ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Ένα μεγάλο εικαστικό ταξίδι και μια πολύχρωμη διαδρομή ζωής με στάσεις στις μεγάλες πόλεις του κόσμου και συναναστροφές με ανθρώπους που σημάδεψαν τον καιρό τους είναι η βόλτα στη ζωή του Θεόδωρου Μανωλίδη, που κατάφερε να την κάνει ξεχωριστή.
Η έκθεση στη γκαλερί Tsantilis Art Gallery, στο Κολωνάκι, που έκανε εγκαίνια, πολυφωτογραφήμενα και με κοσμικότητα απ’ αυτές που σπανίζουν πια, αποτελεί έναν ειλικρινή φόρο τιμής στην πολυσχιδή καλλιτεχνική διαδρομή του διεθνούς ζωγράφου.
Μέσα από μια προσεκτικά επιλεγμένη συλλογή έργων, που εκτείνονται σε αρκετές δεκαετίες δημιουργίας, στην έκθεση, που γίνεται με την αγάπη και την υποστήριξη των παιδιών του καλλιτέχνη, Αλεξάνδρου και Θεοδώρας-Ολυμπίας Μανωλίδη, η παρουσίαση φωτίζει τον μοναδικό διάλογο που ανέπτυξε ο καλλιτέχνης μεταξύ σουρεαλισμού και βυζαντινής παράδοσης.
Έργα αρμονικά μετρημένα, αλλά όλο υποδόρια ένταση και εσωτερικότητα και χρώματα, σχήματα, εντυπώσεις, συναισθήματα, ποιότητες, μικρές εκρήξεις τοπίων φωτός που υπνωτίζουν το βλέμμα και σου επιβάλουν αισθητική, σα στοίχειωμα ωραιότητας.
View this post on Instagram
«Ο Θεόδωρος Μανωλίδης είναι βαθιά μεσογειακός καλλιτέχνης» σημειώνει η Αθηνά Σχινά στη μονογραφία που εξέδωσαν οι εκδόσεις Skira. «Τα έργα του αντλούν έμπνευση από τους μύθους και τη φύση, διαμορφώνοντας έναν ζωντανό διάλογο ανάμεσα σε εποχές και πολιτισμούς. Μέσα από αγγεία, προσωπεία, κεντήματα και σύμβολα, ανασυνθέτει μια εικαστική γλώσσα που γεφυρώνει το παρελθόν με το παρόν. Τα έργα του διακρίνονται για τη ζωτικότητα, τη μνημειακότητα και την αίσθηση διαχρονίας που αποπνέουν», επισημαίνει.
Και είναι αυτό το βλέμμα του ζωγράφου, όπως και οι επιλογές του, που ενώ, ίσως δεν φαίνονται με τη μία, ήταν όλες επαναστατικές.

Σπουδές και ζωή από Αθήνα στο Παρίσι
Καμία ζωή δεν είναι απλή, μα του Μανωλίδη μοιάζει μυθιστορηματική, σα να μην είναι μία αλλά πολλές ζωές, που συναντιούνται όλες στον χρωστήρα και στον καμβά του. Ή, ίσως, να ανασκευάσουμε και να πούμε πως η ίδια η ζωή του είναι ένα έργο τέχνης, σαν εκείνα που φιλοτεχνεί και κάθε τι πάνω του είναι σε γερή δόση – από τις χειρονομίες του, την εστέτ παρουσία, τις πόλεις όπου έζησε, τις πράξεις του.
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1940. Έδειξε την εικαστική του κλίση από παιδί και δεν υπήρξαν περιθώρια αμφιβολίας για το ότι θα ασχολούταν με την τέχνη. Έτσι, απόλυτα φυσιολογικά και αναμενόμενα, το 1957 έγινε δεκτός και σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών. Δάσκαλος του υπήρξε ο Γιάννης Μόραλης, από τους σπουδαιότερους Έλληνες ζωγράφους του 20ού αιώνα, που σημάδεψε με τη διδασκαλία του και την ευρύτερη φυσιογνωμία του την ελληνική τέχνη της εποχής του αλλά και των επόμενων γενεών.
