• Συνεντεύξεις

    Ελένη Κουτσούδη Ιόλα: «Ο Ιόλας δεν χωρούσε στο κάδρο της οικογένειας»

    Ελένη Κουτσούδη Ιόλα: «Ο Ιόλας δεν χωρούσε στο κάδρο της οικογένειας»


    «Ο Ιόλας δεν χωρούσε στο κάδρο της οικογένειας», θυμάται η ανιψιά και παρ’ ολίγον θετή του κόρη Ελένη Κουτσούδη Ιόλα. Αναφέρεται στην πατρική οικογένεια του θρυλικού μαικήνα Αλέξανδρου Ιόλα, που γαλούχησε την πιο σημαντική γενιά διεθνών ζωγράφων μοντέρνας τέχνης. Από τον Μαξ Ερνστ ως τον Ρενέ Μαγκρίτ και τον Ντε Κίρικο. Σύμφωνα με έγκριτους ιστορικούς, εκείνος ανέδειξε τον Άντι Γουόρχολ… Έμπορος Βαν Γκογκ

    Αλέξανδρος Ιόλας υπήρξε το ψευδώνυμό του. Τον αποκαλούσαν απλώς «Ιόλα».

    Το βιβλίο της Ελένης Κουτσούδη Ιόλα «Ο θείος μου Αλέξανδρος Ιόλας, Ο άνθρωπος πίσω από τον Μύθο» (εκδ. Μίνωας) αποτελεί ανάγλυφη καταγραφή της περιπετειώδους ζωής του. Αναδεικνύεται παλλόμενη η φιγούρα του ανθρώπου που επηρέασε όσο λίγοι τη μεταπολεμική τέχνη. Τόσο στα μεγέθη της Αμερικής (αφού πέθανε Αμερικανός υπήκοος) όσο και στης Ευρώπης.

    Η συζήτηση μαζί της μια παγωμένη μέρα του Ιανουαρίου ακούγεται σαν αφήγηση παραμυθιού. Η συναρπαστική ζωή του διάσημου θείου και πόσο μοιραία, υπέροχα και τραγικά δέθηκε με τη δική της.

    Την αποκαλούσε Ελενίτσα, εξάλλου υπήρξε και νονός της. Ήθελε να την υιοθετήσει. Τουλάχιστον, της έδωσε το όνομά του -η μόνη από την οικογένεια που το συνεχίζει.

    Και έτσι μέσα από τις σελίδες της βιογραφίας της προκύπτουν και πλούσια αυτοβιογραφικά στοιχεία. Δύσκολο να αποφασίσει κανείς πού θα εστιάσει περισσότερο -στην ίδια ή στο θείο της;

    «Όταν ήμουν 28 μου είχε ζητήσει να γράψω τη βιογραφία του», επισημαίνει. «Τότε είχε ακριβώς την ηλικία μου, εβδομήντα ετών. Όμως εγώ τότε ξεκινούσα την καριέρα μου. Ήμουν ψυχολόγος, πολύ αφοσιωμένη στο αντικείμενό μου. Μόλις είχα επιστρέψει από τη Γενεύη. Βέβαια πάντα είχα στο μυαλό μου ότι ο θείος μου είχε τα γονίδια του πατέρα του (σ.σ. και πατρικού της παππού), ότι θα ζήσει μέχρι τα 90. Μυαλό παιδικό ας πούμε. Διότι μετά από έξι χρόνια πέθανε από Aids. Πολλή στεναχώρια».

    Με τη συγγραφέα μπροστά στο πιάνο τους

    Η σημασία του Ιόλα στην Ιστορία της Τέχνης

    Θα μπορούσε κανείς να τον προσομοιάσει σήμερα με τον Λάρι Γκαγκόζιαν. Με τη μόνη διαφορά ότι εκείνη την εποχή ο χώρος της τέχνης παρέμενε ερμητικά κλειστός και ακατάδεκτος. Ευπρόσδεκτη σε αυτόν τον ελίτ κύκλο μόνο η αφρόκρεμα του χρήματος και της παιδείας. Το ίδιο επιλεκτικός παρουσιαζόταν και μπροστά στους καλλιτέχνες, που καταξιώνονταν με τεράστιες δυσκολίες.

