΕΣΜ με επιτόκιο 1,5%, τα δε άλλα 9 δις θα αντληθούν ελεύθερα με επιτόκιο αγοράς, το οποίο, αν εξελιχθεί το πρόγραμμα ομαλά και οι διεθνείς χρηματοοικονομικές συνθήκες δεν αλλάξουν δραστικά, θα αποκλιμακώνεται συνέχεια. Σαφώς και η πιστοληπτική γραμμή στήριξης, αν δεν την χρησιμοποιήσει κανείς είναι φθηνότερη. Όμως αυτό θα είναι το τίμημα για την ανάκτηση της αξιοπιστίας της χώρας μας διεθνώς. Η απόδειξη, ότι η Ελλάδα μπορεί να σταθεί στα πόδια της, έστω αρχικά με πατερίτσες, που θα είναι το αποθεματικό ρευστότητας, για την αγορά των οποίων θα καταβληθεί ένα τίμημα.

    Σε αντίθεση με την καθαρά λογιστική προσέγγιση του εγχειρήματος είναι σημαντικό να εξετάσει κανείς τα μακροπρόθεσμα οφέλη από την αυτόνομη επάνοδο στις αγορές, κυρίως για την πραγματική οικονομία, τις τράπεζες και τις επιχειρήσεις. Η βελτίωση του κλίματος βοηθάει, χωρίς αμφιβολία, στην εδραίωση κλίματος εμπιστοσύνης, τόσο για την επέκταση της παραγωγικής δραστηριότητας, όσο και για την υλοποίηση νέων επενδυτικών σχεδίων.

    Ήδη, μια σειρά από εξωστρεφείς, υγιείς, δυναμικές επιχειρήσεις, αντλούν κεφάλαια από την ελληνική κεφαλαιαγορά με την έκδοση εταιρικών ομολόγων, με επιτόκιο μάλιστα κοντά στο 3%, ενώ το επόμενο διάστημα με τη σταδιακή επαναφορά της χώρας στις αγορές, αναμένεται να κινητοποιηθούν και άλλες. Οι ανάγκες για επενδύσεις είναι μεγάλες, οι αποδόσεις είναι καλές, η δε επιστροφή της χώρας στην κανονικότητα δημιουργεί τις προϋποθέσεις για δυναμική εξέλιξή τους.

    Σε ότι αφορά τις τράπεζες, ο αναμενόμενος αποκλεισμός των ελληνικών ομολόγων από τη χρήση τους ως ενέχυρο για την παροχή φθηνής ρευστότητας από την ΕΚΤ θα τις οδηγήσει πράγματι στη χρησιμοποίηση του ακριβότερου κατά 0,5% ELA για την κάλυψη πιθανών αναγκών ρευστότητας. Η επιβάρυνση όμως εκτιμάται, ότι θα είναι κατά πολύ μικρότερη από τα οφέλη που θα αποκομίσουν από μια επιστροφή στις αγορές σε συνθήκες κανονικότητας.

    Οι τράπεζες θα ωφεληθούν από την ευκολότερη έξοδό τους στις αγορές για άντληση κεφαλαίων, τη μεγαλύτερη εισροή καταθέσεων, καθώς και την επέκταση των τραπεζικών εργασιών τους, λόγω της αύξησης του ΑΕΠ. Επιπρόσθετα, εκείνο που θα τους παράσχει την ουσιαστική ώθηση για να επιστρέψουν στην δική τους κανονικότητα και να αναλάβουν το ρόλο τους, είναι η εξυγίανση του ενεργητικού τους με τη μείωση των κόκκινων δανείων, η οποία θα ελευθερώσει πόρους για να στηρίξουν τις δραστηριότητες των υγιών επιχειρήσεων.

    Συμπερασματικά, τόσο το κράτος, όσο οι επιχειρήσεις και οι τράπεζες, έχουν να ωφεληθούν από μια επιστροφή στην κανονικότητα των αγορών. Το αποθεματικό ρευστότητας εγγυάται την χρηματοδοτική εξομάλυνση των όποιων έκτακτων αναταράξεων στις αγορές και αποκαθιστά το κατάλληλο κλίμα για εμπέδωση της εμπιστοσύνης στην οικονομία μας, στις επιχειρήσεις μας, αλλά και στις τράπεζές μας. Τόσο η πραγματική οικονομία, όσο και η κεφαλαιαγορά έχουν ανάγκη ένα πλαίσιο κανονικότητας για να λειτουργήσουν και να αποδώσουν».



    ΣΧΟΛΙΑ