Ο θεός Διόνυσος από το ανατολικό αέτωμα του Παρθενώνα. Βρετανικό Μουσείο
Περιεχόμενα
«Το κοινό μέτωπο έχει διαρραγεί. Και για πρώτη φορά στη μακροχρόνια διαμάχη για τα Μάρμαρα του Παρθενώνα το Bloomsbury και το Westminster φαίνεται να βρίσκονται σε αντίθεση».
Εξ οικείων –για τους Βρετανούς- η διαπίστωση, καθώς οι αντίθετες απόψεις, που εκφράζονται τους τελευταίους μήνες από την βρετανική κυβέρνηση και από το Βρετανικό Μουσείο αναφορικά με το αίτημα της Ελλάδας για την επιστροφή των Γλυπτών, όχι μόνον δεν περνούν απαρατήρητες αλλά σημειώνονται με έμφαση εντός του Ηνωμένου Βασιλείου.
«Υπάρχουν ορισμένα εντελώς ψεύτικα επιχειρήματα, που διατυπώνονται από αυτούς που αντιστέκονται στην επιστροφή των Μαρμάρων στην Ελλάδα», λέει συγκεκριμένα ο Αλεξάντερ Χέρμαν, διευθυντής του βρετανικού Ινστιτούτου για τις Τέχνες και το Δίκαιο και συγγραφέας του βιβλίου «Η διαμάχη για τα Μάρμαρα του Παρθενώνα: Κληρονομιά, Δίκαιο, Πολιτική».
Έτσι στο άρθρο του «Τα Μάρμαρα του Παρθενώνα και ο μύθος της ολισθηρής πλαγιάς» στο «The Art Newspaper», αποκαλύπτει τη σαθρότητα αυτών των επιχειρημάτων.
Κι αυτό, ενώ μόλις χθες, όπως ανακοινώθηκε, το Βρετανικό Μουσείο και το Μουσείο V&A θα επιστρέψουν στην Γκάνα χρυσά αντικείμενα-πολιτιστικούς θησαυρούς της αφρικανικής χώρας, που είχαν λεηλατήσει τα βρετανικά στρατεύματα από τους Ασάντι τον 19ο αιώνα. Κάτι, που και οι ίδιοι οι Βρετανοί –σχετικό δημοσίευμα της «Telegraph»- θεωρούν, ότι μπορεί να ανοίξει το δρόμο για επιστροφή και των Γλυπτών του Παρθενώνα.
Στην ίδια εφημερίδα μάλιστα, πηγή από το Βρετανικό Μουσείο διαβεβαίωνε, ότι το ίδρυμα «εργάζεται για να ενισχύσει τη σχέση μας με τους συναδέλφους μας στην Ελλάδα» και ότι «διερευνούμε εάν υπάρχει μια ρύθμιση, που θα επιτρέψει σε ορισμένα από τα Γλυπτά του Παρθενώνα να ταξιδέψουν στην Ελλάδα. Μπορεί να μην καταφέρουμε να καταλήξουμε σε συμφωνία, αλλά πιστέψτε ότι αξίζει να προσπαθήσουμε ώστε να βρούμε έναν τρόπο προς αμοιβαίο όφελος».
Η βρετανική καχυποψία
Την ίδια στιγμή ωστόσο, όπως επισημαίνει ο Αλεξάντερ Χέρμαν, «μια τέτοια ρεαλιστική θέση αντιμετωπίζεται από την κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, στην καλύτερη περίπτωση με καχυποψία». «Αυτό φάνηκε όταν ο πρωθυπουργός Ρίσι Σούνακ ακύρωσε την τελευταία στιγμή μία συνάντηση με τον Έλληνα ομόλογό του, τον Νοέμβριο. Ενώ θα μπορούσε επίσης να φανεί στην περιφρονητική στάση του υπουργού Τεχνών στη Βουλή των Λόρδων τον Δεκέμβριο, που τάχθηκε αντίθετος σε κάθε προσπάθεια επίτευξης συμφωνίας για τα Μάρμαρα», γράφει.