    Ο Ιόλας συνεργαζόταν με όλους όσοι σήμερα βρίσκονται στο πάνθεον της καλλιτεχνικής ιστορίας βοηθώντας τους είτε να αναδειχθούν είτε να επιβιώσουν.

    Επίσης, η λειτουργία μιας γκαλερί, ο επίσημος χώρος εμπορίου έργων τέχνης, «δεν υπήρχε ευρέως τότε»,  διευκρινίζει και η Ελένη Κουτσούδη Ιόλα.

    Εκείνος ίδρυσε εμπορικούς χώρους στην Αμερική, στο Παρίσι, στη Γενεύη, στο Μιλάνο, στη Ρώμη. Συνέβαλε στη δημιουργία του Μουσείου σύγχρονης τέχνης στη Θεσσαλονίκη, που αργότερα πέρασε στο δημόσιο. Για να μην αναφερθεί κανείς στους Έλληνες Τσαρούχη, Τάκι, Πανιάρα, Τσόκλη, Παύλο μεταξύ πολλών άλλων.

    Στο Cipriani

    Οι πιο βαθύπλουτοι Αμερικάνοι εμπιστεύονταν το κριτήριό του. Ο μεγιστάνας από το Τέξας Τζον Ντε Μενίλ (Jean de Menil) και σύζυγός του Ντομινίκ ντε Μενίλ θεμελίωσαν το μουσείο The Menil Collection (Συλλογή Μενίλ) στο Χιούστον με χίλια έργα αγορασμένα από τον Ιόλα. Με τη δική τους υποστήριξη ιδρύθηκε η διάσημη γκαλερί του στο Παρίσι.

    Το διάσημο έργο του Μαγκρίτ Η αυτοκρατορία του φωτός, συγκαταλέγεται ανάμεσα στα έργα της μεγάλης Συλλογής Μενίλ.

    Στην Ευρώπη, ο Ιόλας δημιούργησε δεσμούς με την αριστοκρατία αλλά και με θρυλικούς επιχειρηματίες όπως ο Τζιάνι Ανιέλι. Εισέβαλλε στην γκαλερί του Παρισιού, έδειχνε στον Ιόλα τρεις πίνακες και αποχωρούσε μέσα σε λίγα λεπτά.

    Ο Μιλανέζος Πάολο Μαρινότι (Paolo Marinotti), από παλιά ευρωπαϊκή κλωστοϋφαντουργία, αγόραζε ακόμη πιο πληθωρικά.

    Στην κληρονομικά του συμπεριλαμβανόταν το διάσημο μεσαιωνικό αρχοντικό Palazzo Grassi στη Βενετία. Σήμερα, φιλοξενεί μέρος της ανεκτίμητης συλλογής σύγχρονης τέχνης του δισεκατομμυριούχου γάλλου επιχειρηματία Φρανσουά Πινό

    Το βιβλίο σφύζει από λαμπερό παρασκήνιο με γνωστές προσωπικότητες, χωρίς ποτέ να τείνει προς τη φαιδρότητα.

    Με τον Άντι Γουόρχολ

    Ο ρομαντισμός ενός ιδεαλιστή της τέχνης

    Η διαχείρηση των επιχειρήσεών του, βασιζόταν περισσότερο στις ανθρώπινες σχέσεις παρά στην οικονομική ανταποδοτικότητα.

    «Δεν εμφανιζόταν στα ατελιέ λέγοντας αυτό θέλω σήμερα, αντίο σας. Επισκεπτόταν τους καλλιτέχνες κάθε μήνα, έκανε τον ψυχολογικό υποστηρικτή. Διότι και αυτοί άνθρωποι ήταν, υπήρχαν εποχές που αντιμετώπιζαν οικονομικές δυσκολίες».

    Ο ίδιος είχε σημειώσε: «Δεν υπερασπίζομαι τους καλλιτέχνες. Ερωτεύομαι τη δουλειά τους».

    Δεν μπορούσε όμως να «τακτοποιήσει» τα οικονομικά του -«απλά δεν ήξερε» όπως διαπιστώνει η ανιψιά του. Αυτό βέβαια αργότερα δημιούργησε τεράστια προβλήματα και στην οικογένειά του.

