• Πολιτισμός

    Τόμας και Ντόρις Άμαν. Οι συλλέκτες έπιναν νερό στ΄όνομά τους

    WarningExclamation mark in a circleΑπαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη
    Η έμπορος τέχνης και συλλέκτρια Ντόρις Άμαν

    Η έμπορος τέχνης και συλλέκτρια Ντόρις Άμαν


    Εκείνος έκανε σκι με τον Βαλεντίνο, δειπνούσε με την Όντρεϊ Χέπμπορν και την Ελίζαμπεθ Τέιλορ και ζούσε σε Κονκόρντ.

    Πελάτες του ήταν ο Τζιοβάνι Ανιέλι, ο Ιβ Σεντ Λοράν, ο Ρόναλντ Λόντερ, ο βαρόνος Τίσεν – Μπορενμίτσα αλλά και δύο ΄Ελληνες, ο Σταύρος Νιάρχος και ο Ντίνος Μαρτίνος.

    Κι εκείνη ήταν μια δυναμική επιχειρηματίας, που ξεχώριζε για την ευφυΐα, το χιούμορ και την κομψότητά της, όπως επίσης όμως για το άψογο «μάτι» της, κάτι σαν έκτη αίσθηση, όσον αφορά την τέχνη.

    Η έμπορος τέχνης και συλλέκτρια Ντόρις Άμαν

    Ο Τόμας και η Ντόρις Άμαν, δύο από τους μεγαλύτερους ευρωπαίους γκαλερίστες και συλλέκτες, αδέρφια ελβετικής καταγωγής, που άφησαν εποχή στο χώρο της τέχνης και με τις δύο ιδιότητές τους, έρχονται στο προσκήνιο, μετά και από τον θάνατο της δεύτερης πέρυσι, μέσα από μια δημοπρασία, που αποκαλύπτει τους θησαυρούς που είχαν συγκεντρώσει: Άντι Γουόρχολ, Σάι Τουόμπλι, Ρόμπερτ Ράιμαν, Κλεμέντε, Ελέιν Στάρτεβεντ κ.ά.

    Μόνον η Blue Marilyn του Γουόρχολ άλλωστε, αναμένεται να φθάσει τα 200 εκατομμύρια δολάρια.

    Όλα τα έσοδα μάλιστα θα διοχετευθούν στο φιλανθρωπικό ίδρυμα Thomas and Doris Ammann, που είναι αφιερωμένο στη βελτίωση της ζωής των παιδιών παγκοσμίως.

    Πορτρέτο της Μέριλιν Μονρόε του Άντυ Γουόρχολ (1964) από τη συλλογή ΄Αμαν

    Και όπως χαρακτηριστικά λέγεται από τον οίκο Christie’s, που θα κάνει τη δημοπρασία εκατό έργων της συλλογής στις 9 και 10 Μαΐου, θα πρόκειται για την υψηλότερης αξίας φιλανθρωπική πώληση, από εκείνην της συλλογής Ροκφέλερ το 2018, που είχε αποδώσει 835 εκατομμύρια δολάρια.

    Έργο του Σάι Τουόμπλι και η Μέριλιν του Γουόρχολ από τη συλλογή Άμαν

    Εξαιρετική φήμη

    Συνιδρυτές της Thomas Ammann Fine Art, το 1977 με έδρα τη Ζυρίχη, τα δύο αδέρφια υπήρξαν ένα ιδανικό δίδυμο ως τον πρόωρο θάνατο του Τόμας το 1993, σε ηλικία μόλις 43 ετών από AIDS.

    Ο Τόμας Άμαν

    Ο συνδυασμός όμως, της γνώσης, της ποιότητας, της γοητείας, του χιούμορ και της εμφάνισής του αλλά και της διακριτικότητας με την οποία χειριζόταν τις συναλλαγές του, τον είχε οδηγήσει πολύ γρήγορα, στα μέσα της δεκαετίας του ΄80, στην κορυφή του καλλιτεχνικού κόσμου.