Σε ηλικία 22 ετών, θα συνεχίσει τις σπουδές του στην École des Beaux-Arts, δηλαδή την γαλλική Εθνική Σχολή Καλών Τεχνών, στο Παρίσι. Στη σχολή αυτή, που λειτουργεί απ’ το 1648, βουτά στις κλασικές τεχνικές ζωγραφικής, γλυπτικής μα και αρχιτεκτονικής, ενώ παράλληλα ενθαρρύνεται να αναπτύξει τη δική του δημιουργική έκφραση και την πειραματική τέχνη. Γύρω του, το Παρίσι της δεκαετίας του 1960, πυρακτωμένο δημιουργικά, για να συχνάζει στα θρυλικά καφέ και στις μποέμικες γειτονιές της Μονμάρτης και του Καρτιέ Λατέν, όπου οι συζητήσεις για την τέχνη, τη φιλοσοφία και την πολιτική είναι αδιάκοπες και παθιασμένες. Κλείνει γύρω του ένα στεφάνι χρόνου με το πολιτιστικό παρελθόν της πόλης και της Ευρώπης όλης, τους μεγάλους προδρόμους της μοντέρνας τέχνης και από τις ριζοσπαστικές ιδέες που αναδύονται σε μια εποχή κοινωνικών αναταραχών και πολιτισμικών μετασχηματισμών, με τον Μάη του 68 να προβάλει επαναστατικός και ανατρεπτικός σε όλους τους τομείς. Από την οικονομία έως τον έρωτα.
Το Παρίσι τότε δεν ήταν μόνο μια πόλη, αλλά ελευθερία, ανεξαρτησία, τέχνη, όραμα, πρόκληση για δημιουργία και αναγέννηση. Ο ίδιος εξελίσσεται σε έναν αριστοκρατικό άνθρωπο με τόσες αλάθητες ευαισθησίες, σχεδόν μικρού παιδιού, που ενώ ζει, ήδη, στην καρδιά της καλλιτεχνικής και πολιτικής Ευρώπης και η αίγλη της επιτυχίας, ήδη, σα πέπλο ετοιμάζει να τον τυλίξει, το μυαλό, η ψυχή, οι μεγάλες αισθητικές αρχές, παραμένουν στην Ελλάδα. Οι Πικάσο, Μιρό, Σαγκάλ, Τζακομέττι, Ντιμπιφέ περπατούν, αναπνέουν, γελάνε, θυμώνουν ή δημιουργούν στην ίδια πόλη με τον Μανωλίδη. Μα η Νέα Υόρκη αναδύεται ως το νέο παγκόσμιο κέντρο της μοντέρνας τέχνης, το μέρος που συμβαίνουν όλα, εκεί όπου πρέπει να βρεθεί κι ο ίδιος, ο νεαρός καλλιτέχνης, εκείνος που έχει πολλά να ζήσει και να πει μέσα από εικόνες.
Στη Νέα Υόρκη του μέγα Αλέξανδρου Ιόλα
Νέα Υόρκη, λίγο πριν τα 70s. Το «Μεγάλο Μήλο», εκεί που τα έργα των ανθρώπων φτάνουν στα ύψη των αγγέλων, ζει εάν εκρηκτικό μίγμα κοινωνικών αλλαγών, καλλιτεχνικής αναζήτησης και αστικής παρακμής. Διαδηλώσεις κατά του πολέμου στο Βιετνάμ, το κίνημα των πολιτικών δικαιωμάτων, οι φεμινίστριες, Black is beautiful, Μαύροι πάνθηρες και η άνοδος της αντικουλτούρας. Και η αχανής πόλη ζει μια μεγάλη οικονομική κρίση, η εγκληματικότητα γεννά άγριους δολοφόνους και ο φόβος για τον Son of Sam, που ένας «δαιμονισμένος» σκύλος τον διέταζε να σκοτώνει νεαρά ζευγάρια, ερημώνει τους δρόμους.