    Και έτσι η βιογραφία της διαβάζεται και ως αστυνομικό ή δικαστικό δράμα. Η απουσία διαθήκης, το εξ αδιαιρέτου, η αντιδικία της συγγραφέως με την αδελφή του Ιόλα και θεία της Νίκη Κουτσούδη Στίφελ, στην Αμερική και στην Ελλάδα. Τα αρχαία, η βίλα της Αγίας Παρασκευής που λεηλατήθηκε…

    Η «σάγκα» μιας εύπορης οικογένειας από την Αίγυπτο, ο ρομαντισμός ενός χαρισματικού ανθρώπου, η ισοπεδωτική ελληνική πραγματικότητα, ένα αβαθές πηγάδι… Συνθέτουν ένα συναρπαστικό, πραγματικό «μυθιστόρημα».

    Άλλωστε, η βιογραφία του Ιόλα αποτελεί πλέον μέρος της βιβλιοθήκης της Εθνικής Πινακοθήκης και του υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού. Βασισμένη σε έγγραφα και επιστολές του, στοιχειοθετεί ταυτόχρονα την τοιχογραφία μιας συναρπαστικής εποχής στην ιστορία της Τέχνης.

    «Ήθελα να αποκαταστήσω το όνομά του με ντοκουμέντα -με όσα ήξερα και όσα δεν ήξερα. Η πρώτη του καριέρα ήταν ως κλασικού χορευτή σε μπαλέτο στη Γερμανία. Αυτά έπρεπε να τα ψάξω. Ήθελα να γράψω τεκμηριωμένα εν αντιθέσει με τον Τύπο, μια μερίδα του οποίου λίγο καιρό πριν έγραφε ανυπόστατα πράγματα».

    Ο «αλήτης» που άγγιξε τον ουρανό

    Ο παππούς της Ελένης Κουτσούδη Ιόλη Ανδρέας Κουτσούδης πήγε στην Αίγυπτο από τη Χίο και ασχολήθηκε με την ταξινόμηση του βαμβακιού (classificateur). Η γιαγιά της Περσεφόνη, με την ίδια καταγωγή.

    Στην τότε κοσμοπολίτικη Αλεξάνδρεια γέννησαν τέσσερα παιδιά. Κατά σειρά, τον Κωνσταντίνο Κουτσούδη (που μετέπειτα πήρε το όνομα Αλέξανδρος Ιόλας), τον Δημήτρη Κουτσούδη (πατέρα της Ελένης) και δύο κορίτσια, τη Νίκη και την Ηρώ Κουτσούδη.

    Ο τότε Κωνσταντίνος γνώρισε τον συνωνόματό του Κωνσταντίνο Καβάφη μέσω του καθηγητή φυσικής αγωγής του, που ασχολείτο και με τη λογοτεχνία.

    «Ο παππούς καταλάβαινε ότι ο γιος του ήταν διαφορετικός… Το αντιμετώπισε πολύ δύσκολα. Να φανταστείτε, ως παιδί έπαιζε πιάνο. Μόλις η δασκάλα διέγνωσε το ταλέντο του, ο παππούς πήρε το πιάνο και το πούλησε. Το κατέβασε με σχοινιά από το μπαλκόνι και το εξαφάνισε. Ήταν τότε το χειρότερο που μπορούσε να συμβεί σε έναν πατέρα. Ως μεγαλύτερος, έπαιρνε τα αδέλφια του και τα πήγαινε στην όπερα. Γυρνούσαν σπίτι και ο μπαμπάς τους άφηνε τα παιδιά να μπουν μέσα αλλά τον Ιόλα τον κλείδωνε απ’ έξω. Δεν χωρούσε στο κάδρο της οικογένειας, όπως γράφω και στο βιβλίο».

    Εγκατέλειψε το μπαλέτο στα 37 του χρόνια, ήτοι μεγάλος πια για να χορεύει αλλά έχοντας αποκτήσει μεγάλη φήμη. Εμφανίστηκε ως σολίστ στο θέατρο της Σάρα Μπερνάρ στο Παρίσι και στη Μετροπόλιταν στη Νέα Υόρκη.

    Ύστερα κατέκτησε τις κορυφογραμμές της παγκόσμιας τέχνης ως γκαλερίστας. Η εφημερίδα Liberation τον φιλοξένησε στο πρωτοσέλιδό της το 1984 με τίτλο: «Αλέξανδρος Ιόλας ο Μέγας».