    Συλλέκτης έργων τέχνης από την εφηβεία του ήδη, παρ΄ότι στην οικογένεια δεν υπήρχαν καλλιτεχνικές τάσεις, ο Τόμας άρχισε να εργάζεται από 18 χρονών στην Galerie Bruno Bischofberger της Ζυρίχης, και εκεί κατά τη διάρκεια της μαθητείας του θα γνώριζε τον Άντι Γουόρχολ, με τον οποίο έγιναν στενοί φίλοι.

    Τόμας Άμαν και Άντι Γουόρχολ

    Στη δική του γκαλερί ασχολήθηκε κυρίως με πίνακες και γλυπτά καλλιτεχνών του 20ού αιώνα αλλά και λίγο νωρίτερα, μεταξύ του 1870 και 1960, δηλαδή από τους ιμπρεσιονιστές έως τον πρώιμο Γουόρχολ.

    Έτσι από τα χέρια του πέρασαν τα μεγαλύτερα ονόματα της τέχνης: Φράνσις Μπέικον, Μπαλτίς, Μπρανκούζι, Μπρακ, Τζιακομέτι, Καντίνσκι, Κλέε, Ντε Κούνινγκ, Λεζέ, Ματίς, Μιρό, Πικάσο, Ρόθκο κ.ά.

    Δεν είναι εύκολο όμως, να εντοπισθεί, ποιοι ήταν οι αγοραστές των έργων αυτών των καλλιτεχνών, λόγω της εχεμύθειας, που κρατούσε ο ίδιος στις πωλήσεις του, αν και συχνά επρόκειτο για μεγάλα μουσεία του κόσμου.

    Όπως για παράδειγμα το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκη, όπου πούλησε το «Πορτρέτο του Ζοζέφ Ρουλέν» του Βίνσεντ βαν Γκογκ.

    Ο έμπορος τέχνης και συλλέκτης Τόμας Άμαν με τον πίνακα του Βίνσεντ βαν Γκογκ «Πορτρέτο του Ζοζέφ Ρουλέν»

    Η παρουσία του εξάλλου, εντοπιζόταν πάντα από τον Τύπο στις διεθνείς δημοπρασίες τέχνης στο Λονδίνο και τη Νέα Υόρκη, καθώς δημιουργούσε ένα αίσθημα αισιοδοξίας, όποιες κι αν ήταν οι συνθήκες της αγοράς, ενώ καταγράφονταν και οι ενθουσιώδεις προσφορές του, βασισμένες σε γνήσιο πάθος αλλά και στο πιθανό κέρδος.

    Με όλα αυτά δεν είναι παράξενο που είχε αναπτύξει τη φήμη μιας από τις πιο τολμηρές και ευγενικές φιγούρες στον κόσμο της τέχνης.

    Ο Τόμας Άμαν

    Η συλλογή

    «Δεν πρέπει να συλλέγεις αυτό που θέλεις να πουλήσεις. Γιατί τότε, είτε πουλάς όλα τα καλά έργα, κάτι που δεν είναι καθόλου ευχάριστο, είτε κρατάς όλα τα καλά, οπότε κινδυνεύεις με χρεωκοπία».

    Αυτά είχε πει σε μία συνέντευξή του ο Τόμας Άμαν και αυτά τήρησε ως αρχή, διαχωρίζοντας αυστηρά την ενασχόλησή του με την τέχνη από την συγκρότηση της συλλογής, κάτι το οποίο ακολούθησε και η αδερφή του.

    Έτσι, εκτός από κορυφαίος έμπορος τέχνης της γενιάς του ήταν εξίσου ένθερμος υποστηρικτής και φίλος των σύγχρονων καλλιτεχνών, των οποίων τα έργα αγόραζε αποκλειστικά για τη δική του συλλογή.

    ΄Αντι Γουόρχολ «΄Ανθη», 1964

    Μια μικρή επιλογή μάλιστα από αυτά είχαν εκτεθεί στην Kunsthalle Basel το 1985 με τον τίτλο «Από τον Τουόμπλι στον Κλεμέντε – Επιλεγμένα έργα από μία ιδιωτική συλλογή».

    Και ο κόσμος της τέχνης συμφώνησε τότε, ότι η συλλογή έργων του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα του Τόμας Άμαν ήταν μία τις καλύτερες που υπήρχαν εκείνη τη στιγμή.

