• bloomberg
    Sponsored by

    Bloomberg

    Ποια είναι τα όπλα της ΕΚΤ σε περίπτωση πανδημίας του κοροναϊού

    Christine Lagarde, επικεφαλής της ΕΚΤ

    Christine Lagarde, επικεφαλής της ΕΚΤ


    Καθώς το βλέμμα όλων στρέφεται όλο και περισσότερο στις ρυθμιστικές Αρχές, περιμένοντας να ληφθούν μέτρα για την τόνωση της οικονομίας και της επιχειρηματικής δραστηριότητας, πολλοί αναρωτιούνται αν θα μπει κάποια στιγμή στο παιχνίδι και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.

    Ωστόσο, με τα επιτόκια κάτω από το μηδέν και το τελευταίο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων να είναι ήδη σε εξέλιξη, τα περιθώρια για πρόσθετη νομισματική στήριξη είναι πολύ περιορισμένα. Για τους φορείς χάραξης πολιτικής στη Φρανκφούρτη, αυτό σημαίνει, όπως έχουν ήδη πολλάκις επισημάνει, ότι είναι ώρα να αναλάβουν δράση οι κυβερνήσεις και δη η Γερμανία.

    Η ΕΚΤ μπορεί όμως να μην έχει καν την πολυτέλεια να περιμένει δημοσιονομική βοήθεια, εάν η νόσος εξελιχθεί σε πανδημία και η ύφεση, που έχει περιοριστεί μέχρι σήμερα στη μεταποίηση, κατακλύσει την ευρύτερη οικονομία.

    Ένα τέτοιο σενάριο θα καθιστούσε όλο και πιο προφητική την προειδοποίηση της προέδρου της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, τον Ιανουάριο, ότι δεν πρέπει να υποθέτει κανείς ότι η πολιτική βρίσκεται στον αυτόματο πιλότο. Μόλις ένα μήνα αφού μίλησε στο Νταβός, ένα πρόβλημα που φαινόταν να είναι πολύ μακριά, στην Κίνα, βρίσκεται πλέον σε απόσταση αναπνοής από την Φραγκφούρτη και την έδρα της ΕΚΤ.

    Τι μπορεί, λοιπόν, να κάνει η ΕΚΤ;

    Ένα τηλεφώνημα στο Βερολίνο

    Η ηγεσία της ΕΚΤ θα μπορούσε πολύ απλά να καλέσει τις κυβερνήσεις των κρατών μελών, προτρέποντάς τις να αυξήσουν, εφόσον μπορούν, τις δημοσιονομικές δαπάνες τους. Θα μπορούσε να υποστηρίξει ότι οι φοροελαφρύνσεις και οι δημόσιες επενδύσεις μπορεί να είναι πιο αποτελεσματικές από τη νομισματική πολιτική για την ενθάρρυνση της κατανάλωσης και την αντιστάθμιση των αδύναμων εξαγωγών.

    Καθησυχαστική ρητορική

    Οι υπεύθυνοι για τη χάραξη πολιτικής μπορούν επίσης να επιδοθούν σε μια… επιχείρηση εφησυχασμού, σε μια πρώτη προσπάθεια οικοδόμησης εμπιστοσύνης, υποσχόμενοι να παρακολουθούν προσεκτικά την οικονομία και να προσαρμόσουν τη δράση τους στο συγκεκριμένο πρόβλημα.

    Νέα μείωση των επιτοκίων

    Η ΕΚΤ επιμένει ότι μπορεί να μειώσει το επιτόκιο των καταθέσεων αν χρειαστεί και ο επικεφαλής οικονομολόγος, Φίλιπ Λέιν, δεν βλέπει κανένα εμπόδιο σε αυτό, ακόμη και μετά από πέντε και πλέον χρόνια αρνητικών επιτοκίων. Οι οικονομολόγοι της Rabobank σημειώνουν ότι η απαλλαγή ορισμένων τραπεζών από την ΕΚΤ, όταν μείωσε το επιτόκιο στο -0,5% τον Σεπτέμβριο, δημιούργησε σιωπηρά περιθώριο για περαιτέρω μειώσεις και οι χρηματοπιστωτικές αγορές στοιχηματίζουν τώρα σε μια μείωση της τάξης των 10 μονάδων βάσης τον Δεκέμβριο.