    Όμως…

    «Φτάνοντας στην κορυφή, οι ενοχές που είχαν κουρνιάσει μέσα του τόσα χρόνια ανταγωνίζονταν τη φήμη του. Πώς ήταν δυνατόν ένας “αλήτης” να αγγίξει τον  “ουρανό”; {…} Έπρεπε με κάποιο τρόπο να ξεπληρώσει τα ατοπήματά του…», παρατηρεί στο βιβλίο της η Ελένη Κουτσούδη Ιόλα.

    Τα μοιραία πρώτα χρόνια

    Η Ελένη Κουτσούδη Ιόλα γεννήθηκε στην Αθήνα και μεταφέρθηκε στην Αλεξάνδρεια στα πέντε της χρόνια, αφού πέθανε η μητέρα της. Μέχρι τότε έβλεπε τον Ιολα κυρίως τα καλοκαίρια.

    Ύστερα, η εμπλοκή του στην ανατροφή της όλο και αυξανόταν με αποκορύφωμα να διεκδικήσει την αποκλειστικότητά της.

    Εκείνος άλλωστε την έστειλε εσωτερική στο Παρίσι. Εκείνος την αναλάμβανε τα Σαββατοκύριακα και στις αργίες. Αργότερα σπούδασε ψυχολογία στη Γενεύη με περίφημους καθηγητές. Συναντιόντουσαν συχνά όταν ο θείος της ερχόταν να στήσει νέα έκθεση στην γκαλερί που διατηρούσε εκεί.

    «Ήμασταν όλοι μέσα στο αυτοκίνητο. Ο οδηγός μπροστά με τον πατέρα μου και πίσω η μαμά μου -εγώ στην αγκαλιά της, πέντε ετών-, και δύο φίλες της. Σκοτώνονται όλοι και επιβιώνω μόνο εγώ και ο πατέρας μου ως εκ θαύματος, ύστερα από δέκα έντεκα μήνες στο νοσοκομείο».

    Τζον και Ντομινίκ Ντε Μενίλ, The Menil Collection

    Ο ακριβοθώρητος Πικάσο

    Προτού πεθάνει η μητέρα της, ο Γιάννης Τσαρούχης είχε ζητήσει να ζωγραφίσει την Ελένη Κουτσούδη Ιόλα. Η φυσιογνωμία της του θύμιζε τα παιδικά πορτρέτα του Βελάσκεθ. Πράγματι, σχεδίασε και έραψε ο ίδιος το φουστάνι για το πορτρέτο και τη φωτογράφισε ο ίδιος ώστε μετέπειτα να τη ζωγραφίσει. Ωστόσο, λόγω του μοιραίου ατυχήματος, το σχέδιο έμεινε ανεκπλήρωτο. Η φωτογραφία της από τον Τσαρούχη όμως συμπεριλαμβάνεται στο βιβλίο.

    Η συγγραφέας έμεινε αρχικά με τη θεία της Ηρώ στο Κάιρο και τον δεύτερο σύζυγό της Κώστα Ξενάκη.  Κάποια στιγμή ο Ιόλας τους αγόρασε ένα σπίτι στο Κολωνάκι, παλιό ατελιέ του Τσαρούχη στη Μαρασλή 51. «Το θυμάμαι αυτό το σπίτι μέχρι σήμερα. Δεν είχε πόρτες και διαχωριστικά μόνο ένα μπάνιο».

    Στην ενηλικίωσή της, ταξίδεψαν μαζί σε όλο τον κόσμο. Την κυκλοφορούσε μαζί του σε όλα τα λαμπρά γεύματα, στον αστραφτερό κόσμο της τέχνης στην Ευρώπη και την Αμερική, σαν κόρη του.