Την ίδια στιγμή, το νέο γεννιέται σαρωτικά εντυπωσιακό και η punk σκηνής σαρώνει στο CBGB, ενώ στο Studio 54 οι disco νύχτες είναι μυθικά ξέφρενες, με το graffiti και το hip hop να κυριαρχούν στο Bronx. Οι Ramones ή η Πάτι Σμιθ επαναπροσδιόρισαν την αστική καλλιτεχνική ταυτότητα. Μα οι πρωτόγνωρης αισθητικής άποψης γκαλερί στο SoHo φέρνουν στον αφρό την πρωτοποριακή τέχνη και το performance art. Και εκεί βασιλιάς της τέχνης, γκαλερίστας όπως δήλωνε και όχι έμπορος -ποτέ-, ο άνθρωπος με το μαγικό άγγιγμα είναι ο μέγας Αλέξανδρος Ιόλας, «Έλλην εξ Αλεξανδρείας», όπως αυτοσυστηνόταν. Ήδη, από το 1940 εκθέτει Μαγκρίτ, Μαξ Ερνέστ, Ντε Κίρικο, μετά ανακαλύπτει και επιβάλει τον Άντι Γουόρχολ, το κίνημα των Nouveau Realistes ή την Arte Povera με τον Πίνο Πασκάλι και τον Γιάννη Κουνέλλη. Έχει Alexander Iolas Galleries ακόμη σε Γενεύη, Παρίσι, Μιλάνο, Ζυρίχη, Μαδρίτη και Ρώμη. Προωθεί τη δουλειά Ελλήνων που έχουν ξεκινήσει καριέρα εκτός χώρας, όπως οι Τσόκλης, Παύλος, Τάκις, Ακριθάκης, Φασιανός ή Μάρα Καρέτσου. Και δείχνει σε όλο το κόσμο τη δουλειά καλλιτεχνών όπως οι Χατζηκυριάκος Γκίκας, Βαγής, Μόραλης, Τσαρούχης.

Σε αυτή τη Νέα Υόρκη, υπό το μαγικό εικαστικό άγγιγμα, την υπνωτιστική γνώση και γοητεία του Ιόλα, θα βρεθεί ο Θεόδωρος Μανωλίδης και θα γίνει παγκόσμιος, διεθνής, οικουμενικός, μα κουβαλώντας πάντα την Ελλάδα, τα μικρά ή μεγάλα σύμβολα της, το διάφανο, μοναδικό φως της, την παραδοσιακότητα της αγιογραφίας και τη βυζαντινή μεγαλοπρέπεια. Θα ισορροπήσει το ονειρικό και το υπερρεαλιστικό με τον αρχαιοελληνικό μύθο και τη μεσογειακή φύση σε ένα αποτέλεσμα υψηλής πολιτισμικής σύνθεσης διαχρονικότητας και πνευματικότητας. Η ελληνικότητά του στη δημιουργία του, μπορεί ίσως να βρει εφάμιλλο της σε εκείνη του Μπότη Θαλάσσινου, που βρίσκεται, άλλωστε, την ίδια εποχή στη Νέα Υόρκη. Μα ο Μανωλίδης δέχεται αναγνώριση και αποδοχή σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης, ήδη. Εκθέσεις, κάποτε και ομαδικές, μα κυρίως ατομικές, στις μεγάλες πόλεις του κόσμου, στις φημισμένες γκαλερί στο Παρίσι, τη Ζυρίχη, τη Βασιλεία, βέβαια στη Νέα Υόρκη, εννοείται και για πάντα στην Αθήνα, που υπάρχει αναφορά και επιστροφή απ το μεγάλο του ταξίδι στο κόσμο. Την Ελλάδα θα εκπροσωπήσει στη Μπιενάλε της Αλεξάνδρειας το 1974. Τα έργα του δημοπρατούνται ως θησαυροί σε διεθνείς οίκους, όπως οι Christie’s και το Sotheby’s. Γίνεται ο μεγάλος ζωντανός θρύλος της ελληνικής τέχνης, The Great Living Legend of Greek Art, όπως ακριβώς, τιτλοφορείται και η τωρινή έκθεση του, στην γκαλερί Tsantilis Art.
«Ο ελληνικός πολιτισμός συνεχίζει να ζει και να επηρεάζει μέσα από την τέχνη» λέει ο ίδιος ο καλλιτέχνης, στα εγκαίνια της έκθεσής του, που χαρακτηρίζεται ως μεγάλο πολιτιστικό γεγονός. «Μέσα από τα έργα αυτά προσπαθώ να αποδώσω αυτή τη συνέχεια», σημειώνει.