    Στην πραγματικότητα όμως, οι υπεύθυνοι για τη χάραξη πολιτικής δεν έχουν επί του παρόντος καμία προφανή διάθεση να προχωρήσουν σε μια τέτοια κίνηση, επικαλούμενοι, σε κάποιες περιπτώσεις, ανησυχίες για τη μείωση της κερδοφορίας των τραπεζών. Μια νέα μείωση των επιτοκίων θα μπορούσε επίσης να προκαλέσει την οργή των Γερμανών και των Ολλανδών καταθετών, με κίνδυνο να δούμε να ενισχύονται και πάλι ακραίες και λαϊκιστικές πολιτικές δυνάμεις.

    Περισσότερη ποσοτική χαλάρωση

    Αν και η μαζική ποσοτική χαλάρωση μπορεί να είναι λιγότερο τοξική πολιτικά, εξακολουθεί να είναι αμφιλεγόμενη, ιδίως μεταξύ των «πουριτανών» της νομισματικής πολιτικής, όπως είναι ο πρόεδρος της γερμανικής κεντρικής τράπεζας, της Bundesbank, Γενς Βάιντμαν.

    Το σημερινό πρόγραμμα, το οποίο «τρέχει» με ρυθμό 20 δισ. ευρώ τον μήνα, σχεδιάστηκε ουσιαστικά για να διαρκέσει μέχρι το 2021, παρόλο που δεν έχει επίσημη ημερομηνία λήξης. Η αύξηση των μηνιαίων αγορών ή η παράτασή του για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα θα μπορούσε να δοκιμάσει έναν αυτεπιβεβλημένο κανόνα, που αποσκοπεί στην αποφυγή της νομισματικής χρηματοδότησης: ότι η ΕΚΤ δεν μπορεί να αγοράσει περισσότερο από το 30% του χρέους κάθε χώρας.

    Ο τρόπος με τον οποίο οι αξιωματούχοι θα διαμορφώσουν εν τέλει το πώς θα γίνει η νέα ποσοτική χαλάρωση (το νέο QE) θα εξαρτηθεί στην ουσία από το πλήγμα που θα υποστεί τελικά η οικονομία. Για παράδειγμα, μια άνοδος στις αποδόσεις των κρατικών ομολόγων η οποία θα οφειλόταν στις αμφιβολίες που πιθανόν υπάρχουν σχετικά με την ικανότητα των κυβερνήσεων να περιορίσουν την κρίση, θα μπορούσε να οδηγήσει σε πρόσθετες αγορές κρατικών ομολόγων. Εάν το πρόβλημα είναι η χρηματοδότηση των επιχειρήσεων, μια επιλογή θα ήταν να αγοράσει περισσότερα εταιρικά ομόλογα. Η ΕΚΤ θα μπορούσε ενδεχομένως να εξετάσει και νέα assets, όπως τα τραπεζικά ομόλογα ή να ακολουθήσει το παράδειγμα της Τράπεζας της Ιαπωνίας και να αγοράσει μετοχές.

    Αύξηση ρευστότητας

    Ένα λιγότερο αμφιλεγόμενο εργαλείο θα ήταν να πλημμυρίσει το χρηματοπιστωτικό σύστημα με χρήμα για να αποφευχθούν οι χρηματοδοτικές εντάσεις. Ωστόσο, με πλεόνασμα ρευστότητας 1,7 τρισεκατομμυρίων ευρώ να βρίσκεται ήδη στο σύστημα και με τις τράπεζες να μπορούν να απευθυνθούν στην ΕΚΤ για απεριόριστη ρευστότητα βραχυπρόθεσμα, ενδέχεται να μην υπάρχει ζήτηση.

    Εναλλακτικά, το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ θα μπορούσε να καταστήσει τα μακροπρόθεσμα δάνεια της ΕΚΤ πιο ευνοϊκά, να επιμηκύνει τις ωριμάνσεις από τα τρία έτη που είναι σήμερα ή να προσφέρει περισσότερες πράξεις πέρα ​​από τον Μάρτιο του 2021, όταν έχει προγραμματιστεί η τελευταία στοχευμένη πράξη πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης (TLTRO). Εάν η πρόσβαση των τραπεζών σε άλλα νομίσματα εκτός από το ευρώ περιοριστεί, η ΕΚΤ θα μπορούσε επίσης να… ξεσκονίσει τις γραμμές ανταλλαγής με κεντρικές τράπεζες, όπως η Τράπεζα της Αγγλίας, η ελβετική κεντρική τράπεζα, η Federal Reserve και η Λαϊκή Τράπεζα της Κίνας.



    ΣΧΟΛΙΑ