    Και ποιους δεν γνώρισε… Ο Ζορζ Πομπιντού ερχόταν τα Σάββατα στην γκαλερί του στο Παρίσι και ρωτούσε «τι νέο υπάρχει»;

    Αλλά είχε και τις απογοητεύσεις του. Κυρίως λυπόταν που δεν είχε τον Πικάσο σε αποκλειστικότητα. Αλλά είχε βρει έναν δικό του τρόπο να αγοράζει από τον ίδιο. Όταν ο Ιόλας τον επισκεπτόταν σπίτι του στη Νότια Γαλλία, κάποια στιγμή πριν φύγει, εμφάνιζε το χαρτοφύλακα γεμάτο με γαλλικά φράγκα. Τότε, ο Πικάσο τον άφηνε «με βαριά καρδιά» να πάρει δυο τρία έργα. Ύστερα περνούσαν μαζί το μαρτύριο να μετράει ο Πικάσο τα χρήματα πάνω στο στρογγυλό τραπέζι.

    Η συγγραφέας σήμερα

    Η υιοθεσία και η ρήξη

    Ο Ιόλας είχε ζητήσει από τον αδελφό του Δημήτρη και πατέρα της συγγραφέως να την υιοθετήσει. Εκείνος το είχε δεχτεί. Ακόμη ένα «δύσκολο» σημείο στην ανατροφή της. Σήμερα εκείνη αντιλαμβάνεται ότι ο πατέρας της το δέχτηκε επειδή έβλεπε πως η αγάπη του για την Ελένη, γείωνε τον Ιόλα.

    Τα δύο αδέρφια υπήρξαν μέχρι τέλους πολύ αγαπημένα. Το ίδιο όμως δεν μπορεί να ειπωθεί και για την αδελφή τους Νίκη.

    Όταν πέθανε ο Δημήτρης Κουτσούδης, άρχισαν τα «μαλλιοτραβήγματα» ανάμεσά τους, όπως παρατηρεί η Ελένη Κουτσούδη Ιόλα.

    Εν τω μεταξύ ο Ιόλας είχε χτίσει και το σπίτι της Αγίας Παρασκευής των 1800 τετραγωνικών μέτρων. Στο τεράστιο κτήμα υπήρχε ένα σπίτι για όλα τα αδέρφια.

    Η Ελενίτσα φωτογραφημένη και ντυμένη από τον Τσαρούχη

    Κυκλοθυμική και ζηλιάρα

    Η Νίκη ήταν από τις δύο αδελφές η πιο δύσκολη. «Παρά τα υλικά αγαθά που διέθετε, ποτέ δεν ήταν ικανοποιημένη». Θα τη χαρακτήριζε κανείς «σπάταλη, κυκλοθυμική και ζηλιάρα».

    Απρόβλεπτη και εγωκεντρική θα μπορούσε κανείς να προσθέσει. Χάριζε φορέματα στην Κλοντ Λαλάν και ύστερα έμπαινε στην ντουλάπα της και το έπαιρνε πίσω. Ο Ιόλας οργάνωνε γεύματα στο σπίτι του στην Αθήνα. Μια φορά, τη στιγμή που αποχεραιτούσαν τον Κωνσταντίνο Καραμανλή , η Νίκη τον ρώτησε με προπέτεια ποιον από τους δύο προτιμούσε (εκείνη ή τον Ιόλα); Εκείνος απάντησε τον Ιόλα…

    Κάποια στιγμή τη δεκαετία του 1970, φτάνει στα πρόθυρα να χωρίσει και από τον τέταρτο κατά σειρά σύζυγό της.

    Επρόκειτο για τον Άρθουρ Στίφελ (Arthur Stifel), από την γιγαντιαία κλωστοϋφαντουργία Stifel Fabrics. Αργότερα εξελίχθηκε σε συλλέκτη Πικάσο, Τάκις μεταξύ άλλων…

    «Ο Ιόλας έγινε έξαλλος. Προχωράει υποτίθεται το διαζύγιο αλλά πεθαίνει ο σύζυγός της δύο μήνες πριν από τον πατέρα μου από εγκεφαλικό το 1974.  Είχε ιδιωτικό αεροπλάνο. Μόλις προσγειώθηκε στο Μαϊάμι βγήκει από το αεροδρόμιο και έμεινε στον τόπο».

    Με τον Άντι Γουόρχολ στα τελευταία του

    Τα «Τζάκια» της Αμερικής

    Η Νίκη είχε μια κόρη, τη Σύλβια, 16 χρόνια μεγαλύτερη από τη συγγραφέα. Η Σύλβια παντρεύτηκε τον Τζον Ντε Κουέβας, γιο του Τζορτζ ντε Κουέβας (George de Cuevas), ιδρυτή των φερώνυμων μπαλέτων και της Μάργκαρετ Στρονγκ, εγγονής του Τζον Ντ. Ροκφέλερ.