Ένα κορίτσι στην άκρη 38 ετών διαφοράς
Ο Μανωλίδης είναι ένας άνθρωπος του πολιτισμού, ως προϊόντος τρόπου ζωής μιας ιδανικής κοινότητας της εποχής του, που παράγει προϊόντα υψηλής αξίας. Δημιουργεί με την ψυχή, με διακριτικότητα, ειλικρίνεια, υψηλή πολιτισμική ευγένειας, δε θρηνεί την όποια τραγικότητα της εποχής του, αλλά με τη δουλειά του, κάνει πιο φωτεινό τον κόσμο, αρνούμενος να βουτήξει στην απελπισία και για αυτό είναι τόσο επαναστατικά δημιουργικός. Στο κακό αντιτάσσει φως, χρώμα, σύμβολο, συναίσθημα, σχήμα.
Αυτό το υψηλό αξιακό του ήθος, η ευγένεια, η καλλιέργεια, η πνευματικότητα, κάνουν ένα μεσημέρι, σε μια επιστροφή του στην Αθήνα, ένα κορίτσι σε μετεφηβική ηλικία, μόλις 20 ετών, την Ευγενία Καραγιαννίδου, να τον προσέξει. Εκείνη συνοδεύει τη κομψή της μητέρα σε ένα γεύμα με φίλους. Η μικρούλα της ιστορίας μας, έχει βγει, μόλις από μια σχέση, απ’ αυτές τις τόσο νεανικές, που μπορεί να ραγίσουν αθωότητες, αλλά όχι να τις σπάσουν σε κρυσταλλάκια. Ένας άνδρας μιλάει για ζωγραφική, ποίηση, λογοτεχνία και της δίνει σημασία, τη προσοχή του, το ενδιαφέρον του. Τη ρωτά για εκείνη. Ενθουσιάζεται που κάνει πιάνο από πέντε χρόνων και γράφει μουσική. Τους χωρίζουν 38 χρόνια και έχουν μια γενιά διαφορά. Η σχέση με τη νεαρή γυναίκα, ωραία σαν εκείνα τα μαρμάρινα αγάλματα τα αρχαιοελληνικά με τους τρυφερούς λαιμούς, είχε ζήλια, ένταση, ανταγωνισμό.

Το κορίτσι, η Ευγενία, βρίσκει σ’ αυτόν τον άνδρα, όλα τα αντίθετα και, επαναστάτρια στην ουσία της και όχι στο φέρεσθαί της, παντρεύεται το 1995 τον Θεόδωρο Μανωλίδη, χωρίς να ακούσει καμία αντίρρηση απ’ το περιβάλλον, χωρίς να το σκεφτεί δεύτερη φορά.
Αλλάζει ζωή, χώρα, ήπειρο, τρόπο ζωής, καθημερινότητα, φίλους και κοινωνικότητας. Σε λίγους μόλις μήνες κάνει δύο παιδιά. Ο Μανωλίδης γοητεύεται απ’ αυτό το επαναστατικό της πνεύμα, το ικανό για σάλτο μορτάλε στο άγνωστο, χωρίς κανένα δίχτυ ασφαλείας να πιάσει το λεπτεπίλεπτο σα μπαλαρίνας κορμί της, σε περίπτωση πτώσης. Η δική του επαναστατικότητά βρίσκεται στην ικανότητα του να βλέπει το ξεχωριστό ταλέντο, τη μοναδικότητα της γυναίκας που θα γίνει, την ξεχωριστή κοψιά του σχεδίου, που είναι η Ευγενία Μανωλίδου. Τόπος τους είναι η Νέα Υόρκη.

Μια νεοϋρκέζικη οικογένεια
Το Σέντραλ Παρκ και οι εποχές του στη καρδιά μιας πόλης όπου τις νύχτες, όταν ανάβουν τα φώτα, μοιάζει τα άστρα να ενώνονται με τα σπίτια των ανθρώπων και τα έργα τους. Στην οικογένεια τους, η τέχνη και η μελέτη της είναι το επίκεντρο. Αποκτούν, τον ίδιο χρόνο του γάμου τους, τον Αλέξανδρο τους και λίγο μετά την Ολυμπία. Η ζωή τους είναι σαν αυτές που βλέπουμε στις ταινίες. Στα μεγάλα θέατρα, στα ατμοσφαιρικά ρεστοράν, στα μπροστινά σκαλάκια των πέτρινων σπιτιών στη Νέα Υόρκη.