Όλα αυτά είναι καινούργια όμως, καθώς από το 1983 όταν η Ελλάδα έθεσε επισήμως το αίτημα για την αποκατάσταση των κλεμμένων από τον Έλγιν Γλυπτών του Παρθενώνα, η θέση κυβέρνησης και Βρετανικού Μουσείου ήταν κοινή.
«Είχαν συμφωνήσει, ότι τα Μάρμαρα είχαν αποκτηθεί νόμιμα, ότι βρίσκονταν καλύτερα στο Βρετανικό Μουσείο και ότι ο νόμος απαγόρευε την επιστροφή τους στην Ελλάδα. Ρίχνοντας μάλιστα, ο ένας στον άλλο την ευθύνη της απόφασης, η μεν κυβέρνηση έλεγε, ότι ήταν θέμα του μουσείου, ενώ το μουσείο ισχυριζόταν, ότι η αλλαγή του νόμου εναπόκειται στην κυβέρνηση», γράφει ο Αλεξάντερ Χέρμαν.
Η αναδίπλωση
Αυτή η έως πρόσφατα, συμφωνία όμως, χάλασε, λόγω του νέου προέδρου του Βρετανικού Μουσείου Τζόρτζ Όσμπορν, έτσι το Μπλούσμπερι «βρίσκεται σε υψηλού επιπέδου συνομιλίες με Έλληνες ομολόγους του τα τελευταία δύο χρόνια, αναζητώντας μια λύση στο πρόβλημα, που θα μπορούσε να είναι αποδεκτό και για τις δύο πλευρές», σημειώνει ο Χέρμαν.
«Κατόπιν αυτού η παραδοσιακή στάση της υποστήριξης των εντολοδόχων του Βρετανικού Μουσείου έμεινε στην άκρη», προσθέτει.« Και τώρα η κυβέρνηση προβάλλει το επιχείρημα, ότι μία συμφωνία για τα Μάρμαρα θα μπορούσε να δελεάσει κι άλλες χώρες για να απαιτήσουν δικές τους επιστροφές από το Βρετανικό Μουσείο, το οποίο θα μπορούσε τελικά να αδειάσει.
Όπως είπε πέρυσι η Μισέλ Ντόνελαν, τότε υπουργός Πολιτισμού, η επιστροφή αντικειμένων από τις συλλογές των μουσείων θα ‘‘άνοιγε ένα κουτάκι με σκουλήκια’’ και θα ήταν ένας ‘‘επικίνδυνος δρόμος’’. Ή όπως το έθεσε παραστατικά ο πρώην πρωθυπουργός Μπόρις Τζόνσον τον Μάρτιο ‘‘Αν δώσεις πίσω τα Ελγίνεια Μάρμαρα στην Ελλάδα, τότε… πάνω απ’ όλα δεν θα έχεις απάντηση για τα επόμενα χρόνια, σε όλες τις ενδεχόμενες αξιώσεις για επιστροφές από την Αίγυπτο και το Ιράκ, τη Συρία, τον Λίβανο, την Τουρκία, την Νιγηρία, από οπουδήποτε προέρχονται οι θησαυροί, που στεγάζονται στο Μπλούσμπερι’’».
Μια ψεύτικη απειλή
Για τον Αλεξάντερ Χέρμαν ωστόσο, όλες αυτές οι πιθανές αξιώσεις δεν μπορεί να αποτελούν απειλή. « Όποια και αν είναι η αλληγορία που χρησιμοποιείται – σκουλήκια, επικίνδυνος δρόμος, ολισθηρή πλαγιά – τα επιχειρήματα είναι σχεδόν πάντα λανθασμένα, καθώς τείνουν να απορρίπτουν τις ισχύουσες αρχές της δικαιοσύνης, των τεκμηριωμένων συλλογισμών και της κοινής λογικής».