    Οι δύο ξαδέρφες παραμένουν οι μοναδικές κληρονόμοι του Ιόλα.

    «Όταν πέθανε ο Ιόλας και η Ηρώ το 1987, στράφηκαν εναντίον μου. Ενώθηκαν μαμά και κόρη. Και οι δυο τους είχαν στο μυαλό τους να πάρουν στην κατοχή τους το σύνολο της περιουσίας. Δεν μπορούσα ποτέ να φανταστώ το βάθος της κατάστασης και ότι θα έφταναν σε τέτοιες ακρότητες».

    Αλλά η αδίστακτη φύση της Νίκης φανερώθηκε και στις τελευταίες στιγμές του Ιόλα. Η Νίκη τον είχε απομονώσει σε ένα δωμάτιο σε νοσοκομείο στην Αμερική. Τον Μάρτιο του 1987 τον έφερε για μια εβδομάδα στο σπίτι της στην Αγία Παρασκευή.

    Όταν η συγγραφέας τον αντίκρυσε, βρισκόταν σε παραλήρημα (λένε λόγω του ιού ή των φαρμάκων…).

    «Συγκλονίστηκα από την εικόνα. Έκανε κάτι αφύσικες χειρονομίες που μου θύμιζαν περισσότερο ζώο παρά άνθρωπο». Όμως όταν τον ρώτησαν μέσα στο παραλήρημά του ποια βρίσκεται μπροστά του, εκείνος απάντησε, «είναι η κόρη μου η μοναδική μου κόρη». Και ο άνδρας της; «Ο αρραβωνιαστικός μου», απάντησε ανασύροντας ψήγματα χιούμορ από τα βάθη του υποσυνειδήτου του.

    Φωτογράφηση για τη γαλλική Vogue

    Post Mortem

    Ο Ιόλας δεν άφησε διαθήκη. Μια τεράστια περιουσία που έμεινε αίολη και κατακερματίστηκε. «Όταν δεν συμφωνούν οι κληρονόμοι είναι δραματικό πράγμα», παρατηρεί σήμερα η Ελένη Κουτσούδη Ιόλα.

    Η «τραγωδία» κράτησε δέκα πέντε χρόνια και κόστισε στην Ελένη Κουτσούδη Ιόλα μια αυτοάνοση  ασθένεια…

    Όταν αρρώστησε ο θείος της ενώ βρισκόταν στη Νέα Υόρκη, η αδελφή του Νίκη πραγματοποίησε μία πρώτη απογραφή. Υπέθεταν ότι κάποιοι θα έκλεβαν έργα. Επιπλέον, μετά θάνατον εμφανίστηκαν διάφοροι που ισχυρίζονταν ότι ο Ιόλας τους χρωστούσε. Ενώ προηγήθηκαν οι κατηγορίες για αρχαιοκαπηλία.

    Αρχαιοκαπηλία

    Το σπίτι της Αγίας Παρασκευής πολλάκις λεηλατήθηκε. «Με φώναζαν οι γείτονες και η απογραφή άρχιζε από την αρχή». Διατηρούσε σε αυτό έργα τέχνης αλλά και αρχαία κομμάτια.

    Στη συλλογή του συμπεριλαμβάνονταν αρχικά 800 αρχαία. Τα 600 έχουν κλαπεί. Όσα υπάρχουν, φυλάσσονται στο Αρχαιολογικό Μουσείο. Οι εικόνες βρίσκονται στο Βυζαντινό.

    «Είχα κάποια αρχαία που μου είχε δώσει ο θείος μου με άδεια. Δέκα τρία κομμάτια. Τα μισά μου τα επέστρεψε το Μουσείο, όταν ήρθε η ώρα της διανομής. Τα υπόλοιπα παρέμειναν εκεί καθώς η ξαδέλφη μου δεν έχει διεύθυνση στην Ελλάδα».

    Για αρχαιοκαπηλία είχε κατηγορηθεί (εκτός από το θείο της) και η Ελένη Κουτσούδη Ιόλα αλλά γρήγορα η κατηγορία κρίθηκε «νόμω αβάσιμη», δηλαδή χωρίς νομικό έρεισμα.