Στο διαμέρισμα τους, εκείνη είναι η μούσα, το ιδανικό γυναικείο μοντέλο, η δική του, ζωντανή Γαλάτεια. Μια Γαλάτεια, αυτόνομη, που εκείνος, Πυγμαλίωνας ταλέντου, πιστεύει τόσο στις σπουδαίες ικανότητες της. Θα την ενθαρρύνει, θα τη θαυμάσει, θα την καμαρώσει που γίνεται δεκτή και σπουδάζει στη περιβόητη σχολή Τζούλιαρντ της Νέας Υόρκης, που μελετά μουσική σύνθεση υπό τον συνθέτη Ντάρον Χάγκεν και διεύθυνση ορχήστρας με τον ιδρυτή της New York Grand Opera Company, Βίνσεντ Λα Σέλβα.
Ολοκληρώνει τις σπουδές πιάνου υπό την σολίστρια Τζούλι Τζόρνταν, ενώ το τελευταίο της έτος στο Τζούλιαρντ ηχογράφησε το πρώτο της έργο «Σημασίες Και Σύμβολα», βασισμένο σε 14 μύθους της Αρχαίας Ελλάδας. Θα επιστρέψει στην Ευρώπη το 1998 για μεταπτυχιακές σπουδές υπό τον Βέλγο συνθέτη και μαέστρο Ρόμπερτ Γιάνσσενς στο Βασιλικό Ωδείο των Βρυξελλών, όπου συνέθεσε και διηύθυνε το μπαλέτο Γαία, που παρουσιάστηκε στο Βούπερταλ από τον θίασο Tanztempel, σε χορογραφία της Λίντα Κάλντερ. Η καριέρα της μοιάζει πως θα είναι τεράστια και μάλιστα σε χώρο ανδροκρατούμενο, όπου εκείνη με περισσή ευγένεια, αλλά και σθένος, στέκεται στο πόντιουμ με το πάθος της κινηματογραφικής Ταρ – Κέιτ Μπλάνσετ, πριν η υποψία της κινηματογραφικής μαέστρου υπάρξει καν.
Μα πρώτα απ’ όλα, πάνω απ’ όλους, ξεχωριστά στην ύπαρξή της, είναι τα παιδιά της. Και ύστερα από επτά χρόνια γάμου ο Μανωλίδης και η Μανωλίδου, χωρίζουν.
Ένας έντονος χωρισμός, που έγινε σεβασμός και εκτίμηση
«…Οι άνθρωποι φεύγουν, αλλά οι αγάπες μένουν. Κρυμμένες στις στροφές των τραγουδιών, στις μυρωδιές των δρόμων, στα φώτα που σβήνουν αργά τη νύχτα…» έγραφε ο ιερός, ο αγιασμένος σχεδόν, ποιητής μας Τάσος Λειβαδίτης!
Έτσι ο Θεόδωρος και η Ευγενία παίρνουν χωριστούς δρόμους, με εκείνον να κάνει αγωγή διαζυγίου χωρίς να περιμένει την αυτόματη έκδοσή του, όσο και η νεαρή, ταλαντούχος μαέστρος περίμενε την τετραετία ώστε το διαζύγιο να βγει αυτόματα.
Η Ευγενία είχε δηλώσει ότι ο χωρισμός τους ήταν «ήπιος και πολιτισμένος», ωστόσο τα πράγματα άλλαξαν όταν ο πρώην σύζυγός της εξέφρασε τη δυσαρέσκειά του, λέγοντας πως, αφού περίμενε μάταια για μήνες, αποφάσισε τελικά να ζητήσει προφορικά διατροφή. Από εκείνο το σημείο και μετά, το κλίμα έγινε πιο βαρύ.