Όπως αναφέρει εξάλλου, στην περίπτωση του Βρετανικού Μουσείου, ακόμη και οι αριθμοί δεν αντέχουν στη συζήτηση, ότι μπορεί να …αδειάσει. Κι αυτό, γιατί έχει οκτώ εκατομμύρια αντικείμενα στις συλλογές του και την τελευταία δεκαετία έχει λάβει λιγότερα από δέκα αιτήματα αποκατάστασης. Όπως θεωρείται άλλωστε, η πλειοψηφία των αντικειμένων έχουν αποκτηθεί νόμιμα.
«Αναρωτιέμαι, πώς η προσπάθεια να επιτευχθεί ένας δίκαιος συμβιβασμός για σχετικά λίγα αντικείμενά του, που είναι ηθικά προβληματικά, θα έθετε ολόκληρο το απόθεμα σε κίνδυνο. Άλλωστε ο Βρετανικό Μουσείο μπορεί να εκθέσει μόνο το 1% περίπου της συλλογής του στις εγκαταστάσεις του», σημειώνει ο αρθρογράφος.
Η μοναδική περίπτωση των Γλυπτών
Σε κάθε περίπτωση έτσι, ο Αλεξάντερ Χέρμαν δηλώνει πεπεισμένος, πως η αναζήτηση μιας δίκαιης λύσης για τα Μάρμαρα δύσκολα μπορεί να λεχθεί ότι «ανοίγει πύλες». Και εξηγεί γιατί:
Πρώτα απ’ όλα, γιατί τα Μάρμαρα αποτελούν μία μοναδική περίπτωση, τονίζει. «Είναι δύσκολο να σκεφτούμε άλλα κομμάτια, που να είναι αναπόσπαστο τμήμα του διαρκούς συμβόλου της πολιτιστικής κληρονομιάς ενός συγκεκριμένου έθνους και όπου ένα γλυπτό σύνολο έχει χωριστεί στα δύο από τις αντιξοότητες της ιστορίας. Οτιδήποτε άλλο, όπως ανεξάρτητα γλυπτά, μεμονωμένοι πίνακες ζωγραφικής, ανάγλυφα δεν συγκρίνονται σχεδόν καθόλου».
Προσθέτοντας επιπλέον, πως οποιαδήποτε συμφωνία για τα Μάρμαρα θα ήταν συγκεκριμένη και θα περιελάμβανε μια σειρά δανείων ή παρόμοιων μεταβιβάσεων, ώστε να παραμένει εντός των όρων του νόμου του Βρετανικού Μουσείου, του 1963. Κάτι, που δύσκολα θα μπορούσε να λειτουργήσει για όλους, όπως σημειώνει.
«Τα μουσεία που επιθυμούν να προχωρήσουν σε διαπραγματεύσεις για την αποκατάσταση πολιτιστικών αντικειμένων λειτουργούν σ’ ένα διεθνές περιβάλλον, σε ένα ηθικό τοπίο που αναπτύχθηκε από την προηγούμενη γενιά, ένα τοπίο που ωθεί τα μουσεία να συζητούν ανοιχτά και δίκαια με τις χώρες προέλευσης των θησαυρών. Αυτό αντικατοπτρίζεται στην οδηγία του Διεθνούς Συμβουλίου Μουσείων (Icom) του Κώδικα Δεοντολογίας και του Συμβουλίου Τεχνών της Αγγλίας για την αποκατάσταση και τον επαναπατρισμό», καταλήγει ο Αλεξάντερ Χέρμαν.
Προτρέποντας στην προσπάθεια επίλυσης του μακροχρόνιου προβλήματος και στην υποστήριξη «ακόμα και από αυτούς που βρίσκονται ψηλά».
Διαβάστε επίσης:
Ονειρεύονται τα σπίτια; Στη ζωγραφική του σπουδαίου καλλιτέχνη Μιχάλη Οικονόμου, ναι
Εγκαίνια της συλλογής Στερν στη Νέα Υόρκη ως δάνειο της Ελλάδας
Μάικλ Κάρλος: Ο Έλληνας που έδωσε το όνομά του σε αμερικανικό μουσείο