    Η χρηματοδότηση της συλλογής έγινε από τον παιδικό του φίλο, συνάδελφο και λάτρη της τέχνης Αλεξάντερ Σμιντχάινι, ο οποίος μοιράστηκε μαζί του τον στόχο της δημιουργίας μιας πρώτης τάξεως συλλογής σύγχρονης τέχνης.

    Όσον αφορά όμως την γκαλερί διευθυνόταν από την ίδρυσή της, από την Ντόρις Άμαν, που ήταν η οικονομική διαχειρίστρια ως τον θάνατο του αδερφού της.

    Η έμπορος τέχνης και συλλέκτρια Ντόρις Άμαν

    Τότε, που κλήθηκε να την αναλάβει εξ ολοκλήρου, εκπλήσσοντας γρήγορα την αγορά με την οξυδέρκεια και την διορατικότητά της.

    Η γκαλερί Τόμας Άμαν στη Ζυρίχη

    Η πολιτική

    Η Ντόρις ΄Αμαν είχε σπουδάσει σε Σχολή Επιχειρήσεων πριν από την πρακτική της σε μερικά ξενοδοχεία πρώτης κατηγορίας (συμπεριλαμβανομένου του Badrutt’s Palace στο St. Moritz) και είχε εργαστεί στο Ελβετικό Ομοσπονδιακό Ινστιτούτο Τεχνολογίας.

    Εμπειρία, που αποδείχθηκε ιδιαίτερα χρήσιμη και για την επιχειρηματική της δραστηριότητα και στις σχέσεις τους με τους πελάτες, όπως και η άπταιστη γνώση πολλών γλωσσών.

    Παρ΄όλα αυτά, όταν πέθανε ο αδερφός της η αγορά δεν της έδειξε και μεγάλη εμπιστοσύνη, καθώς κανείς δεν γνώριζε τις δυνατότητές της ως ντίλερ.

    Πολλοί την έβλεπαν απλώς ως αδερφή του Τόμας και προφανώς περίμεναν να αποτύχει. Εκείνη όμως τους διέψευσε. Πέρασε από το παρασκήνιο στο προσκήνιο αναλαμβάνοντας τον πλήρη έλεγχο της γκαλερί και εντυπωσιάζοντας.

    Συνέχισε την πολιτική του αδερφού της αλλά πρόσθεσε και τη δική της σφραγίδα, διατηρώντας πάντα την επιμονή του στην ποιότητα έναντι της ποσότητας.

    Έμπιστη φίλη

    Οι εκθέσεις έτσι συνεχίσθηκαν, παρουσιάζοντας Πικάσο, ιταλούς φουτουριστές και Σάι Τουόμπλι ενώ κρίσιμη ήταν η απόφασή της να συμμετάσχει στην Art Basel, η οποία μπορεί σήμερα να είναι η μεγαλύτερη έκθεση τέχνης στον πλανήτη, αλλά στις αρχές της δεκαετίας του 1990 ήταν ακόμα περιορισμένης εμβέλειας.

    Έτσι πέρα από τους πελάτες της σε Ευρώπη και Βόρεια Αμερική επεκτάθηκε σημαντικά και σε άλλα μέρη του κόσμου, όπως η Ιαπωνία, η Κίνα και η Νότια Αμερική.

    Παράλληλα η παρουσία της Ντόρις Άμαν σε δημοπρασίες σε όλον τον κόσμο ήταν συνεχής και όλοι ήξεραν, ότι ποτέ δεν συμμετείχε από νωρίς σε μια πώληση αλλά προτιμούσε να κάνει τις προσφορές της αργά.

    Μια γνώριμη φιγούρα στις αίθουσες πωλήσεων που ήταν γνωστή για την κομψότητα, τη γνώση, τη φιλικότητα και τη διακριτικότητα της, κάτι που διεθνής πελατείας της εκτιμούσε ιδιαίτερα.

    Όπως είχε πει και ο φίλος της και πελάτης, ο σχεδιαστής μόδας Βαλεντίνο «Ήταν απολαυστική στη παρέα και έξυπνη συνομιλήτρια. Δεν έχασε ποτέ το χαμόγελό της ή την αίσθηση του χιούμορ κι όλοι οι φίλοι μπορούσαν να της εκμυστηρευτούν για οτιδήποτε».



    ΣΧΟΛΙΑ