Εκείνη πίσω στην Ελλάδα και μετα όλα τα άλλα, θα γνωριστεί με τον Άδωνι Γεωργιάδη, που είναι στην ίδια ηλικία, που θα αγκαλιάσει τα παιδιά της σα δικά του, που θα την ερωτευτεί, όπως έχει πει, με την πρώτη ματιά και παραφορά και που ακόμα δεν είναι ο ισχυρός πολιτικός του σήμερα, αλλά ένας πύρινου λόγου, νεαρός εκδότης, με πεπρωμένο, από ό,τι φάνηκε χρόνια αργότερα. Μαζί θα αποκτήσουν τα δυο αγόρια τους.
Η Ευγενία έχει θυσιάσει την καριέρα της. Κάνει τηλεόραση και σε κοντινούς της ανθρώπινους λέει πως την επιλέγει για να μπορέσει να αντεπεξέλθει στα τεράστια έξοδα του διαζυγίου της. Μα η κατάσταση του διαζυγίου κορυφώθηκε όταν ο Θεόδωρος Μανωλίδης, σε συνέντευξή του στην εφημερίδα Πρώτο Θέμα, δήλωσε πως το μόνο που επιδιώκει είναι η επιμέλεια των παιδιών του. Αναρωτήθηκε για ποιον λόγο γίνεται συνεχής αναφορά στα περιουσιακά του στοιχεία, εξηγώντας ότι τα απέκτησε με κόπο, δουλεύοντας για χρόνια στο εξωτερικό. Τόνισε επίσης ότι τα χρόνια που διαρκούσε η διαδικασία του διαζυγίου τους, η κατάσταση ήταν πολύ πιο ήρεμη και δεν είχε δοθεί δημοσιότητα. Συνέδεσε την αλλαγή του κλίματος με τη στιγμή που η Ευγενία ανέλαβε την παρουσίαση ενός τηλεοπτικού παιχνιδιού, εκφράζοντας την απορία του για το πώς και γιατί προέκυψε τότε αυτή η ένταση.
Σε τηλεοπτική του συνέντευξη θα κάνει λόγο για το τεράστιο ταλέντο της, την παιδεία της, τις μεγάλες ικανότητες και δυνατότητες της, πάντα θαυμαστής της και ειλικρινής στο πόσο την εκτιμά. Δηλώνει τότε πως το μόνο που επιθυμεί είναι να βρίσκεται κοντά στα παιδιά του, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι θέλει να τα απομακρύνει από τη μητέρα τους. Απευθύνθηκε μάλιστα δημόσια και στον Άδωνι Γεωργιάδη, ζητώντας κατανόηση, ως πατέρας προς πατέρα.

Μαρτυρίες φίλων και γνωστών. Αναφέρεται πως σε κάποια φάση ζούσαν σε ξεχωριστά δωμάτια, πως η Ευγενία ένιωθε μόνη με τα μωρά της, σε ένα τεράστιο διαμέρισμα όλο έργα τέχνης και γυμνά αγάλματα, σε μια μεγάλη ξένη πόλη και πως εκείνος είχε συνέχεια επαγγελματικές υποχρεώσεις. Ενώ στην αρχή του γάμου έδειχναν ευτυχισμένοι, με τον καιρό όλα φάνηκε να αλλάζουν. Μα θα καταφέρουν, με τα πολλά, να βρουν κοινό βηματισμό, θα συμφιλιωθούν, θα βάλουν το καλό των παιδιών τους πάνω απ’ όλα. Είπαμε, άλλωστε, πως στα αλήθεια «…Οι άνθρωποι φεύγουν, αλλά οι αγάπες μένουν. Κρυμμένες στις στροφές των τραγουδιών, στις μυρωδιές των δρόμων, στα φώτα που σβήνουν αργά τη νύχτα»…
Το Μονακό, μια νοσηλεία και οι άνθρωποί του
Ο Μανωλίδης εκτιμά τον Γεωργιάδη και, βέβαια, πάντα την Ευγενία. Συναντιούνται στις εκθέσεις του στην Αθήνα, αλλά και σε κάποιες μετρημένες στα δάχτυλα πιο κοσμικές, επιλεγμένες προσεκτικά εμφανίσεις του ζωγράφου.