    Δικηγορικοί διαξιφισμοί

    Το κομμάτι που αφορά τις δίκες στην Ελλάδα και στην Αμερική αποτελεί πραγματικό δικαστικό θρίλερ με επίκεντρο την τέχνη.

    Την περιγραφή των επώδυνων επεισοδίων περιγράφει ο σύζυγός της, Γκυ Νατάν. Με απαράμιλλη ζωντάνια. Δεν θα ξαφνιαστεί κανείς αν δει το «έργο» να μεταφέρεται στο Χόλιγουντ…

    Μέσα σε όλο αυτό το απίστευτο σάγκα εμπλέκεται και το καταπίστευμα Άντι Γουόρχολ (Estate) στην υπόθεση της Αμερικής. Αφορούσε διάσημα έργα του Γουόρχολ The Last Supper από την τελευταία έκθεση στο Μιλάνο. Για να πάρει ο αναγνώστης μια ιδέα του μεγέθους…

    Πολλά έργα τα σφετερίστηκε η Νίκη και τα έστειλε στη Σύλβια στη Νέα Υόρκη. Χρειάστηκε να προσλάβουν ένα από τα μεγαλύτερα δικηγορικά γραφεία της Αμερικής για να τους εκπροσωπήσει (Windels-Marx).

    Η Ελένη Κουτσούδη Ιόλα προσέλαβε την Μάριον Μπάχραχ (Marion Bachrach), εξαιρετική δικηγόρο αλλά όχι επώνυμη. Πρώτη τελείωσε η υπόθεση της Αμερικής.

    «Τη θεία μου την είδα για τελευταία φορά στην Ελλάδα, στο κακουργοδικείο, και λυπήθηκα για όλη αυτή την κατάσταση. Μόνο ο δικηγόρος μας φάνηκε εξαιρετικά χαρούμενος για τη δικαίωσή μας. και καταδικάστηκε. Ο δικηκόρος της Νίκης άσκησε έφεση. Οι διαδικασίες στην Αμερική αποδείχθηκαν πιο γρήγορες και αποτελεσματικές. Τιμωρήθηκε αυστηρότατα για αυτό που έκανε. Στην Ελλάδα όλα κυλούσαν τόσο αργά που δεν εκδικάστηκε ποτέ η έφεση».

    Βίλα Αγίας Παρασκευής

    Το ξαναγέμισμα

    Στην πραγματικότητα κανείς δεν βγήκε κερδισμένος:

    «Όταν φτάσαμε στο δια ταύτα, έπρεπε να πληρώσουμε φόρους. Άκουγαν Ιόλας και τα φούσκωναν. Σε ένα σημείο συζητούσαν για δισεκατομμύρια δραχμές», θυμάται. «Πώς να μην έχω πόνους;».

    Ήταν η εποχή του λαϊκισμού. «Η εφορία πήρε την απογραφή που είχε κάνει η θεία μου το 1987 και μας φορολόγησε για τα κλεμμένα σαν να υπήρχαν στη συλλογή μας. Έτσι τελείωσε η οδύσσεια. Πληρώσαμε όλους τους φόρους, κλεμμένων και μη κλεμμένωνΚαι τι πήραμε; Ό,τι άξιζε είχε κλαπεί».

    Όμως σήμερα η Ελένη Κουτσούδη Ιόλα δέχεται όλη αυτή την περιπέτεια και την ανάμνησή της με αρχοντική εγκαρτέρηση και στωϊκότητα. Έκανε δύο παιδιά, την κόρη της την είδε νεογέννητη ο Ιόλας. Ο γιός της ονομάζεται Αλέξανδρος…

    Μπροστά στις δυσκολίες τη ζωής, θυμάται πάντα το μότο του πατέρα και του θείου της:

    «Οι άνθρωποι που αναρωτιούνται αν το ποτήρι είναι μισοάδειο ή μισογεμάτο χάνουν το νόημα. Το ποτήρι ξαναγεμίζει. Στην πορεία της ζωής μου, εμπέδωσα πολύ γρήγορα ότι το γέμισμα εξαρτάται αποκλειστικά από μένα».



    ΣΧΟΛΙΑ