Όταν το όνομα του Θεόδωρου Μανωλίδη εμπλέκεται, σύμφωνα με δημοσιεύματα της εποχής, στη λίστα Λαγκάρντ, το ζεύγος Άδωνι Γεωργιάδη και Ευγενίας Μανωλίδου στηρίζει τον φημισμένο παγκοσμίως ζωγράφο. Ο Γεωργιάδης μάλιστα θα πει πως ο Μανωλίδης δε ζει στην Ελλάδα και είναι δισεκατομμυριούχος, τι ανάγκη θα είχε;
Η πραγματικότητα είναι πως ο διάσημος εικαστικός, μετά τον χωρισμό, είχε αποφάσισε να εγκατασταθεί μόνιμα στο Μονακό, όπου είχε αγοράσει ένα loft. Κάποιους από τους χώρους του νέου του σπιτιού τούς διαμόρφωσε σε ατελιέ φωτεινό και ευρύχωρο, ώστε να βολεύει στη δημιουργία του. Το υπόλοιπο σπίτι έγινε με την υψηλή του πάντα αισθητική, ο προσωπικός του χώρος, όπου θα ξεκουραζόταν αλλά θα δεχόταν και τα δυο παιδιά, σα στο σπίτι τους. Σε κάποια συνέντευξή του, άλλωστε, παλιότερα, είχε δηλώσει πως ιδανικός τόπος για εκείνον θα ήταν το Μόντε Κάρλο, τόπος κοντινός στην Ελλάδα, που θα μπορούσε πιο εύκολα να δημιουργεί και να βρίσκεται κοντά στη πατρίδα του.
Μα ο χρόνος, ο άτιμος ο χρόνος, είναι το μόνο πράγμα που έχουμε, που έλεγε και ο Μπόρχες, αλλά και ο μόνος εχθρός μας. Ή ίσως, για την περίπτωσή μας, είναι ο πιο σπουδαίος καλλιτέχνης, που σβήνει, πλάθει, φθείρει και στο τέλος αφήνει μόνο την ουσία, λέμε, παραφράζοντας ελαφρά τον Οδυσσέα Ελύτη. Μια περιπέτεια υγείας για τον Θεόδωρο Μανωλίδη δείχνει τη ποιότητα της Ευγενίας και οφείλουν να της το αναγνωρίσουν ακόμη και οι εκείνοι που κάποτε την επέκριναν πολύ.
Εκείνος νοσηλεύεται σε πολύ γνωστό θεραπευτήριο του Αμαρουσίου. Εκείνη, ως κάποτε σύντροφός του, αλλά κυρίως ως μητέρα των παιδιών, που ανησυχούν για το πατέρα τους, περνά σχεδόν καθημερινά από εκεί, για να φροντίσει, να συμπαρασταθεί, να παρακολουθήσει τη θεραπεία. Τα παιδιά τους είναι εκεί. Και ο πολυάσχολος πλέον υπουργός Άδωνις Γεωργιάδης θα βρει χρόνο, έστω και αργά το βράδυ, για τον πατέρα των παιδιών, που αγάπησε σα δικά του. Έχει, μάλιστα, σε άλλο χρόνο ομολογήσει δημόσια, πως «τα παιδιά της Ευγενίας εγώ τα γνώρισα πολύ μικρά. Ήταν παιδιά που τα μεγάλωσα εγώ και δεν τα ξεχωρίζω από τα άλλα παιδιά μου, καθόλου. Τα λατρεύω. Μεταξύ τους τα παιδιά μας είναι πάρα πολύ αγαπημένα».
Τελικά, οι άνθρωποι, που έχουν παιδεία και ψυχικό ήθος, ό,τι κι αν τους έχει απομακρύνει, συνεχίζουν να στέκονται απέναντι ο ένας στον άλλον με καλοσύνη, σεβασμό και πολιτισμένο λόγο, σαν να θυμούνται όχι τι τους χώρισε, αλλά τι τους ένωνε κάποτε.
The Great Living Legend of Greek Art
Ο Θεόδωρος Μανωλίδης, κομψός, φροντισμένος πάντα, αβρός και ευγενής υποδέχθηκε τους λάτρεις της τέχνης του, αυτό τον Μάιο, στα εγκαίνια της αναδρομικής του έκθεσης, που πραγματοποιήθηκε με την ουσιαστική φροντίδα και αφοσίωση των παιδιών του καλλιτέχνη, Αλέξανδρου και Θεοδώρας – Ολυμπίας Μανωλίδη, οι οποίοι συνέβαλαν καθοριστικά στην υλοποίηση του αφιερώματος.
«Για εμάς, η έκθεση αυτή αποτελεί έναν τρόπο για να τιμήσουμε την πορεία του πατέρα μας» είπαν συγκινημένα αλλά και συγκινητικά τα παιδιά «αλλά και να αναδείξουμε τη διαχρονική δύναμη των έργων του».
Εκεί ήταν και Ευγενία, η μουσικός και διευθύντρια, πλέον, της «Ελληνικής Αγωγής» με τον σύζυγό της, τον υπουργό Υγείας, Άδωνι Γεωργιάδη, και το ένα από τα δυο τους παιδιά, τον 11χρονο Αλκαίο. Και ίσως, τελικά, αυτή να είναι η πιο σπάνια μορφή πολιτισμού: όχι εκείνη που φαίνεται σε λόγια ή τίτλους, αλλά αυτή που αποκαλύπτεται στις σιωπές, στις πράξεις, στα βλέμματα που δεν χρειάζονται εξηγήσεις. Στο να μπορείς, ύστερα από όλα, να στέκεσαι δίπλα σε όσους κάποτε αγάπησες, όχι από υποχρέωση, μα από μια μνήμη που έγινε σεβασμός και από έναν σεβασμό που έγινε τρόπος ζωής. Γιατί κάποιοι άνθρωποι, ακόμη κι όταν όλα έχουν αλλάξει, παραμένουν οικογένεια.

Στο πέρασμα του χρόνου, λίγοι είναι οι άνθρωποι που καταφέρνουν να συνδέσουν τη ζωή τους με την ουσία της δημιουργίας του, όπως ο Θεόδωρος Μανωλίδης, που έκανε τέχνη σα χτίστης σιωπών, φως και χρώματος. Δεν επιδίωξε, ούτε αναζήτησε ποτέ, τον θόρυβο, αλλά κατάφερε να αφήσει τα ίχνη τους στα έργα του, στα παιδιά του, σε όσους τον γνώρισαν ή και σε εκείνους που στάθηκαν μπροστά στους πίνακές του και χάθηκαν στα εσωτερικά τοπία που ζωντάνευε ως δημιουργός.

Ο Αλμπέρ Καμύ το λέει -και εδώ ταιριάζει πολύ- πως «η αληθινή γενναιότητα είναι να δημιουργείς μέσα σε έναν κόσμο που καταρρέει και να αφήνεις κάτι πίσω σου που θα αντιστέκεται στη φθορά». Κι αυτό ακριβώς έκανε ο Μανωλίδης! Έκτισε με την τέχνη του ένα καταφύγιο για όλους, που νικάει τον χρόνο σε όλα τα σημεία και σε κάθε γύρο της αέναης πυγμαχίας μας μαζί του. Και όταν κάποτε οι λέξεις σωπάσουν, τα έργα του θα συνεχίσουν να μιλούν, όχι μόνο για εκείνον, αλλά για μια ολόκληρη εποχή που πέρασε από μέσα του και αποτυπώθηκε στο φως και το χρώμα του.
Διαβάστε επίσης:
Ρεβέκκα Παλαιολόγου: Η εκπάγλου καλλονής μηχανικός υπολογιστών του ΕΜΠ που άλλαξε το dating
ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΣΗΜΕΡΑ
- Σαλώμη Οικονομίδη: «Από την ασχήμια στη ζωή πήρα δύναμη»
- Μήνυμα Πιτσιλή στους μεγαλοοφειλέτες: Πληρώστε αλλιώς βγάζουμε ονόματα και διευθύνσεις
- Ο Τραμπ πολιτικά Ψυχροπολεμιστής, οικονομικά υπέρμαχος της παραγωγής, πολιτισμικά επιστρέφοντας στο παρελθόν
- Αποκαλυπτικό: Η Aegean Airlines του Ευτύχη Βασιλάκη σπάει τον «πάγο» στα εταιρικά ομόλογα με έκδοση 300 εκατ. ευρώ
